Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Γιατί μας Εκπλήσσουν οι Εκπλήξεις;

Γιατί μας Εκπλήσσουν οι Εκπλήξεις;
Οι ηγέτες του αιγυπτιακού στρατού στις 6 Οκτωβρίου 1973

Αρκετές φορές αυτοί που λαμβάνουν αποφάσεις και οι υπηρεσίες που τους παρέχουν πληροφορίες έχουν αιφνιδιαστεί από γεγονότα που φαίνονται να συμβαίνουν από «το πουθενά». Ο Yehoshua Teicher σε άρθρο του στον ιστότοπο του Κέντρου Στρατηγικών Σπουδών «Begin-Sadat» υποστηρίζει ότι συχνά οι υπηρεσίες πληροφοριών και οι μελετητές αποκτούν μία ιδρυματική αντίληψη της πραγματικότητας και τους διαφεύγουν εκείνες οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές τάσεις που αναπτύσσονται σε βάθος χρόνου και φέρνουν επαναστατικές αλλαγές. Ο Yehoshua Teicher έχει υπηρετήσει στις υπηρεσίες πληροφοριών και στη μονάδα ψυχολογικών επιχειρήσεων των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων.



Ερευνητές και λήπτες αποφάσεων πολλές φορές αιφνιδιάζονται από την κατάρρευση καθεστώτων ή από στρατιωτικές ενέργειες με μακροχρόνιες, και ενίοτε τραυματικές, γεωπολιτικές συνέπειες. «Πέφτουν από τα σύννεφα» και ξυπνούν από τον ύπνο των ψευδαισθήσεων τους. Αυτό φυσικά συμβαίνει συχνότερα σε εποχές με αυξημένη αβεβαιότητα, όταν οι πιθανοί κίνδυνοι αυξάνονται.

Η προσκόλληση στην ψευδαίσθηση της καθεστηκυίας τάξης μπορεί να οδηγήσει στην αποτυχία να τεθούν προτεραιότητες. Οι λήπτες αποφάσεων και οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν επίγνωση των επικείμενων κινδύνων αλλά δεν υποθέτουν ότι θα απαιτηθούν γρήγορες αποφάσεις από την πλευρά τους για να αποφευχθούν αυτοί οι πιθανοί κίνδυνοι. Ένας από τους λόγους γι΄ αυτό είναι η τάση να εφαρμόζονται μοντέλα σκέψης που ερμηνεύουν τη σημερινή πραγματικότητα υπό το φως των γεγονότων του παρελθόντος χάνοντας έτσι τα μοναδικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κάθε περίπτωση. (Για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι υπέθεσαν ότι η είσοδος των στρατιωτικών τους δυνάμεων στο Σινά τον Μάιο του 1967 θα αντιμετωπίζονταν από το Ισραήλ ως μία επανάληψη της αντίστοιχης εισόδου το 1960 η οποία είχε τελειώσει χωρίς πόλεμο).

Έτσι, η σκέψη αποκτά ντετερμινιστικά χαρακτηριστικά όπου η βεβαιότητα να συμβεί ένα γεγονός τώρα ή στο μέλλον αξιολογείται με βάση προηγούμενα γεγονότα. Σκεπτόμενοι έτσι –συνδέοντας δηλαδή αναλογικά τα μελλοντικά με τα παρελθοντικά γεγονότα- απελευθερωνόμαστε από την ευθύνη. Για να δώσουμε έμφαση στον κίνδυνο αυτής της αναλογίας παραθέτουμε αυτό που είχε πει ο Γάλλος φιλόσοφος Raymond Aron, ο οποίος πρότεινε να εξετάζετε η ομοιότητα μεταξύ διαφορετικών φαινομένων και οι διαφορές μεταξύ όμοιων ώστε να ξεκαθαρίζεται η μοναδικότητα του φαινομένου που εξετάζεται. Κερδίζουμε εμπειρία από τα μέλλοντα που έχουν γίνει παρελθόντα αλλά δεν έχουμε εμπειρία από τα μέλλοντα που δεν συνέβησαν.

Η συνειδητοποίηση της σύνδεσης μεταξύ μακρόχρονων διαδικασιών και συγκεκριμένων γεγονότων είναι πάρα πολύ περιορισμένη, πιθανόν να μην υπάρχει και καθόλου. Η ανθρώπινη κατανόηση οφείλεται εν μέρει στην απροσεξία μας στο γενικό πλαίσιο και στα πλαίσια εκείνα που εγείρουν ερωτήσεις που δεν μπορούμε να απαντήσουμε.


Οι στρατηγικοί αιφνιδιασμοί που χρειάζονται χρόνια για να εξελιχθούν έχουν διάφορες πηγές: οικονομικές, τεχνολογικές, στρατιωτικές, κοινωνικές, περιβαλλοντολογικές, δημογραφικές, περιφερειακές, διεθνείς και άλλες. Αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται σε συνεχή, διακριτή κίνηση και συνδυάζονται με τρόπους που υπονομεύουν την ευαίσθητη ισορροπία των κοινωνικών και περιφερειακών συστημάτων διακυβέρνησης. Έτσι δημιουργούν χάος που αντιτίθεται στις προβλέψεις και στις εκτιμήσεις.

Σε μια τέτοια πολύπλοκη πραγματικότητα όπου αίτιο και αποτέλεσμα δεν διακρίνονται πλέον η ανάλυση τείνει να εστιάζει κυρίως στα ποσοτικά δεδομένα που είναι ευκολότερο να συλλεχθούν και να αξιολογηθούν. Έτσι κατασκευάζεται μία μερική εικόνα που φαίνεται να αντανακλά την πραγματικότητα αλλά δεν μας αποκαλύπτει την έκπληξη που είναι κρυμμένη και δεν φαίνεται.

Η πρόκληση που μας θέτει η ρευστή πραγματικότητα είναι να μην στηριχθούμε στα πολλά χρόνια της εμπειρίας μας. Γεγονότα του παρελθόντος επαναλαμβάνονται κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες και απαιτούν τελείως διαφορετικές λύσεις. Όταν έχουμε το βλέμμα μας πίσω δεν προσέχουμε τις ενδείξεις που μας έρχονται από τη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και μειώνεται η συναίσθηση των γνωστικών μας αποτυχιών που διαστρεβλώνει την πρόσληψη της πραγματικότητας. Σε αυτά τα πλαίσια, ισχυρίζεται ο συμπεριφορικός ψυχολόγος Daniel Kahneman, τα ανθρώπινα όντα τείνουν να αποφεύγουν τα γεγονότα που απαιτούν ο εγκέφαλος τους να δουλέψει σκληρότερα.

Ο Robert McNamara, πρώην πρόεδρος της Ford και υπουργός άμυνας κατά τη διάρκεια του πόλεμου του Βιετνάμ εισήγαγε μια διαχειριστική προσέγγιση που χρησιμοποιούσε στατιστικά εργαλεία σύμφωνα με την αρχή «ότι μπορείς να το μετρήσεις μπορείς και να το διαχειριστείς». Ο πόλεμος δημιούργησε αμφισημίες που δυσχέραιναν τόσο την αξιολόγηση των επιχειρήσεων όσο και την έκδοση κατευθύνσεων για τις μελλοντικές επιχειρήσεις. Ο McNamara έδινε έμφαση στα ποσοτικά δεδομένα ως το στοιχείο εκείνο που καθοδηγούσε τη μέτρηση της επιτυχίας της εκστρατείας. Απαιτούσε τακτικές αναφορές για τις απώλειες των Βιετκόνγκ και των στρατιωτών του Νότιου Βιετνάμ. Αυτοί οι αριθμοί, που μερικές φορές ήταν φουσκωμένοι, δημιουργούσαν μία ψευδή αίσθηση βεβαιότητας στη χαοτική πραγματικότητα του πολέμου. Όταν οι σύμβουλοί του τον προειδοποίησαν ότι η κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ έχανε το λαϊκό έρεισμα ο McNamara αντέδρασε ζητώντας να μειωθεί η βοήθεια προς την κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ και ιδιαίτερα στον βουδιστικό τομέα.

Πριν τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις (IDF) παρακολουθούσαν τα δεδομένα που αφορούσαν τις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις και συμπέραναν ότι η Αίγυπτος δεν θα ξεκινούσε ένα πόλεμο για όσο θα της ήταν αδύνατο να χτυπήσει τις ισραηλινές αεροπορικές βάσεις με πυραύλους εδάφους – εδάφους. Στο ξέσπασμα του πολέμου Ιράν – Ιράκ τον Σεπτέμβριο του 1980 οι ισραηλινές στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν εκτιμήσει ότι αυτός θα τέλειωνε μέσα σε βδομάδες με αποφασιστική νίκη του Ιράκ εξαιτίας των πιο εξελιγμένων όπλων του και της συνολικής υπεροχής του έναντι του υπό αποσύνθεση στρατού του Ιράν, που είχε εγκαταλειφθεί από τους Αμερικανούς μετά την Ισλαμική Επανάσταση. Ο πόλεμος τέλειωσε οχτώ χρόνια μετά. Οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών δεν είχαν παραγοντοποιήσει ούτε το μαχητικό πνεύμα των Ιρανών στρατιωτών, που ορμούσαν στο ιρακινό μέτωπο καθώς πορεύονταν προς τους ουρανούς, ούτε τις δυσλειτουργίες του ιρακινού στρατού.

Παρά τη δριμεία επιδείνωση της ιρανικής οικονομίας κατά τα δύο χρόνια που οδήγησαν στην επανάσταση του Χομεϊνί, το χάος από την απώλεια της διακυβέρνησης και παρά την παρουσία δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών συμβούλων, η αμερικανική κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών πίστευε ότι το Ιράν δεν βρίσκονταν ούτε καν σε προεπαναστατική φάση.

Μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών την εκλάμβαναν ως υπερδύναμη που συνεχώς ανέρχονταν οικονομικά και στρατιωτικά. Η σοβιετική γραφειοκρατική παράλυση και η οικονομική αποτελμάτωση που κρατούσε δεκαετίες δεν λαμβάνονταν υπόψη. Τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν σε σοβιετικές σπουδές στις ΗΠΑ μεταξύ 1970 και 1990 και κανένα εναλλακτικό σενάριο για την εξέλιξη των πραγμάτων δεν εμφανίστηκε.

Σε όλες αυτές τις μεγάλες και μακροχρόνιες διαδικασίες που στο τέλος άλλαξαν την πραγματικότητα με δραματικό τρόπο υπήρξαν και κάποια άτομα που παρουσίασαν ένα ευρύτερο φάσμα πιθανών αρνητικών εξελίξεων. Όμως οι φωνές τους πνίγηκαν από την επικρατούσα άποψη που προτιμούσαν να ακούν οι λήπτες αποφάσεων. Βδομάδες πριν την ανατροπή του Μουμπάρακ υπό την πίεση των μαζών οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών πίστευαν πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για τη σταθερότητα της αιγυπτιακής κυβέρνησης.

Λίγοι είναι προικισμένοι με μία διεισδυτική αντίληψη της πραγματικότητας του χρόνου είτε από διαίσθηση είτε μετά από βαθιά περισυλλογή. Υπόδειγμα τέτοιας βαθιάς κατανόησης είναι ο Βρετανός φιλόσοφος Edmund Burke (1729-97) ο οποίος στοχάστηκε πάνω στη Γαλλική Επανάσταση. Πρόβλεψε με ακρίβεια από το 1790, όταν η Γαλλία ήταν ακόμη μοναρχία, ότι η θύελλα της επανάστασης που σάρωσε κοινωνικές παραδόσεις και κοινωνικά αναχώματα θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην τρομοκρατία, τη δικτατορία και την εξαγωγή της επανάστασης μέσω του πολέμου σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Προέβη δε σε αυτόν τον ισχυρισμό σε μια εποχή που πολλοί Ευρωπαίοι ήταν σαγηνευμένοι από τα συνθήματα της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης.

Άλλη μία ενδιαφέρουσα περίπτωση ακριβούς πρόβλεψης είναι η εταιρεία Shell Oil. Στις αρχές του ΄70 η πετρελαιοπαραγωγός εταιρεία άρχισε να αναρωτιέται εάν ήταν λογικό να συνεχίσει να ικανοποιεί τις αυξανόμενες απαιτήσεις της βιομηχανίας του πετρελαίου βασισμένη στους παρακάτω προβληματισμούς:

1. το πετρέλαιο ως στρατηγικό απόθεμα – οι τιμές του πετρελαίου θα παρέμεναν στα ίδια σταθερά επίπεδα που διατηρήθηκαν από το τέλος του Β΄ Π.Π.;
2. η μείωση των αποθεμάτων πετρελαίου στις ΗΠΑ συνδυασμένη με την αύξηση της ζήτησης.
3. η αυξανόμενη δύναμη των χωρών του OPEC, οι περισσότερες των οποίων μουσουλμανικές, οι οποίες είχαν αρχίσει να δείχνουν εχθρότητα προς τη Δύση μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών και οι οποίες άρχιζαν να αμφισβητούν το συμφέρον τους στη διαρκή αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου.
4. η ικανότητα τους να απαιτούν υψηλότερες τιμές καθώς πλησίαζαν οι επόμενες διαπραγματεύσεις για την ανανέωση των συμφωνιών του OPEC το 1975.

Όταν η πετρελαϊκή κρίση ξέσπασε το 1973 η Shell Oil ήταν προετοιμασμένη αντίθετα από τους ανταγωνιστές της.

Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν τη σημασία της μελέτης των μακροχρόνιων διαδικασιών ώστε να διαπιστωθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη δημιουργία νέων προοπτικών. Αυτός που κάνει εκτιμήσεις θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τα επιμέρους γεγονότα και ταυτόχρονα θα πρέπει να μπορεί να δει την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Το σημείο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε για να ξεδιαλύνουμε την πραγματικότητα είναι πρώτα να αμφισβητήσουμε το προφανές και να θέσουμε σε δοκιμασία τις αντιλήψεις που καθορίζουν την κρατούσα εκδοχή της πραγματικότητας. Ποιοι είναι οι καθοριστικοί παράγοντες; Ποιες νέες συνθήκες είναι αναγκαίες για να έρθει η αλλαγή; Ποιες είναι οι κύριες αβεβαιότητες; Ποια καινούρια πληροφόρηση χρειαζόμαστε; Τέτοιες ερωτήσεις αποκαλύπτουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της αντίληψης μας για τον κόσμο.

Τα μετρήσιμα δεδομένα είναι μερικές φορές περιορισμένα σε εύρος και ελλειμματικά σε βάθος. Μπορεί να ανθίστανται στον θόρυβο αλλά είναι «άγονα». Τέτοια δεδομένα δύναται να αποτελέσουν τη βάση για να συνταχθεί μία περιγραφή αλλά συχνά δεν μπορούν να προσφέρουν ερμηνεία γιατί δεν υπάρχει αναγκαστικά άμεση σύνδεση μεταξύ τους.

Οι προβλέψεις που στηρίζονται κυρίως σε αριθμητικά δεδομένα θεωρούνται «αντικειμενικές» (ακόμη και εάν έχουν στηριχθεί σε λάθος μετρήσεις) και θεωρείται ότι αποτελούν αξιόπιστη βάση για μια γενική εκτίμηση. Και όμως, χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα με τέτοιο τρόπο υποτιμούμε τη σχετικότητα των παραγόντων που δεν μπορούμε να μετρήσουμε και είναι δύσκολο να αναλύσουμε. Αυτοί οι παράγοντες συνήθως θεωρούνται υποθετικοί και υποκείμενοι σε μεροληψία.

Όμως, δεν είναι «το στάχυ που σπάει τη ράχη της καμήλας» αλλά όλο το βάρος με το οποίο είχε φορτωθεί από πριν.

Μπορεί η διάκριση που έγινε μεταξύ των δύο τύπων πληροφοριών να σχετίζεται με το ζήτημα της διχοτόμησης μεταξύ «αξίας» και «γεγονότος» όταν η αξία μπορεί να επιδράσει στο πλαίσιο ενός γεγονότος και στις συνθήκες του. (Όπου ως «αξία» αναφέρονται οι αντιλήψεις που αφορούν καταστάσεις σε ένα συνεχές σχετικής σημασίας, αντιλήψεις που αφορούν επιθυμητούς τρόπους ενεργείας, σημασία των σκοπών). Καθώς σπάνια υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για τα γεγονότα και με την απουσία ενός αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να μπορεί κανείς να προβλέψει την πραγματικότητα ο Isaiah Berlin ισχυρίστηκε ότι τα γεγονότα δεν θα πρέπει να διαχωρίζονται από τις αξίες που μας πληροφορούν για τις ανθρώπινες επιθυμίες, συναισθήματα και σκέψεις – οι οποίες με τη σειρά τους είναι σχετιζόμενες με ιστορικούς, κοινωνικούς και υλικούς παράγοντες. Ο Berlin προσθέτει ότι όσο περισσότερο εδραιωμένο είναι ένα γεγονός στον κόσμο που ζούμε τόσο λιγότερο μπορούμε να συλλάβουμε πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Το να σκεφτούμε με αυτόν τον τρόπο θα συντάρασσε τον κόσμο μας.

Σε αυτή την ενοποιητική του προσέγγιση ο Berlin στέκεται δίπλα στον Βρετανό φιλόσοφο David Hume (1711-1776) που είχε τη στάση του εμπειριστή σκεπτικιστή που είναι περισσότερο ανοιχτός στο να θέτει θέματα προς συζήτηση: ο πλουραλιστής που αμφισβητεί εδραιωμένες απόψεις και αναζητεί την ποικιλία των γεγονότων, που αρχίζει από τα μέρη για να καταλάβει το όλον. Στον αντίποδα του Hume βρίσκεται ο δογματικός, ρασιοναλιστής αισιόδοξος που αναζητά τις «αφηρημένες βασικές αρχές». Αυτού του είδους ο φιλόσοφος ξεκινά από το όλον και όχι από τα μέρη και προσδίδει μεγάλη σημασία στην ενότητα των μερών. Η ενοποιητική διαδικασία της έρευνας του προκαλεί συγκρούσεις που υπονομεύουν την τάση προς ενότητα, δημιουργώντας μια νέα ισορροπία που περιλαμβάνει και διαφορές από τις αρχικές θέσεις μαζί με την ενότητα που απαιτείται για μια αποτελεσματική απόφαση. Τα γεγονότα δεν μιλούν από μόνα τους. Ότι είναι σωστό μέσα σε ένα πλαίσιο μπορεί να είναι λάθος σε ένα άλλο.

Και όμως, πρέπει κάποιος να μην επιδιώκει να επιβάλλει τα δικά του πλαίσια σε άλλους. Πολλοί πιστεύουν ότι τα κίνητρα και οι προθέσεις των άλλων είναι ίδια με τα δικά του. Έτσι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών αιφνιδιάστηκαν από τις ινδικές πυρηνικές δοκιμές το 1998. Για τον αμερικανικό τρόπο σκέψεις αυτές οι δοκιμές δε εξυπηρετούσαν τα απώτερα ινδικά συμφέροντα γιατί η Ινδία δεν μπορούσε να γνωρίζει πως αυτές οι δοκιμές θα εκλαμβάνονταν από άλλους και από τις ΗΠΑ. Αυτή η εκτίμηση δεν λάμβανε υπόψη τον ρόλο των πυρηνικών όπλων στη βίαιη ιστορία των συγκρούσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, ούτε έπαιρνε υπόψη την περιφερειακή επίδραση της έντασης μεταξύ Ινδίας και Κίνας με βάση την οποία η Ινδία αποφάσισε να προχωρήσει στις δοκιμές παρά τις επιπλοκές που αυτό θα δημιουργούσε στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Παρόμοια ο Meir Amit, επικεφαλής της Mossad στον πόλεμο των Έξι Ημερών, εκτίμησε ότι ο Νάσερ δεν θα έκλεινε τα Στενά αποκλείοντας το λιμάνι του Eilat καθώς μία τέτοια κίνηση ήταν αντίθετη σε κάθε πολιτική και στρατιωτική λογική. Οι μακροχρόνιες διαδικασίες –η πολιτική πίεση κάτω από την οποία βρισκόταν ο Νάσερ, η φθίνουσα πορεία του κύρους του ως ηγέτη των Αράβων και η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ και Συρίας- δεν θεωρήθηκαν ως σχετικοί παράγοντες για να αξιολογηθεί σε ποιες ενέργειες θα μπορούσε να προβεί ο Νάσερ για να αποκαταστήσει το κύρος του μεταξύ των Αράβων.

Τα απολυταρχικά καθεστώτα παρουσιάζουν μία εικόνα «στιβαρότητας» που ενισχύει τις προσδοκίες για τη σταθερότητα της χώρας, σχεδόν ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του κοινού, το οποίο εκλαμβάνεται ως παθητικό και χωρίς συνοχή. Γι΄ αυτό το φαινόμενο ο Ρουσώ είχε γράψει: «Τοποθετείτε τις ελπίδες σας στην υπάρχουσα τάξη και δεν λαμβάνετε υπόψη ότι αυτή η τάξη είναι υποκείμενη σε αναπόφευκτες επαναστάσεις». Το διάστημα μεταξύ του εκφυλισμού της λειτουργικότητας των θεσμών μίας χώρας και της αλλαγής στην κοινωνία και στο περιβάλλον δεν μπορεί να είναι άπειρο.

Είναι πιθανό να συνεχίσουμε να μετράμε τη στρατιωτική δύναμη από το μέγεθος των οργανισμών ασφαλείας και να πιστεύουμε ότι όταν μία εξέγερση συμβεί στους δρόμους οι διαδηλωτές θα συνθλιβούν από τα άρματα μάχης κι όποιος καταφέρει να ξεφύγει θα εξοντωθεί. Έτσι λίγο πριν οι διαδηλωτές γεμίσουν την Πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο και τους δρόμους της Dara στη Συρία όλοι ήταν βέβαιοι ότι «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον». Δεν υπήρχε καμία μέτρηση του «ορίου του φόβου» που ενέπνεε η κυβέρνηση, καμία μέτρηση της δυστυχίας και της απελπισίας - και όχι μόνο των φτωχότερων. Δεν υπήρχε καμία εκτίμηση της έκτασης της ταπείνωσης που βίωνε η Αίγυπτος μεταξύ του 1967 και του 1973 που την παρακίνησε να πάει σε πόλεμο.

Ο εκφυλισμός των κυβερνητικών συστημάτων που δεν έχουν τα μέσα και την ικανότητα της αυτοσυντήρησης απλώνεται σε βάθος χρόνου και οι ενδείξεις που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου εκλαμβάνονται γενικώς ως συμπτωματικές, αδύναμες και άξιες μόνο περιορισμένων αντιδράσεων ή και καθόλου. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το βιβλίο «Ταξί» του Khaled al Khamissi (2007), μία συλλογή διηγημάτων για οδηγούς ταξί στο Κάιρο. Το βιβλίο περιγράφει το κυβερνητικό χάος και την απόγνωση του κόσμου. Μήνες πριν τις μαζικές διαδηλώσεις στο Κάιρο ο Αιγύπτιος σχολιαστής και συγγραφέας Mustafa Husseini εξέδωσε το βιβλίο του «Η Αίγυπτος στο Χείλος του Αγνώστου» περιγράφοντας τις ανίατες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ασθένειες της Αιγύπτου και συμπέρανε ότι η Αίγυπτος βάδιζε στον χαμό της.

Παρόμοια, το βιβλίο του Αιγύπτιου συγγραφέα al-Aswany «The Yacoubian Building» αναφέρεται στην αποτυχία των Νασερικών φιλοδοξιών. Καταγράφει μία μακρά διαδικασία οικονομικής και κοινωνικής τελμάτωσης, που περιγράφεται από έναν από τους ήρωες του βιβλίου ως η χειρότερη κατάσταση στην ιστορία άγνοιας και οπισθοδρόμησης της χώρας. Η Αίγυπτος περιγράφεται ως να υποφέρει από συλλογική κατάθλιψη.

Είναι δύσκολο να παραχθεί μία ενοποιημένη εικόνα μίας πολύπλοκης πραγματικότητας βασισμένη σε σκόρπιες αναφορές απέναντι στην εικόνα ισχύος του καθεστώτος. Και όμως, βιβλία όπως αυτά που αναφέρθηκαν τουλάχιστον δείχνουν τις πανίσχυρες δυνάμεις που υπονομεύουν την υπάρχουσα τάξη. Στην κατακερματισμένη περιφερειακή πραγματικότητα, ακόμη και πριν το σημερινό χάος, εργασίες από συγγραφείς, ποιητές, φιλοσόφους, ακόμη και δημιουργούς φυλλαδίων λειτουργούσαν ως σεισμογράφοι που έδειχναν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές δονήσεις. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο τώρα καθώς ο μουσουλμανικός κόσμος βγαίνει στο προσκήνιο μαζικά, ανατρέποντας εξουσιαστές και επηρεάζοντας την κατεύθυνση των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων. Η λογοτεχνία και η φιλοσοφία είναι ένα αδιαχώριστο τμήμα της κατανόησης από μας της πραγματικότητας. Οι στρατιωτικοί οργανισμοί δεν είναι τα πάντα.

Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις προτιμάμε μία απλή ανάλυση του παρόντος και μία απλή πρόβλεψη του μέλλοντος. Αυτό εμφανίζεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι «πιστεύω ότι θα συμβεί αλλά δεν είναι πιθανό» (ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, η επίθεση της Κίνας στην Ινδία το 1962). Ο δεύτερος είναι «πιστεύω ότι θα συμβεί και προετοιμάζομαι γι΄ αυτό» (η παραμονή του πολέμου των Έξι Ημερών, η μάχη του Κουρσκ στον Β΄ Π.Π.).

Σε σχέση με τον πρώτο τρόπο η Επιτροπή Shamgar που ερεύνησε τη σφαγή στη Σπηλιά των Πατριαρχών, απάντησε στον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει λόγος προετοιμασίας για γεγονότα που έχουν χαμηλή πιθανότητα να συμβούν «από το πουθενά» δηλώνοντας ότι: «ακόμη και σε περιπτώσεις που όλοι συμφωνούν ότι ένα μελλοντικό συμβάν είναι χαμηλής πιθανότητας, η επένδυση σε πόρους για την προετοιμασία αντιμετώπισης του είναι δικαιολογημένη… Ο σωστός τρόπος για να μετρηθεί η σημασία και η ωφέλεια της πρόληψης ή έστω της άμβλυνσης των συνεπειών του συμβάντος είναι ο πολλαπλασιασμός της πιθανότητας επιτυχίας (της πρόληψης) με την εκτίμηση του πόνου και της ζημιάς που αποφεύγεται (με την πρόληψη). Επειδή ο πόνος και η ζημιά από μία στρατιωτική επιχείρηση είναι πιθανόν να είναι υψηλά αυτή η αξία (η εκτίμηση της ζημιάς πολλαπλασιασμένη με την πιθανότητα πρόληψης της) θα είναι υψηλή ακόμη και αν οι πιθανότητες πρόληψης είναι χαμηλές». Τέτοιοι υπολογισμοί όμως δεν λαμβάνουν υπόψη τα όρια της δυνατότητας συλλογής πληροφοριών για την εκτίμηση της πιθανότητας ενός πολέμου, πράγμα που έχει επίσης σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.

Από ιστορικής πλευράς υπάρχει πραγματική πιθανότητα σύγκρουσης μεταξύ της κανονικότητας μιας εδραιωμένης τάξης και των δυνάμεων που διαταράσσουν τα μοτίβα της. Τα αραβικά κράτη από την ανεξαρτησία τους απέτυχαν στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική λειτουργία τους. Οι ιδεολογίες που με πάθος αγκάλιασαν –αραβική ενότητα, εθνικισμός, σοσιαλισμός, εκκοσμίκευση- στην προσπάθεια τους να εγκαταστήσουν μία αποτελεσματική διακυβέρνηση ήταν ασύμβατες με την ιστορική και πολιτισμική εμπειρία τους. Ο πυρήνας του προβλήματος της μουσουλμανικής κοινωνίας είναι η από αιώνων κρίση εκσυγχρονισμού της, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η τεράστια πρόκληση της εκκοσμίκευσης, η αποτυχία της οποίας διαιωνίζει την οπισθοδρομικότητα με κάθε τρόπο.

Η ανατροπή του Σάχη από το θρησκευτικό κατεστημένο και η συστηματική αποσάρθρωση της κοσμικής κληρονομιάς του κεμαλικού κράτους από τον Ερντογάν είναι εξέχοντα σημεία αναφοράς στην αποτυχία του μουσουλμανικού πολιτισμού να εγκαθιδρύσει μία κοινωνία βασισμένη στη νεωτερικότητα – ελευθερία σκέψης και ανεξαρτησία από την παράδοση και τον θρησκευτικό νόμο. Το δόγμα του ριζοσπαστικού Ισλάμ, που εμφανίστηκε ως αυθεντική απάντηση στη στασιμότητα των μουσουλμανικών πολιτισμών, είναι ουσιαστικά ουτοπικό, ανιστορικό, ριζωμένο στο παρελθόν και εγκλωβισμένο στον ρομαντισμό της αναβίωσης του «μουσουλμανικού έθνους». Αποφεύγει το παρόν και το μέλλον και εντείνει μόνο το αραβικό χάος.

Τα εμπόδια στο ξεδιάλυμα της πραγματικότητας βρίσκονται στις δυσκολίες της σύνθεσης των ποσοτικών πληροφοριών με την ποικίλη κοινωνική πληροφόρηση. Επίσης πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μακροχρόνιες διαδικασίες, οι αντιπαλότητες στο εσωτερικό των οργανισμών πληροφοριών και η επικρατούσα άποψη (η Σοβιετική Ένωση ως «Αυτοκρατορία του Κακού», η ισραηλινή στρατιωτική υπεροχή, η αραβική στρατιωτική αδυναμία). Αυτές οι γνώμες διαμορφώνουν τις θέσεις αυτών που λαμβάνουν αποφάσεις (των οποίων κάποιες φορές η σύνδεση τους με την πολύπλοκη πραγματικότητα είναι πολύ χαλαρή) καθώς και τις αγωνίες τους και την πολιτική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Όπως είπε ο Γκαίτε «Δεν εξαπατόμαστε – εξαπατούμε τους εαυτούς μας».  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου