Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Μάιος 1940: Η Πτώση της Γαλλίας (I)

Μάιος 1940: Η Πτώση της Γαλλίας (I)
Ελαφρά γερμανικά άρματα διασχίζουν τις Αρδέννες. ΠΗΓΗ

Η Μάχη της Γαλλίας υπήρξε από τα σημαντικότερα γεγονότα της στρατιωτικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Η κατάρρευση μίας μεγάλης δύναμης ως αποτέλεσμα μίας στρατιωτικής επιχείρησης που διεξήχθη σε συντομότατο χρόνο αιχμαλώτισε τη φαντασία των ειδικών και του κοινού. Η παρούσα εργασία εστιάζει την προσοχή της στα σχέδια των αντιπάλων και στην κρίσιμη εκείνη ενέργεια που έφερε το εντυπωσιακό αυτό αποτέλεσμα και θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη.


Η γαλλική στρατηγική και οι στρατιωτικές επιλογές

Οι γαλλικές επιδιώξεις μετά τον Α΄ Π.Π.

Φέρντιναντ Φος
Φέρντιναντ Φος (1851-1929), 
ο νικητής του Α΄ Π.Π. ΠΗΓΗ
Ο Α’ Π.Π. επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο με τον οποίο η Γαλλία αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο. Ο «Μεγάλος Πόλεμος» διήρκησε τέσσερα χρόνια, στοίχισε τη ζωή  σε 1,4 εκατομμύρια Γάλλους στρατιώτες ενώ άλλοι 800.000 ακρωτηριάστηκαν και επέφερε εκτεταμένες καταστροφές στο βορειοανατολικό (ΒΑ) τμήμα της χώρας. Εξ αυτών των γεγονότων οι γαλλικές ηγεσίες οδηγήθηκαν στα παρακάτω συμπεράσματα:

  • Η νίκη στον Α΄ Π.Π. απαίτησε την κινητοποίηση του εθνικού δυναμικού της Γαλλίας τόσο του έμψυχου όσο και του άψυχου. Η κινητοποίηση αυτή έλαβε τα χαρακτηριστικά «ολοκληρωτικού πολέμου». Η πρόβλεψη που έγινε ήταν ότι και ένας μελλοντικός πόλεμος θα είχε τέτοια υφή. Μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και του ορυκτού πλούτου της Γαλλίας βρίσκονταν κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία. Έτσι η προστασία τους απαιτούσε προωθημένη άμυνα στα σύνορα.
  • Οι καταστροφές στη ΒΑ Γαλλία οδήγησαν στην απαίτηση το γαλλικό έδαφος σε ένα μελλοντικό πόλεμο να μην αποτελέσει πεδίο των μαχών.
Η Γαλλία, λοιπόν, ήθελε να κρατήσει τη βιαιότητα των μαχών έξω από το έδαφος της, να προστατεύσει τη βιομηχανία της και να έχει επαρκή χρόνο για να κινητοποιήσει το σύνολο του δυναμικού της. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι γαλλικές ηγεσίες αναζήτησαν τη στρατηγική εκείνη που θα εξυπηρετούσε αυτές τις επιδιώξεις.

Διεθνείς εξελίξεις και γαλλική στρατηγική

Γάλλοι στρατιώτες επιτηρούν τον Ρήνο
Γάλλοι στρατιώτες επιτηρούν τον Ρήνο το 1929. ΠΗΓΗ

Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η Γαλλία απέκτησε σειρά αμυντικών πλεονεκτημάτων που ενίσχυαν τις επιδιώξεις της. Το κυριότερο ήταν ότι η κατοχή της Ρηνανίας εξασφάλιζε ότι ένας μελλοντικός πόλεμος δεν θα διεξάγονταν σε γαλλικό έδαφος και μία ξαφνική γερμανική επίθεση θα ήταν αδύνατη. Όμως οι πρόνοιες της Συνθήκης είχαν χρονικά όρια [1] και οι Γάλλοι αναζήτησαν συμμάχους για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς στο μέλλον. Η Γαλλία θεωρούσε τη Βρετανία ζωτική για την ασφάλεια της αλλά μετά τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου» οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να δεσμευτούν σε μία ηπειρωτική, αντιγερμανική, συμμαχία. Αντιθέτως η Βρετανία υποστήριζε ότι για τη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών σχέσεων ήταν απαραίτητη η πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση της ηττημένης Γερμανίας ώστε να αποτραπεί μία πολιτική συνεννόηση του Βερολίνου με τη Σοβιετική Ρωσία. Έτσι, η Βρετανία, όχι μόνο δεν καταδίωκε τη Γερμανία για την εφαρμογή της Συνθήκης αλλά εργάζονταν για την αναθεώρηση της.

Αναζητώντας αντίβαρα οι Γάλλοι στράφηκαν στους ανατολικούς γείτονες των Γερμανών και υπέγραψαν συνθήκες με την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Οι ανατολικοί όμως σύμμαχοι της Γαλλίας είχαν τόσες πολλές διαμάχες μεταξύ τους που μία συντονισμένη στρατιωτική ενέργεια από μέρους τους έμοιαζε απίθανη. Τελικά, τα ανατολικά κράτη όχι μόνο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντίβαρο στη Γερμανία αλλά το καθένα επεδίωξε τη δική του πολιτική απέναντι της.

Κεντρικό ρόλο στη γαλλική στρατηγική κατείχε το Βέλγιο, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα για να εισβάλλουν στη Γαλλία. Το ίδιο το Βέλγιο είχε διαπιστώσει ότι η ουδετερότητα του στον Α΄ Π.Π. δεν το είχε ωφελήσει γι΄ αυτό και αναζητούσε στρατιωτικές εξασφαλίσεις από τους γείτονες του. Έτσι προσέγγισε τόσο τη Βρετανία όσο και τη Γαλλία, όμως η Βρετανία αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε εγγύηση εάν το ίδιο δεν ήταν ουδέτερο. Η Γαλλία, από την άλλη πλευρά, επεδίωκε ενεργά μία αμυντική συμφωνία με το Βέλγιο. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1920 οι δύο χώρες υπέγραψαν το Γαλλο-βελγκό Στρατιωτικό Σύμφωνο. Το Βέλγιο αναλάμβανε την υποχρέωση να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του σε περίπτωση γερμανικής κινητοποίησης, συμμετείχε στην κατοχή της Ρηνανίας και το βελγικό έδαφος θα μπορούσε να αποτελέσει βάση επιχειρήσεων του γαλλικού στρατού. Έτσι οι δυνάμεις του Βελγίου ενσωματώθηκαν στον γαλλικό σχεδιασμό και τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Φος.

Όμως το διεθνές κλίμα άλλαζε και η συνεχιζόμενη κατοχή της Ρηνανίας απομόνωσε διπλωματικά τη Γαλλία. Αποζητώντας δάνεια από Αγγλο-αμερικανούς πιστωτές και διαβεβαιώσεις για τη συνέχιση της καταβολής των γερμανικών αποζημιώσεων οι γαλλικές κυβερνήσεις αποκήρυξαν τη μονομερή επιτήρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και αποδέχτηκαν την εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα στο ζήτημα των επανορθώσεων. Η επίλυση του ζητήματος των επανορθώσεων όμως αμφισβητούσε τη νομική βάση της κατοχής της Ρηνανίας. Εάν το ζήτημα των επανορθώσεων επιλύονταν δεν υπήρχε ανάγκη για στρατεύματα κατοχής στο Ρουρ. Με τις διευθετήσεις που έγιναν η Γερμανία φαίνονταν ότι εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της. Έτσι η Γαλλία συμφώνησε να αποσύρει τις δυνάμεις της τον Ιούλιο του 1930.

Το Σύμφωνο του 1920 ενθάρρυνε τη γαλλική εμπιστοσύνη στη βελγική συνεργασία. Οι Γάλλοι πίστευαν ότι το Σύμφωνο που είχαν ήταν ισότιμο με συμμαχία. Μετά την απόσυρση από τη Ρηνανία όμως και τις διεθνείς εντάσεις της δεκαετίας του ΄30 το Βέλγιο ξανασκέφτηκε τις σχέσεις του με τη Γαλλία τόσο για εξωτερικούς όσο και για εσωτερικούς λόγους.

Το Στρατιωτικό Σύμφωνο του 1920, για το Βέλγιο, ήταν μία μυστική τεχνική συμφωνία μεταξύ των γενικών επιτελείων των δύο χωρών. Από τις επιστολές που είχαν ανταλλάξει οι αρχηγοί των δύο κυβερνήσεων φαινόταν ότι το Σύμφωνο θα αποκτούσε υπόσταση μόνο εάν οι συνθήκες ήταν τέτοιες που και οι δύο χώρες θα το έκριναν σκόπιμο. Η απροσδιοριστία αυτή επέτρεπε στους Βέλγους να θεωρούν ότι είχαν αποκτήσει εγγυήσεις για την ασφάλεια τους χωρίς να δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις μιας συμμαχίας και στους Γάλλους να πιστεύουν ότι είχαν αποκτήσει ένα σύμμαχο έναντι των Γερμανών.

Όμως ήταν αδύνατο για τη βελγική κυβέρνηση να δει το Σύμφωνο ως συμμαχία. Οι εντάσεις μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλόνων δεν επέτρεπαν καμία επίσημη στενή σχέση με τη Γαλλία. Οι σχέσεις με τη Γαλλία αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από τον φλαμανδικό πληθυσμό και το θεμελιώδες δίλημμα της βελγικής κυβέρνησης ήταν πώς να ισορροπήσει μεταξύ της επιθυμίας των Φλαμανδών για απομόνωση και της ανάγκης να σχεδιαστεί η άμυνα του Βελγίου σε συνεργασία με τους Γάλλους.  Η ίδια η υπογραφή του Συμφώνου στηρίζονταν στη μυστικότητα του και στη μικρή επίδραση των προβλέψεων του.

Οι συμμαχίες της Γαλλίας στην ανατολική Ευρώπη δημιουργούσαν επιπλέον ανησυχίες στους Βέλγους γιατί μπορεί η Γαλλία να τους έσερνε σε ένα πόλεμο με τη Γερμανία προς χάρη των ανατολικών της συμμάχων. Το Βέλγιο είχε από το Σύμφωνο την υποχρέωση να κινητοποιηθεί εάν κινητοποιούνταν η Γερμανία αλλά εάν η γερμανική επιθετικότητα κατευθύνονταν στην Πολωνία ή στη Τσεχοσλοβακία αυτό τι υποχρεώσεις δημιουργούσε στο Βέλγιο;

Στις αρχές του 1935 ο Χίτλερ επανέφερε την υποχρεωτική θητεία και ανήγγειλε την ύπαρξη της Luftwaffe. Η Γαλλία και η Βρετανία εκτός από παραστάσεις διαμαρτυρίας στην Κοινωνία των Εθνών δεν έκαναν τίποτα. Η Βρετανία μάλιστα όχι μόνο δεν έδειχνε διάθεση να αντιπαρατεθεί με τον Χίτλερ αλλά είχε ολοκληρώσει και μία διμερή ναυτική συμφωνία μαζί του που αντιτίθονταν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ούτε η Γαλλία όμως έδειχνε μεγαλύτερο ζήλο. Η είσοδος γερμανικών στρατευμάτων στις 7 Μαρτίου 1936 στη Ρηνανία έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην απόφαση του Βελγίου να επιστρέψει στην ουδετερότητα. Οι ενέργειες του Χίτλερ παραβίαζαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυτό θα έπρεπε να επιφέρει την άμεση αντίδραση των άλλων συμβαλλομένων. Η αντίδραση αυτή όμως ήταν ανύπαρκτη. Το Βέλγιο δεν μπορούσε πλέον να αγνοεί την ισχύ του ανατολικού του γείτονα.

Μαζί με τις διεθνείς εξελίξεις αποσταθεροποιούνταν και η εσωτερική πολιτική ζωή του Βελγίου. Στις εκλογές του Μαΐου του 1936 τα ακραία κόμματα συγκέντρωσαν το 25% των ψήφων. Η νέα βελγική κυβέρνηση ξεκίνησε σειρά διπλωματικών κινήσεων για να αποδεσμεύσει τη χώρα από κάθε υποχρέωση συλλογικής ασφαλείας. Η νέα βελγική πολιτική είχε την υποστήριξη της Βρετανίας που δεν επιθυμούσε να εμπλακεί περισσότερο στα ευρωπαϊκά πράγματα. Η Γαλλία από την άλλη πλευρά κατηγόρησε το Βέλγιο ότι έτσι έδινε ελεύθερη είσοδο στη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση το Βέλγιο παρέμενε κεντρικό για τη γαλλική στρατηγική και η Γαλλία δεν ήταν διατεθειμένη να το αποδεσμεύσει από τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το Σύμφωνο του 1920.

Ο ¨Λεοπόλδος Γ΄ του Βελγίου το 1934
Ο Λεοπόλδος Γ΄ του Βελγίου το 1934. ΠΗΓΗ
Με τους Φλαμανδούς εξτρεμιστές να πιέζουν η κυβέρνηση van Zeeland αντιλήφθηκε ότι μόνο μονομερώς μπορούσε να προχωρήσει. Ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Γ΄ σε ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο στις 14 Οκτωβρίου 1936 ουσιαστικά διακήρυξε την ουδετερότητα του Βελγίου λέγοντας:

«Η γεωγραφική μας θέση μας επιβάλλει να διατηρούμε μεγάλο στρατό για να αποθαρρύνουμε οποιονδήποτε από τους γείτονες μας θέλει να χρησιμοποιήσει το έδαφος μας για να επιτεθεί σε ένα άλλο κράτος… Μία συμμαχία, ακόμη και μόνο με αμυντικό σκοπό, δεν εξυπηρετεί τον προηγούμενο στόχο γιατί όσο γρήγορα κι αν έρθει η βοήθεια θα φτάσει μετά την επίθεση του εισβολέα η οποία θα είναι συντριπτική».

Οι ίδιοι οι Βέλγοι δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ουδετερότητα» αλλά «ανεξάρτητη πολιτική». Σε κάθε περίπτωση η συνεργασία μεταξύ των γενικών επιτελείων του γαλλικού και του βελγικού στρατού τερματίστηκε. Η Γαλλία δυσκολεύτηκε αλλά στο τέλος αποδέχτηκε τη νέα βελγική στάση. Στις 24 Απριλίου 1937 σε κοινή διακήρυξη η Βρετανία και η Γαλλία αναγνώρισαν την εκπεφρασμένη θέληση του Βελγίου να αντισταθεί με όλα τα μέσα σε όποιο γειτονικό του κράτος επιθυμούσε να καταλάβει το έδαφος του και να το χρησιμοποιήσει ως βάση επιχειρήσεων εναντίον άλλων χωρών και το αποδέσμευσαν από προηγούμενες υποχρεώσεις ενώ οι ίδιες διατήρησαν τις υποχρεώσεις τους έναντι του Βελγίου για την παροχή βοήθειας σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λοκάρνο. Στις 13 Οκτωβρίου την ίδιας χρονιά η γερμανική κυβέρνηση προέβει σε παρόμοια διακήρυξη όπου αναγνώριζε το απαραβίαστο του Βελγίου.

Η γαλλική στρατιωτική στρατηγική

Οι εμπειρίες του Α΄ Π.Π. δεν αλλοίωσαν την πεποίθηση των Γάλλων αξιωματικών ότι η επίθεση ήταν η μορφή του αγώνα που έφερνε τη νίκη. Όμως, στον Μεσοπόλεμο η επιθετική ενέργεια δεν μπορούσε να είναι η αρχική επιλογή της γαλλικής στρατιωτικής ηγεσίας με βάση το μικρό μέγεθος του ενεργού γαλλικού στρατού εξαιτίας των μειώσεων της στρατιωτικής θητείας [2]. Το 1939 τριάντα από τις 94 μεραρχίες του γαλλικού στρατού ήταν ενεργές και οι υπόλοιπες επιστρατευόμενες. Επιπλέον, η επιθετική προοπτική του γαλλικού στρατού είχε εξασθενήσει σημαντικά και λόγω της πολιτικής [3], κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη Γαλλία.

Ήδη από την εποχή του Ναπολέοντα η Γαλλία χρησιμοποιούσε ελαφρές δυνάμεις ιππικού για να καλύπτει τα σύνορα της (force de couverture), να διαπιστώνει την κατεύθυνση της εχθρικής κύριας προσπάθειας και να ανταλλάσσει έδαφος για να κερδίσει χρόνο έως ότου συγκεντρώνονταν ο όγκος του γαλλικού στρατού. Στον Μεσοπόλεμο η Γαλλία αποφάσισε, για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, ότι δεν μπορούσε να ανταλλάξει έδαφος για να κερδίσει χρόνο και η άμυνα στα σύνορα της θα έπρεπε να ήταν τέτοια ώστε να σταματήσει τον εχθρό.

Το ζήτημα ανέλαβε να μελετήσει η Επιτροπή Άμυνας Συνόρων [4] υπό τον Στρατάρχη Πεταίν. Από τον εσωτερικό διάλογο προέκυψαν δύο αντιλήψεις. Η μία, που είχε την υποστήριξη του Πεταίν, πρότεινε τη δημιουργία ενός «συνεχούς μετώπου» με την κατασκευή έργων εκστρατείας παρόμοιων με τα χαρακώματα του Α΄ Π.Π. Η άλλη προέκρινε την κατασκευή ενός αριθμού ισχυρών οχυρών από οπλισμένο σκυρόδεμα. Μία μελέτη κατέληξε ότι το «συνεχές μέτωπο» για να επανδρωθεί χρειάζονταν μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτών από τα μεγάλα οχυρά. Μετά από αυτό ο Πεταίν μετέβαλε τη θέση του και δέχθηκε τις βαριές οχυρώσεις, πρότεινε όμως να οργανωθούν διαδοχικές γραμμές άμυνας που θα στηρίζονταν στα μεγάλα υπόγεια οχυρά.

Το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δέχθηκε τα μεγάλα οχυρά αλλά όχι και τις διαδοχικές γραμμές άμυνας αφού το γαλλικό έδαφος θεωρούνταν απαραβίαστο. Το 1925 η Επιτροπή Άμυνας Συνόρων διαπίστωσε τρεις περιοχές στα γαλλο-γερμανικά σύνορα κατάλληλες για να οχυρωθούν: το Metz, τη Lauter και τη Belfort. Μετά από δύο χρόνια σχεδιασμού και προσαρμογών ο Υπουργός Πολέμου Andre Maginot εξασφάλισε το αρχικό ποσό των 2,9 εκατομμυρίων φράγκων για την κατασκευή της γραμμής των οχυρώσεων που θα γίνονταν γνωστή ως Γραμμή Μαζινό.

Η Γραμμή Μαζινό συνδύαζε τις οχυρωμένες περιοχές με στοιχεία του «συνεχούς μετώπου». Αποτελούνταν από 22 μεγάλα υπόγεια οχυρά και 36 μικρότερα που επανδρώνονταν από 65 έως 1.000 άνδρες το καθένα. Ανάμεσα τους υπήρχαν διάσπαρτες 311 θέσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα κατάλληλες για μία διμοιρία με τα βαριά της όπλα και 92 παρατηρητήρια και καταφύγια. 

Το ίχνος της Γραμμής Μαζινό
Το ίχνος της Γραμμής Μαζινό. ΠΗΓΗ

Η τοπογραφία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση να αφεθεί το ΒΑ τμήμα των συνόρων με ελαφρότερη αμυντική οργάνωση. Αμέσως βόρεια από τη Γραμμή Μαζινό βρίσκονταν το άγριο έδαφος του Δάσους των Αρδεννών. Η περιοχή αυτή λόγω της δυσκολίας της δεν θεωρούνταν σημαντικός άξονας εισβολής. Στη συνέχεια, στο ΒΑ τμήμα της χώρας, δεν υπήρχαν σημαντικά υδάτινα κωλύματα στα οποία μπορούσε να στηριχθεί η άμυνα, το έδαφος ήταν πολύ επίπεδο για μόνιμες οχυρώσεις, στην κατασκευή των οποίων θα υπήρχε πρόβλημα με τα υπόγεια ύδατα και η έκταση των συνόρων ήταν πολύ μεγάλη για να οχυρωθεί. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, το Βέλγιο διασχίζονταν από πολλές ποτάμιες γραμμές και ο γαλλικός στρατός θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε κάποια από αυτές και έτσι να δημιουργήσει το «συνεχές μέτωπο» σε προέκταση της Γραμμής Μαζινό. Έτσι αμυνόμενος στη Γραμμή Μαζινό στα ανατολικά και μέσα στο Βέλγιο στα ΒΑ ο γαλλικός στρατός εκπλήρωνε την απαίτηση να προφυλάξει το γαλλικό έδαφος από τις καταστροφές των μαχών και διαφύλασσε τη βιομηχανία και τους χώρους εξόρυξης του ορυκτού πλούτο. Η είσοδος στο Βέλγιο είχε το επιπλέον πλεονέκτημα ότι αν δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για επιθετική ενέργεια αυτή θα ήταν ευκολότερη διαμέσου του Βελγίου παρά από τα γαλλο-γερμανικά σύνορα όπου υπήρχε το Δυτικό Τείχος.

Ο Στρατηγός Μωρίς Γκαμελέν
Μωρίς Γκαμελέν (1872 – 1958). ΠΗΓΗ
Με την κατασκευή της Γραμμής Μαζινό η γαλλική διοίκηση κατέστρωσε σχέδια για την ενέργεια της στο Βέλγιο ώστε να συμπληρωθεί το «συνεχές μέτωπο». Το Σχέδιο C (1930), το Σχέδιο D (1933), το Σχέδιο D bis (1935) και το Σχέδιο Ε όλα προέβλεπαν την ταχεία γαλλική είσοδο στο Βέλγιο. Η έκταση της γαλλικής προώθησης άλλαζε σε κάθε σχέδιο ανάλογα με τις διεθνείς συνθήκες. Όπως αναφέρθηκε όμως μετά την εκκένωση της Ρηνανίας οι Βέλγοι άρχισαν να αλλάζουν τη στάση τους και απαίτησαν οι γαλλικές δυνάμεις να περιμένουν πρόσκληση για να εισέλθουν στη χώρα. Το Σχέδιο D προέβλεπε την αμυντική εγκατάσταση των γαλλικών στρατευμάτων στη γραμμή: Givet - Namur - ποταμός Dyle - Αμβέρσα. Το Σχέδιο D παρείχε το βραχύτερο μέτωπο και υιοθετήθηκε από τον αρχηγό του γαλλικού στρατού Στρατηγό Μωρίς Γκαμελέν τον Νοέμβριο του 1939. Τον Μάρτιο του 1940 ο Γκαμελέν αποφάσισε να επεκτείνει τον σκοπό του σχεδίου του και να συμπεριλάβει και την Ολλανδία, έτσι η 7η Στρατιά που τηρούνταν σε εφεδρεία στη Reims πέρασε στο βορειότερο άκρο της Συμμαχικής διάταξης με αποστολή να συνδεθεί με τον ολλανδικό στρατό στη Breda. Η Breda όμως είναι πολύ μακριά από τη Γαλλία, στην πραγματικότητα είναι πιο κοντά στη Γερμανία. Έτσι, ο Γκαμελέν με μία κίνηση έχασε τη μοναδική στρατηγική εφεδρεία που είχε και έστειλε μία στρατιά να παγιδευτεί στην Ολλανδία.

Η γαλλική στρατιωτική στρατηγική ήταν αμυντική αλλά η εφαρμογή της θα γίνονταν διαφορετικά στα ανατολικά και διαφορετικά στα ΒΑ. Στα ανατολικά η Γραμμή Μαζινό παρουσίαζε ένα αδιαπέραστο εμπόδιο στους Γερμανούς και εξυπηρετούσε τη διεξαγωγή μιας στατικής αμυντικής μάχης. Στα ΒΑ όμως ο γαλλικός στρατός θα έπρεπε να κινηθεί για να εισέλθει στο Βέλγιο και να εγκατασταθεί αμυντικά. Επειδή οι Βέλγοι δεν θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο πριν από την εκδήλωση μίας γερμανικής εισβολής ήταν πολύ πιθανό οι Γάλλοι να συναντήσουν τους Γερμανούς χωρίς να έχουν προετοιμάσει τις αμυντικές τους θέσεις. Έτσι, θα προέκυπτε μία γιγαντιαία μάχη εκ συναντήσεως η χαοτική φύση της οποίας ήταν εντελώς αντίθετη με τη φιλοσοφία του γαλλικού στρατού. Η γαλλική στρατιωτική ηγεσία αναγνώρισε αυτή την πιθανότητα αλλά προτίμησε να την απορρίψει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον γαλλικό κανονισμό για τις επιχειρήσεις «Instructions» η μάχη εκ συναντήσεως δεν αναφέρονταν καθόλου.

Σχεδιάζοντας τον ελιγμό στο Βέλγιο η γαλλική διοίκηση έπαιξε στα ζάρια ότι θα προλάβαινε να εγκατασταθεί αμυντικά πριν συναντήσει τους Γερμανούς. Γιατί όμως η γαλλική στρατιωτική ηγεσία επέμενε στον ελιγμό στο Βέλγιο παρά την αλλαγή στην πολιτική στάση του τελευταίου και το σημαντικό επιχειρησιακό ρίσκο που αυτό συνεπάγονταν; Ο γαλλικός στρατός έδραζε τη σχεδίαση του στις εμπειρίες του προηγούμενου πολέμου οι οποίες είχαν αποκτήσει ένα είδος ορθοδοξίας. Για τον γαλλικό στρατό η αλλαγή των διεθνών συνθηκών ήταν πρόβλημα των διπλωματών όχι δικό του.

Η βελγική στρατιωτική στρατηγική

Το βελγικό Γενικό Επιτελείο μελέτησε και την άμυνα επί των συνόρων και την άμυνα σε βάθος. Ο Στρατηγός Maglinse (αρχηγός του βελγικού επιτελείου από το 1919 - 1926) προέκρινε την άμυνα επί των συνόρων με γαλλική βοήθεια και σε συνέχεια του γαλλικού «συνεχούς μετώπου». Το Βέλγιο όμως οικονομικά δεν είχε τη δυνατότητα να κατασκευάσει οχυρά ανάλογα της Γραμμής Μαζινό και οι Φλαμανδοί πίστευαν ότι αυτή η επιλογή εξυπηρετούσε τους Βαλλόνους που κατοικούσαν στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Η άμυνα σε βάθος υποστηρίζονταν από τον Στρατηγό Galet που υπήρξε υπασπιστής του Βασιλιά Αλβέρτου και έγινε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1929. Ο Galet πίστευε στην άμυνα επί των διαδοχικών ποτάμιων γραμμών υποστηριζόμενη από οχυρά όπως αυτά της Αμβέρσας και της Λιέγης. Η επιλογή αυτή όμως είχε την αντίδραση των Βαλλόνων. Η εσωτερική ένταση επιδρούσε στην αμυντική προετοιμασία.

Σύμφωνα με το σχέδιο που κατάρτισε το βελγικό Γενικό Επιτελείο ο βελγικός στρατός θα αναπτύσσονταν κατά μήκος του Καναλιού του Αλβέρτου, από την Αμβέρσα έως τη Λιέγη, και κατά μήκος του ποταμού Μεύση από τη Λιέγη έως τη Namur. Στα γερμανο-βελγικά σύνορα προωθημένες μονάδες θα ήταν έτοιμες να διεξάγουν καταστροφές για να επιβραδύνουν τον γερμανικό στρατό και να παράσχουν έγκαιρη προειδοποίηση. Στο Δάσος των Αρδεννών ήταν ανεπτυγμένοι οι «Κυνηγοί των Αρδεννών». Πίσω από τις βελγικές δυνάμεις ο ποταμός Dyle αποτελούσε την κύρια αμυντική τοποθεσία όπου και θα εγκαθίσταντο οι Συμμαχικές στρατιές.

Στον χάρτη φαίνονται:
η βελγική προκάλυψη (outposts),
η τοποθεσία επιβραδύνσεως (Delaying Position) Αμβέρσα – Λιέγη – Namur,
η κύρια αμυντική τοποθεσία (Main Defensive Position) Αμβέρσα – NamurGivet,
η διάταξη και οι κατευθύνσεις κίνησης των Συμμαχικών στρατιών
οι άξονες των γερμανικών επιθέσεων.
ΠΗΓΗ: Belgium: The Official Account of What Happened 1939 - 1940

Η βελγική διάταξη παρουσίαζε τα εξής μειονεκτήματα:
  • Ήταν πολύ μακριά από τα γαλλικά σύνορα.
  • Ήταν πολύ εκτεταμένη (200 χλμ.).
  • Είχε ημικυκλικό σχήμα.
Εξαιτίας αυτών των μειονεκτημάτων η γραμμή: Αμβέρσα – Λιέγη – Namur είχε αξία μόνο ως τοποθεσία επιβραδύνσεως και προϋπόθετε την έγκαιρη κατάληψη της κύριας αμυντικής τοποθεσίας από τις Συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες αναμένονταν να καταφθάσουν την τρίτη ημέρα της εισβολής. Ο βελγικός στρατός στη συνέχεια θα συμπτύσσονταν και θα εισέρχονταν στην κύρια αμυντική τοποθεσία.

Ο γαλλικός στρατός τον Μάιο του 1940

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939 η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία ενώ από την 1η Σεπτεμβρίου είχε κηρύξει γενική επιστράτευση. Στις 7 Σεπτεμβρίου τιμώντας, υποτίθεται, τις δεσμεύσεις της στην Πολώνια η γαλλική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση επιτέθηκε με εννέα μεραρχίες σε ένα μέτωπο 16 μιλίων στην περιοχή του Saarbrücken. Συναντώντας ελάχιστη αντίσταση τα γαλλικά στρατεύματα προχώρησαν σε ένα βάθος 5 μιλίων χωρίς καν να φτάσουν στη Γραμμή Ζήγκφριντ. Υπήρξαν κάποιες συμπλοκές αλλά οι περισσότερες γαλλικές απώλειες οφείλονταν σε γερμανικές νάρκες. Στις 12 Σεπτεμβρίου, καθώς η κατάσταση στην Πολωνία είχε γίνει απελπιστική, η επίθεση σταμάτησε και στις 4 Οκτωβρίου, μετά την εξάλειψη και της τελευταίας πολωνικής αντίστασης, η Γάλλια θεώρησε ότι είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και επανέφερε τα στρατεύματα της εντός του εδάφους της.

Με τη διαγράμμιση φαίνεται η περιοχή που είχαν καταλάβει οι Γάλλοι και με την κόκκινη συνεχή γραμμή το ίχνος της Γραμμής Ζήγκφριντ. ΠΗΓΗ

Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (British Expeditionary Force BEF) άρχισε να καταφθάνει στη Γαλλία στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1939 και ολοκλήρωσε την άφιξη του τον Μάρτιο του 1940, αποτελούμενο από δέκα μεραρχίες.

Ο Στρατηγός Μωρίς Γκαμελέν ήταν ανώτατός διοικητής των χερσαίων δυνάμεων στη Γαλλία. Ο Στρατηγός Alphonse Joseph Georges διοικούσε τα στρατεύματα στο ΒΑ μέτωπο. Ενδιαφέρον για την παρούσα εργασία έχει η 1η Ομάδα Στρατιών που ήταν ανεπτυγμένη από το βόρειο άκρο της Γραμμής Μαζινό μέχρι τη Μάγχη και τη διοικούσε ο Στρατηγός Gaston Billote. Η 1η Ομάδα Στρατιών είχε υπό τη διοίκηση της από βορρά προς νότο:
  • Την 7η Στρατιά του Στρατηγού Henri Giraud.
  • Το BEF του Στρατηγού Λόρδου Gort.
  • Την 1η Στρατιά του Στρατηγού Georges Blanchard.
  • Την 9η Στρατιά του Στρατηγού André Corap.
  • Τη 2η Στρατιά του Στρατηγού Charles Huntzinger.
Η 7η Στρατιά θα έπρεπε να εισέλθει στην Ολλανδία και να συνδεθεί με τον ολλανδικό στρατό στη Breda. Το BEF θα καταλάμβανε τη γραμμή του ποταμού Dyle μεταξύ Louvain και Wavre. Η 1η Στρατιά θα αναπτύσσονταν στον διάδρομο του Gembloux και μέχρι τη Namur. Νότια από τη Namur και μέχρι βόρεια από το Σεντάν θα αναπτύσσονταν η 9η Στρατιά. Τέλος, από το Σεντάν και μέχρι την έναρξη της Γραμμής Μαζινό στο Longwy ήταν ήδη εγκατεστημένη η 2η Στρατιά. Οι Συμμαχικές στρατιές περιλάμβαναν 94 γαλλικές μεραρχίες, 22 βελγικές, 10 βρετανικές και 10 ολλανδικές.

Ο γαλλικός στρατός πίστευε ότι το πεδίο της μάχης κυριαρχούνταν από τα πυρά του πυροβολικού και η πίστη του αυτή συνοψίζονταν στη φράση του Πεταίν «το πυρ σκοτώνει». Εξαιτίας αυτού η επιθετική ενέργεια (η αποφασιστική μορφή του αγώνα) είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά (μεθοδική μάχη):
  • Συγκεντρωτική διοίκηση από τα ανώτατα κλιμάκια.
  • Μαζικά πυρά πυροβολικού ελεγχόμενα συγκεντρωτικά.
  • Το πεζικό ενεργούσε υπό τη μαζική υποστήριξη πυρών πυροβολικού οπότε προχωρούσε με μικρά άλματα, περίπου 5 χλμ., ώστε το πυροβολικό να μπορεί να αναδιατάσσεται.
Το γαλλικό δόγμα δεν έβλεπε το πυροβολικό ως τακτικό εργαλείο αλλά ως επιχειρησιακό οπότε μόνο μαζικοί βομβαρδισμοί είχαν νόημα. Εξ ου προέκυπτε η ανάγκη να συγχρονίζεται η κίνηση με το πυρ και όχι το αντίθετο. Για τους Γάλλους μία πετυχημένη επίθεση απαιτούσε υπεροχή 3:1 στο πεζικό, 6:1 στο πυροβολικό και 15:1 στη διαθέσιμη ποσότητα βλημάτων πυροβολικού. Το 1940 στο πυροβολικό μάχης οι Γάλλοι είχαν 11.200 σωλήνες έναντι 7.700 των Γερμανών.

Άρμα μάχης SOMUA S35
Άρμα μάχης SOMUA S35. ΠΗΓΗ

Από την πίστη των Γάλλων στην υπεροχή του πυρός προέκυπτε και ο περιορισμός του ρόλου των αρμάτων σε όργανο συνοδείας του πεζικού. Στην πορεία το γαλλικό δόγμα αποδέχθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρχει μία κατηγορία αρμάτων που «ενεργούσαν μαζί» (chars de manoeuvre ensemble). Όμως οι Γάλλοι έβλεπαν τα «άρματα που ενεργούσαν μαζί» ως ένα τακτικό εργαλείο μεγέθους 1-2 ταγμάτων που έλυνε κάποιο τοπικό πρόβλημα μιας μεραρχίας πεζικού και όχι ως ένα επιχειρησιακό εργαλείο που θα έλυνε προβλήματα του θεάτρου επιχειρήσεων.

Η επέκταση της μηχανοκίνησης μετά τον Α΄ Π.Π. επηρέασε τις ιδέες του γαλλικού στρατού για τη δύναμη καλύψεώς που όπως αναφέρθηκε παραδοσιακά αποτελούνταν από μεραρχίες ιππικού. Η μηχανοκίνηση των σχετικών δυνάμεων θα τις επέτρεπε να φτάσουν σε σύντομο χρόνο και σε μεγάλους αριθμούς στα σύνορα και θα απελευθέρωνε το σιδηροδρομικό δίκτυο για άλλες χρήσεις. Από τον προβληματισμό αυτό προέκυψε η «Ελαφρά Μηχανοκίνητη Μεραρχία» (Division Légère MécaniqueDLM) [5]. Η DLM ήταν προικοδοτημένη με θωρακισμένα αναγνωριστικά οχήματα Panhard P-178 που θα προηγούνταν περίπου 50 χλμ. από το κύριο σώμα και θα εγκαθιστούσαν τα πρώτα φυλάκια και μηχανοκίνητο πεζικό και άρματα μάχης που θα ακολουθούσαν και θα καταλάμβαναν τις προωθημένες θέσεις. Οι DLM είχαν εξοπλιστεί με το καλύτερο γαλλικό άρμα μάχης, το SOMUA S35, οι αρετές του οποίου όμως δεν μπορούσαν να τύχουν εκμετάλλευσης μέσα στο πλαίσιο της αντίληψης που υπήρχε γι΄ αυτές τις μεραρχίες.

Somua S35 vs PzKpfw III Ausf.E
Somua S35 vs PzKpfw III Ausf.E
Το Somua S35 μπορούσε να διατρήσει την εμπρόσθια θωράκιση του Pz III από τα 1.000 μ. ενώ το Pz III μπορούσε να κάνει το ίδιο στα 200 μ. ΠΗΓΗ: Macksey, 1988

Μια βαρύτερη έκδοση της DLM δημιουργήθηκε το 1940, η Division Cuirassée DCR [6], με αποστολή τη διάσπαση του εχθρικού μετώπου. Η 1η και η 2η DCR σχηματίσθηκαν τον Ιανουάριο του 1940, η 3η τον Μάρτιο και η 4η τον Μάιο μεσούσης της μάχης. Οι DCR χρησιμοποιούσαν τα ισχυρότερα γαλλικά άρματα (Char Β1 bis) αλλά ως σχηματισμοί δεν είχαν τον χρόνο να δοκιμαστούν σε ασκήσεις και να ωριμάσουν οι ιδέες για τη χρήση τους. Συνολικά η Γαλλία είχε 2.285 άρματα διαθέσιμα στο ΒΑ μέτωπο. 

Η άλλη πλευρά του λόφου

Το γερμανικό σχέδιο

Ο αγώνας που δόθηκε στα ηγετικά κλιμάκια του γερμανικού στρατού για το σχέδιο επιχειρήσεων της επίθεσης στη Δύση είναι μία μάλλον συναρπαστική και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα ιστορία. Όμως, για οικονομία χώρου, δεν θα εκτεθεί εδώ. Αρκεί να πούμε ότι μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1940 οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούσαν στο σχέδιο επιχειρήσεων με κωδική ονομασία Fall Gelb (Υπόθεση Κίτρινη) είχαν ληφθεί.

Ο εμπνευστής του σχεδίου, επιτελάρχης της Ομάδας Στρατιών «Α» Generalleutnant Erich von Manstein, στηρίχθηκε σε δύο παραδοχές. Η πρώτη ήταν ότι αντιμετώπισε την εκστρατεία ως μία ενέργεια δύο σταδίων. Η δεύτερη ήταν η επίδραση του φαινομένου της περιστρεφόμενης πόρτας.

Η διαφορά του παλαιότερου σχεδίου Σλήφεν με το σχέδιο του Manstein ήταν ότι ο δεύτερος θεωρούσε, αντίθετα προς τον πρώτο, ότι η νίκη έναντι της Γαλλίας και των συμμάχων της με μία μόνο επιχείρηση ήταν εκτός πραγματικότητας. Κατά την άποψη του η εκστρατεία θα μπορούσε να διεξαχθεί σε δύο στάδια με σημείο εκκίνησης το Σεντάν. Από εκεί κάθε ένα μισό του συμμαχικού μετώπου θα μπορούσε να κυκλωθεί διαδοχικά και να εκμηδενιστεί.

Η ομοιότητα του σχεδίου Σλήφεν με το σχέδιο του Manstein ήταν ότι και στις δύο περιπτώσεις οι Γερμανοί φτάνουν με επιτυχία στα νώτα του αντιπάλου τους μόνο εάν αυτός, σαν αποτέλεσμα της κίνησης του προς τα εμπρός, εκκινήσει το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας. Το 1914 ο άξονας στροφής βρίσκονταν στη Thionville νότια του Λουξεμβούργου. Όσο πιο ορμητικά οι Γάλλοι εισχωρούσαν στην Αλσατία – Λορένη τόσο πιο δυνατά θα τους χτυπούσε στα νώτα τους η πτέρυγα που κινούνταν από το Βέλγιο. Το 1940 η φορά της περιστροφής αντιστράφηκε. Όσο πιο βόρεια στο Βέλγιο εισέρχονταν οι Σύμμαχοι τόσο πιο εύκολα οι γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες μπορούσαν να περάσουν από τις Αρδέννες και να φτάσουν στη Μάγχη, κλείνοντας την πόρτα στην πλάτη των Συμμάχων.

Το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας
Το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας. ΠΗΓΗ: χάρτης

Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να αιφνιδιάσουν στρατηγικά τους Γάλλους, αφού οι δύο χώρες ήταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση, μπορούσαν όμως να τους αιφνιδιάσουν επιχειρησιακά με το σημείο εφαρμογής της κύριας προσπάθειας και τακτικά με την επιλογή τους να διασπάσουν την τοποθεσία του Σεντάν με τις τεθωρακισμένες μεραρχίες μόνο. Όμως η ενεργοποίηση του φαινομένου της περιστρεφόμενης πόρτας απαιτούσε και τη συνεργασία των Γάλλων. Τη συνεργασία αυτή οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι την είχαν εξασφαλίσει καθώς τους ήταν γνωστό ότι οι Σύμμαχοι θα εισέρχονταν στο Βέλγιο και θα καταλάμβαναν θέσεις κατά μήκος του ποταμού Dyle καθώς επίσης είχαν και μία γενική ιδέα για την οργάνωση των Συμμαχικών στρατευμάτων. Βλέπουμε λοιπόν ότι το πλέον ευπαθές στοιχείο του γαλλικού σχεδίου ήταν αυτό που αφορούσε την κίνηση του γαλλικού στρατού. Αναφέρεται αυτό διότι είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι ο γαλλικός στρατός ηττήθηκε εξαιτίας της ακινησίας του.

Ο γερμανικός στρατός που θα εισέβαλλε στη Δύση οργανώθηκε σε τρεις ομάδες στρατιών.

Η Ομάδα Στρατιών «Β» με όρους επιχειρησιακής σχεδίασης θα επιτελούσε τη λειτουργία της καθήλωσης [7]. Η αποστολή της ήταν να επιτεθεί βόρεια της γραμμής Λιέγη – Charleroi, να εκμηδενίσει την Ολλανδία ως στρατιωτικό παράγοντα, να νικήσει τον βελγικό στρατό το συντομότερο δυνατό, να έλξει τον όγκο των Συμμαχικών δυνάμεων και στη συνέχεια να τον κρατήσει καθηλωμένο. Ο σκοπός της Ομάδας Στρατιών «Β» υποβοηθήθηκε από την προπαγάνδα, τη λειτουργία παραπλανητικών δικτύων ασυρμάτων και τη χρησιμοποίηση των αλεξιπτωτιστών αποκλειστικά στον τομέα της που ήταν αναμενόμενο ότι θα τραβούσαν την προσοχή των Συμμάχων.

Η Ομάδα Στρατιών «Α» θα επιτελούσε τη λειτουργία της προσβολής και της εκμετάλλευσης [8]. Είχε την αποστολή να διασχίσει τον ποταμό Μεύση μεταξύ Σεντάν και Dinant και να κατευθυνθεί στις εκβολές του ποταμού Somme. Έτσι θα αποκόπτονταν ολόκληρη η βόρεια πτέρυγα των Συμμάχων την οποία στη συνέχεια η Ομάδα Στρατιών «Α» σε συνεργασία με την Ομάδα Στρατιών «Β» θα εκμηδένιζε.

Η Ομάδα Στρατιών «C» είχε αποστολή να κρατά καθηλωμένες τις δυνάμεις που βρίσκονταν στη Γραμμή Μαζινό. 

Η διάταξη και οι κατευθύνσεις επιθέσεως των γερμανικών στρατιών. Με το παχύ βέλος δεικνύεται η κατεύθυνση της κίνησης της Τεθωρακισμένης Ομάδας «Kleist». ΠΗΓΗ: Combined Arms in Battle Since 1939

Ένα σημαντικό ζήτημα του πρώτου σταδίου της εκστρατείας ήταν η προστασία του νότιου πλευρού της δύναμης που θα κινούνταν με ταχύτητα προς τις εκβολές του ποταμού Somme. Ο εμπνευστής του σχεδίου, ο Manstein, πίστευε ότι το ζήτημα έπρεπε να λυθεί με επιθετικό τρόπο και γι΄ αυτό είχε προβλέψει η 12η Στρατιά να επιτεθεί στην περιοχή Rethel-Reims όπου αναμένονταν ότι ο εχθρός θα συγκέντρωνε δυνάμεις για να ενεργήσει την αντεπίθεση του. Αντίθετα, η ορθόδοξη προσέγγιση ήταν μεραρχίες πεζικού να έπαιρναν θέση διαδοχικά, σαν χάντρες σε κορδόνι, για να καλύψουν το εκτεθειμένο νότιο πλευρό. Ο Manstein προβληματίζονταν κατά πόσο οι μεραρχίες πεζικού θα ακολουθούσαν αρκετά γρήγορα ώστε να προλάβουν να το κάνουν αυτό, γι΄ αυτό και προέκρινε την επιθετική λύση. Όμως, η ηγεσία του γερμανικού στρατού ήταν υπέρ της ορθόδοξης λύσης. Το τι ακριβώς συνέβη θα αναφερθεί κατά την περιγραφή των επιχειρήσεων.

Ένα άλλο ζήτημα που είναι σκόπιμο να τεθεί εδώ είναι αυτό της στρατηγικής παράλυσης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο Λίντελ-Χαρτ είχε εκφράσει τη θέση ότι οι ταχυκίνητες δυνάμεις θα έπρεπε να στοχεύουν στο να παραλύσουν τον αντίπαλο. Κατά την άποψη του η ναπολεόντεια μέθοδος του να τίθεται ο αντίπαλος στρατός ως στόχος ήταν λάθος [9]. Αντίθετα ο στόχος θα έπρεπε να ήταν κάποιο ηθικό ή διοικητικό κέντρο βάρους που η κατάληψη του θα παρέλυε τον αντίπαλο. Μετά τη λήξη του Β΄ Π.Π. και με τους Γερμανούς στρατηγούς σε αιχμαλωσία ο Λίντελ-Χαρτ βρέθηκε στην πλεονεκτική θέση να αποσπάσει δηλώσεις ότι οι σκέψεις του πράγματι είχαν επηρεάσει τον τρόπο ενεργείας τους.

Οι Γερμανοί αναγνώριζαν τη σημασία της στρατηγικής παράλυσης αλλά την έβλεπαν μόνο ως μέσο προς την επίτευξη του σκοπού που ήταν η εκμηδένιση της εχθρικής στρατιωτικής δύναμης και όχι ως σκοπό την ίδια. Έχουμε ήδη παρουσιάσει ότι στην αυγή του Β΄ Π.Π. ο γερμανικός στρατός παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στην επιδίωξη της κύκλωσης και καταστροφής των εχθρικών δυνάμεων. Στην περίπτωση που εξετάζουμε ουδέποτε τέθηκε το ζήτημα της προωθήσεως προς το Παρίσι, που αποτελούσε το ηθικό και διοικητικό κέντρο βάρους του γαλλικού στρατού, αλλά η σχεδίαση πάντα αφορούσε την καταστροφή του όγκου των Συμμαχικών δυνάμεων. Ο Manstein αναφέρει πολλές φορές στα απομνημονεύματα του ότι η επιδίωξη του σχεδίου του ήταν η επίτευξη «αποφασιστικής νίκης». Και με την «αποφασιστική νίκη» δεν εννοούσε τίποτα άλλο από την εκμηδένιση των εχθρικών δυνάμεων. Αλλά και ο Αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, Franz Halder, έχει γράψει ότι μετά τη διάβαση του Μεύση η αποστολή της Ομάδας Στρατιών «Α», ήδη από τη φάση της σχεδίασης, ήταν η προώθηση της μέχρι τη Μάγχη.

Η Τεθωρακισμένη Ομάδα «Kleist»

Ewald von Kleist
Ewald von Kleist (1881-1954). ΠΗΓΗ
Στην εκστρατεία στην Πολωνία ο γερμανικός στρατός δημιούργησε μηχανοκίνητα σώματα στρατού στα οποία συνυπήρχαν τεθωρακισμένες μεραρχίες και μεραρχίες πεζικού και τα οποία βρίσκονταν υπό τη διοίκηση στρατιών πεζικού. Για την εκστρατεία του Μαΐου του 1940 οργανώθηκε κάτι πραγματικά πρωτοποριακό, μία πλήρως μηχανοκίνητη στρατιά, η οποία μπορούσε να ενεργήσει ανεξάρτητα στο επιχειρησιακό επίπεδο

Ο νέος σχηματισμός που δημιουργήθηκε ονομάσθηκε Τεθωρακισμένη Ομάδα «Kleist» από το όνομα του διοικητή του General der Kavallerie Ewald von Kleist. Για το πρώτο σκέλος της επιχείρησης η Τεθωρακισμένη Ομάδα «Kleist» θα ήταν υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της 12ης Στρατιάς, μία οπωσδήποτε συντηρητική επιλογή από τον διοικητή της Ομάδας Στρατιών «Α» Gerd von Rundstedt..

Η Τεθωρακισμένη Ομάδα «Kleist» αποτελούνταν από τρία μηχανοκίνητα σώματα στρατού όπως παρακάτω:
  • XIV Σώμα Στρατού (Μηχ.) αποτελούμενο από τις: 2η, 13η και 29η Μεραρχίες Πεζικού (Μηχ.), υπό τη διοίκηση του General der Infanterie Gustav von Wietersheim.
  • XIX Σώμα Στρατού (Μηχ.) αποτελούμενο από τις: 1η, 2η και 10η Τεθωρακισμένες Μεραρχίες, υπό τη διοίκηση του General der Panzertruppe Heinz Guderian.
  • XLI Σώμα Στρατού (Μηχ.) αποτελούμενο από τις: 6η & 8η Τεθωρακισμένες Μεραρχίες και τη 2η Μεραρχία Πεζικού (Μηχ.), υπό τη διοίκηση του Generalleutnant Georg-Hans Reinhardt.
Η δύναμη σε άρματα μάχης της Τεθωρακισμένης Ομάδας «Kleist» ήταν όπως παρακάτω: [10]

ΤΘΜ
Pz I
Pz II
Pz 35t
Pz 38t
Pz III
Pz IV
PzBef
1η
52
98
-
-
58
40
8
2η
45
115
-
-
58
32
16
6η
-
60
118
-
-
31
14
8η
-
58
-
116
-
23
15
10η
44
113
-
-
58
32
18
Σύνολο
141
444
118
116
174
158
71

Η αποστολή του Kleist ήταν να διασχίσει το Δάσος των Αρδεννών και να εγκαταστήσει προγεφυρώματα στον Μεύση. Το Σώμα του Guderian στο Σεντάν και το Σώμα του Reinhardt στη Monthermé. Την κύρια προσπάθεια θα αναλάμβανε το Σώμα του Guderian που θα επιτίθονταν στο όριο μεταξύ 2ης και 9ης Γαλλικής Στρατιάς. Μετά τη διάβαση του Μεύση η Τεθωρακισμένη Ομάδα θα κατευθύνονταν Δ – ΒΔ για να αποκόψει τις Συμμαχικές στρατιές. Το Σώμα του Wietersheim είχε αποστολή να ακολουθεί την κύρια προσπάθεια και να ασφαλίζει το νότιο πλευρό της.

Το σχέδιο του Manstein αρχικώς δεν είχε τύχει της ευμενούς αποδοχής της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας και συνεπεία αυτού ο Manstein απομακρύνθηκε από τη θέση του Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών «Α», αντικαταστάθηκε δε από τον von Sodenstern, έναν περισσότερο συντηρητικό αξιωματικό. Η απομάκρυνση του Manstein είχε σαν αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν επί του διοικητή της Ομάδας Στρατιών οι απόψεις των διοικητών των στρατιών πεζικού σε ότι αφορούσε το ζήτημα της αρχικής διάταξης. Και πιο συγκεκριμένα, η αρχική σκέψη ήταν να κινηθεί η Ομάδα «Kleist» διαμέσου των Αρδεννών σε όλο το εύρος της ζώνης ενεργείας που θα είχε κατά την επίθεση της στον Μεύση, με τις στρατιές πεζικού να ακολουθούν πίσω της. Μετά την απομάκρυνση του Manstein o διοικητής της Ομάδας Στρατιών ενέδωσε στις πιέσεις των διοικητών του και αποφάσισε οι Στρατιές του να κινηθούν ταυτόχρονα και παράλληλα μέσα στις Αρδέννες. Το επιχείρημα ήταν ότι οι τεθωρακισμένες μεραρχίες δεν θα κατάφερναν να εγκαταστήσουν προγεφυρώματα και γι΄ αυτό το πεζικό θα έπρεπε να ήταν ήδη μπροστά.

Το αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι η Τεθωρακισμένη Ομάδα «Kleist» έπρεπε να συμπιέσει τα 41.140 οχήματα, τα 1.222 άρματα και τους 134.370 άνδρες της σε τέσσερα δύσβατα δρομολόγια. Το τεράστιο βάρος του σχεδιασμού της κινήσεως υπό αυτές τις συνθήκες έπεσε στους ώμους του Επιτελάρχη της Ομάδας «Kleist» του Oberst (i.G.) Kurt Zeitzler [11] ο οποίος ανταποκρίθηκε με αξιοθαύμαστο τρόπο.

Σημειώσεις

[1] Ο Στρατάρχης Φος αναφερόμενος στη Συνθήκη των Βερσαλλιών είπε: «δεν είναι ειρήνη αλλά ανακωχή για είκοσι χρόνια».

[2] Η θητεία μειώθηκε το 1921 από τρία σε δύο χρόνια, το 1923 σε 18 μήνες και το 1928 σε ένα χρόνο. Το 1935 αυξήθηκε σε δύο χρόνια για να αναπληρωθεί το έλλειμμα των στρατεύσιμων ανδρών που εμφανίστηκε σε εκείνες τις κλάσεις. Ο αριθμός των επαγγελματιών του γαλλικού στρατού μειώθηκε το 1928 από 150.000 σε 106.000.

[3] Η μέση ζωή των γαλλικών κυβερνήσεων στο διάστημα 1932 – 1940 ήταν μόλις τέσσερις μήνες.

[4] Commission de Défense des Frontières – CDF. Ιδρύθηκε το 1922 υπό τον Στρατάρχη Πεταίν. Αντικαταστάθηκε το 1927 από την Επιτροπή Οργάνωσης οχυρωμένων Περιοχών (Commission dOrganisation des Régions Fortifées CORF).

[5] Η προβλεπόμενη δύναμη σε άρματα μάχης της DLM ήταν:
  • 95 SOMUA S35 (1 X 47 χλστ. πυροβόλο, 1 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλο)
  • 95 Hotchkiss H35 (1 X 37 χλστ. πυροβόλο, 1 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλο)
  • 69 Renault AMR35 (1 X 7,5 χλστ. ή 1 Χ 13,2 χλστ. πολυβόλο)
[6] Η προβλεπόμενη δύναμη σε άρματα μάχης της DCR ήταν:
  • 68 Char B (1 X 75 χλστ., 1 X 47 χλστ. πυροβόλα, 2 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλα)
  • 90 Hotchkiss H39 (1 X 37 χλστ. πυροβόλο, 1 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλο)
[7] ΕΕ 101-1A, σ. 9.

[8] ό.π.

[9] Ο Λίντελ-Χαρτ αποκαλούσε τον Κλαούζεβιτς: «Μάγδη των μαζών και των αμοιβαίων σφαγών».

[10] Jentz, σσ. 120-121. 

[11] Το επιτελείο της Τεθωρακισμένης Ομάδας «Kleist» ήταν το επιτελείο του ΧΧΙΙ ΣΣ (Μ/Κ) το οποίο ο Kleist είχε διοικήσει στην πολωνική εκστρατεία. Με την ανάληψη της νέας του διοίκησης ο Kleist έλαβε και το παλαιό του επιτελείο.

Σχετικές αναρτήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου