Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Παρατηρήσεις από τη Μάχη της Μοσούλης

Παρατηρήσεις από τη Μάχη της Μοσούλης


Η μάχη της Μοσούλης διήρκεσε περίπου εννιά μήνες, υπήρξε καταστροφικότατη και αποτέλεσε κρίσιμο σταθμό στην ήττα του Ισλαμικού Κράτους. Ενάμιση μήνα μετά το πέρας της ο αμερικανικός στρατός (TRADOC) εξέδωσε μία μελέτη για τα διδάγματα της. Ο ταγματάρχης του αμερικανικού στρατού Amos Fox προέρχεται από τα τεθωρακισμένα και έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη σύγχρονων μαχών σε κατοικημένους τόπους, όπως αυτές που διεξήχθησαν στην ανατολική Ουκρανία. Στη προκειμένη περίπτωση αφορμή για το άρθρο του είναι η διαφορά απόψεων που έχει με τη μελέτη της TRADOC (Διοίκηση Δόγματος & Εκπαίδευσης) για τη μάχη της Μοσούλης σε ό,τι αφορά τα βαθύτερα συμπεράσματα αυτής. Επειδή πιστεύω ότι τα συμπεράσματα από τη μάχη της Μοσούλης είναι σημαντικά, χωρίς να είναι απαραίτητο να υπεισέλθει κανείς στη λεπτομέρεια των διαφορών του Fox με τη μελέτη, παραθέτω το άρθρο του χωρίς τις παραγράφους εκείνες που αναφέρονται σε αυτές. –Του Amos C. Fox στο Modern War Institute


Σύντομη εξιστόρηση της μάχης

Η μάχη της Μοσούλης ήταν το κύριο γεγονός της εκστρατείας των συνδυασμένων ιρακινών, αμερικανικών και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ). Το φθινόπωρο του 2016, μετά από μια αργόσυρτη, αλλά επιτυχή, εκστρατεία στην επαρχία Άνμπαρ, που περιλάμβανε και την καταστροφική μάχη στη Ραμάντι, η Συμμαχία έστρεψε την προσοχή της στο κάστρο του ΙΚ στο Ιράκ, στη Μοσούλη.

Η μάχη της Μοσούλης άρχισε στις 16 Οκτωβρίου 2016 και έληξε, επίσημα, στις 10 Ιουλίου 2017. Όμως, σιγόβραζε για αρκετές βδομάδες ακόμη, καθώς οι δυνάμεις της Συμμαχίας εκκαθάριζαν θύλακες μέσα στην πόλη. Η μάχη έληξε οριστικά τον Αύγουστο του 2017.

Οι εκτιμήσεις ποικίλουν, όμως, μπορεί να ειπωθεί ότι το ΙΚ στη Μοσούλη παρέταξε μεταξύ πέντε και δώδεκα χιλιάδες μαχητές, ενώ η κυβέρνηση του Ιράκ μαζί με την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Ιρακινού Κουρδιστάν συγκέντρωσαν, περίπου, 94.000 ένστολους στρατιώτες και άλλους 14.000 φίλια προσκείμενους πολιτοφύλακες.

Για το ΙΚ, το να συναντηθεί σε ανοιχτό πεδίο, στη δυτική έρημο του Ιράκ, με τις δυνάμεις της Συμμαχίας ήταν εκτός συζήτησης, και αν το έκανε η ήττα θα ήταν βέβαιη. Από την άλλη πλευρά, η Μοσούλη, η ντε φάκτο πρωτεύουσα του ΙΚ στο Ιράκ, θα ήταν ένα ιδανικό πεδίο μάχης, καθώς θα παρείχε όλα τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει ο αμυνόμενος μέσα στον αστικό ιστό μίας πόλης. Θα πολλαπλασίαζε το κόστος για τις δυνάμεις της Συμμαχίας, ίσως μέχρι του σημείου όπου το ΙΚ θα κέρδιζε τη μάχη. Έτσι, οι τζιχαντιστές συγκέντρωσαν τα στρατεύματα τους στη Μοσούλη και προετοίμασαν τις άμυνες τους.

Με την εκ των υστέρων γνώση είναι εύκολο να ειπωθεί ότι η ήττα του ΙΚ ήταν εξασφαλισμένη. Όμως, τα drone, τα ρομπότ και τα πυρομαχικά ακριβείας, δεν κέρδισαν από μόνα τους τη μάχη. Η ωμή δύναμη, η θέληση και η υπέρτερη δυνατότητα προμήθειας πολεμικού υλικού το έκαναν. Στην πορεία της μάχης το ΙΚ ώθησε τις ιρακινές δυνάμεις στο σημείο κορύφωσης τους και σχεδόν εξάντλησε τα αμερικανικά αποθέματα πυρομαχικών ακριβείας. Η διάρκεια και η καταστροφικότητα της μάχης υποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της δεν ήταν τόσο βέβαιο όσο μπορεί να υποτεθεί εκ των υστερών.

Ωμή δύναμη και θέληση: Η επιστροφή της αποφασιστικής μάχης

Ο αμερικανικός στρατός, στο δόγμα του, προσδιορίζει την αποφασιστική ενέργεια ως «τη συνεχή, ταυτόχρονη εκτέλεση επιθετικών, αμυντικών και επιχειρήσεων σταθεροποίησης ή αμυντικής υποστήριξης των έργων των πολιτικών αρχών». Ο ορισμός αυτός είναι πολύ ευρύς και δεν συνδέεται ξεκάθαρα με κάποια συγκεκριμένη πλευρά του πολέμου. Πιο σημαντικά, καταχράται την έννοια της ίδιας της λέξης «αποφασιστικός/ή/ό». Η ερμηνεία που δίνει το λεξικό είναι ξεκάθαρη: «αυτός που έχει τη δύναμη να αποφασίσει». Ο ορισμός του στρατού δεν συνδέει την αποφασιστική ενέργεια με την ισχύ της απόφασης.

Θεωρητικοί και ιστορικοί έχουν προσφέρει καλύτερους ορισμούς της στρατιωτικής αποφασιστικότητας. Στο αριστούργημά του, «Το Φάντασμα του Ναπολέοντα», ο Λίντελ Χαρτ, επιδιώκοντας να δώσει υπόσταση στην έννοια της αποφασιστικότητας, γράφει ότι ένα γεγονός γίνεται αποφασιστικό μόνο όταν οι συνθήκες που δημιουργεί δίνουν σε κάποιον τη δυνατότητα να κερδίσει ένα αποφασιστικό αποτέλεσμα εκεί. Ο ιστορικός Cathal Nolan κοιτάζοντας περισσότερο στο μακρο-επίπεδο υποστηρίζει ότι το αποφασιστικό αποτέλεσμα στον πόλεμο επιτυγχάνεται όταν μία μάχη, επιχείρηση ή εκστρατεία επιτυγχάνει έναν χρήσιμο στρατηγικό ή πολιτικό στόχο, που με τη σειρά του οδηγεί στη μακρόχρονη διατήρηση των συμφερόντων κάποιου.

Στα «Θεμέλια της Επιστήμης του Πολέμου», ο Βρετανός θεωρητικός και αξιωματικός του στρατού Τζον Φούλερ φέρνει τη συζήτηση για την αποφασιστικότητα στο σωστό επίπεδο. Ο Φούλερ υποστηρίζει ότι το αποφασιστικό αποτέλεσμα στον πόλεμο, είτε στο πολιτικό είτε στο τακτικό επίπεδο, είναι το αποτέλεσμα αθροιστικών ενεργειών που αναγκάζουν τον αντίπαλο να δεχτεί το πολιτικό επίδικο ή να αλλάξει το σχέδιο του, με τελικό αποτέλεσμα αυτός να συναινεί, επειδή βλέπει τη ματαιότητα της περαιτέρω ενεργής, ή και κεκαλυμμένης, αντίστασης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πάνω απ΄ όλα τ΄ άλλα, η χρονική διάρκεια αποκαλύπτει την αποφασιστικότητα μίας μάχης.

Κάνοντας ένα βήμα πίσω από τους τακτικούς περιορισμούς της μάχης της Μοσούλης, μπορεί κάποιος να δει ότι αυτή παρήγαγε μακροχρόνια, αποφασιστικά αποτελέσματα. Όπως σχεδιάστηκε η μάχη ήταν απλά ένας σταθμός μίας ευρύτερης εκστρατείας, που άρχισε, κάπως απρογραμμάτιστα, στην επαρχία Ανμπάρ, το καλοκαίρι του 2014, και πιο μεθοδικά από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, με τη δημιουργία της συνδυασμένης δύναμης που θα διεξήγαγε την επιχείρηση «Inherent Resolve». Σύμφωνα με το σχέδιο της εκστρατείας μετά τη Μοσούλη, οι επόμενες μάχες θα λάμβαναν χώρα στην Ταλ Αφάρ, στη Χαουίγια και στο μέσο της κοιλάδας του Ευφράτη. Όμως, η μάχη της Μοσούλης άλλαξε θεμελιωδώς τη συνέχεια της εκστρατείας με δύο χαρακτηριστικούς τρόπους:

Πρώτον, συνέτριψε τον στρατό του ΙΚ. Μετά τη Μοσούλη το ΙΚ δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να παρατάξει ξανά σημαντικές δυνάμεις κι έτσι πέρασε σε μία στρατηγική ενεργειών χαμηλότερου προφίλ. Η μάχη της Ταλ Αφάρ κατέδειξε αυτήν την αλλαγή. Ενώ οι δυνάμεις της Συμμαχίας περίμεναν ότι θα είχε την ίδια ένταση με αυτήν της Μοσούλης, στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία, επειδή το ΙΚ δεν στάθηκε για να πολεμήσει. Αντιστάθηκε σύντομα και απέφυγε να εμπλακεί στενά. Στην πράξη, ποτέ ξανά το ΙΚ δεν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για μάχη.

Δεύτερον, η μάχη ενέτεινε την απόκλιση συμφερόντων μεταξύ της κυβέρνησης του Ιράκ και της (υπό την αμερικανική ηγεσία) Συμμαχίας. Μόλις η ήττα του ΙΚ έγινε προφανής, η κυβέρνηση του Ιράκ άρχισε να απομακρύνεται από τη Συμμαχία. Η επιχείρηση της ιρακινής κυβέρνησης να καταπνίξει τις τάσεις για κουρδική ανεξαρτησία, τον Οκτώβριο του 2017, παρά την αμερικανική αντίδραση, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως η μάχη επηρέασε τους πολιτικούς σκοπούς των συμμετεχόντων. Επιπλέον, η πίεση του Ιρακινού πρωθυπουργού, Χαϊντέρ αλ-Αμπαντί, για μείωση του αριθμού των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, μετά την ήττα του ΙΚ, είναι άλλο ένα παράδειγμα της επίπτωσης της μάχης, όχι μόνο στην εκστρατεία, αλλά και στον πόλεμο. Η αποφασιστικότητα της μάχης της Μοσούλης άλλαξε τα σχέδια των διαφόρων πλευρών, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά.

Πιο γενικά, είναι σημαντικό να τονισθεί η αποφασιστική σημασία της μάχης της Μοσούλης ως ένα παράδειγμα της αυξανόμενης συχνότητας των αποφασιστικών μαχών στον σύγχρονο πόλεμο. Πέρα από το Ιράκ, στην ανατολική Ουκρανία, η μάχη του Ιλοβαΐσκ, τον Αύγουστο του 2014, αποδείχθηκε αποφασιστική επειδή παρήγαγε το Πρωτόκολλο του Μινσκ, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που οδήγησε στην κατάπαυση του πυρός μεταξύ των εμπολέμων.

Αργότερα, οι μάχες του αεροδρομίου του Ντονέτσκ και η πολιορκία του Ντεμπάλτσεβε ήταν αποφασιστικές επειδή έφεραν τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ και το επακόλουθο τέλμα στην ανατολική Ουκρανία. Αλλού στον κόσμο, η πολιορκία του Μαράουι, μία μάχη θέσεων πέντε μηνών, έφερε αντιμέτωπες τις στρατιωτικές δυνάμεις των Φιλιππίνων (με αμερικανική υποστήριξη) με το ΙΚ. Και αυτή η μάχη ήταν αποφασιστική στην εκστρατεία εναντίον του ΙΚ σε εκείνη τη χώρα.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί η επιστροφή της αποφασιστικής μάχης επειδή αντικρούει κάποιες από τις αντιλήψεις της πληροφοριακής εποχής, που τόσο συχνά διαδίδονται σήμερα, και δείχνει ότι τα «likes» και τα «1 και 0» δεν είναι το κλειδί της νίκης στον επόμενο μεγάλο πόλεμο. Αυτά είναι σημαντικά επειδή βοηθούν να διαμορφωθεί το πεδίο των πληροφοριών. Είναι, όμως, βοηθητικά χαρακτηριστικά στις σύγχρονες μάχες φθοράς και όχι αποφασιστικές δυνατότητες. Αντίθετα, η μάχη της Μοσούλης δείχνει ότι η δυνατότητα συγκέντρωσης και αναπλήρωσης ανθρώπινου κεφαλαίου και πόρων και η θέληση για μάχη σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν του αντιπάλου θα συνεχίσει να αποφασίζει την πορεία των εκστρατειών, των πολέμων και την πολιτική για το προβλεπτό μέλλον.

Αμυντικές μάχες και εκστρατείες: Στατικές μάχες φθοράς

Η μάχη της Μοσούλης ήταν μία στατική μάχη φθοράς, στην οποία και οι δύο πλευρές επιδίωξαν να εξαντλήσουν φυσικά και να αποσαρθρώσουν ηθικά η μία την άλλη. Ο αμερικανικός στρατός διεξήγαγε την εκστρατεία δι΄ αντιπροσώπων, που περιλάμβαναν τον ιρακινό στρατό, κουρδικές δυνάμεις και άλλες παραστρατιωτικές οργανώσεις απ΄ όλη τη χώρα.

Ο στόχος του πολέμου θέσεων είναι να αποκτηθεί κάποιο πλεονέκτημα στο πεδίο της μάχης ή ν΄ αλλάξει η σχέση που υπάρχει στη μαχητική ισχύ και στους πόρους. Ουσιαστικά, ο σκοπός είναι να βρεθεί κάποιος σε κάποια πλεονεκτική θέση ή να δελεάσει τον αντίπαλο του να εγκαταλείψει τη δικιά του πλεονεκτική θέση. Αυτό επιτυγχάνεται διά της εφαρμογής της ισχύος μέσω της τακτικής, των κινήσεων, ή των πυρών, για να εκδιωχθεί ο αντίπαλος από μία θέση, ή κατάσταση, σε μία άλλη, πράγμα που θα τύχει περαιτέρω εκμετάλλευσης.

Το ΙΚ αντιλαμβανόμενο την αδυναμία του στη σχετική μαχητική ισχύ, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη Μοσούλη. Με βάση αυτό, μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι σκοπός του ήταν να φέρει κάποιο βαθμό ισορροπίας στη μάχη, προσπαθώντας να άρει το πλεονεκτήματα της Συμμαχίας, λόγω θέσης (πόλη) και λειτουργίας (άμυνα), και να αυξήσει τους πόρους που θα έπρεπε αυτή να διαθέσει. Κάνοντας αυτό, προσπάθησε να γείρει τη ζυγαριά προς όφελος του τακτικά και επιχειρησιακά. Αν και το ΙΚ ηττήθηκε στη Μοσούλη, η εννεάμηνη μάχη σχεδόν τσάκισε τις ιρακινές δυνάμεις, ισοπέδωσε την πόλη και πλησίασε στο να εξαντλήσει το απόθεμα πυρομαχικών ακριβείας της Συμμαχίας και άλλα εφόδια και εξοπλισμό.

Η Μοσούλη είναι ένα παράδειγμα από την εκστρατεία εναντίον του ΙΚ. Στη συριακή πλευρά της εκστρατείας παρόμοιες στατικές μάχες έλαβαν χώρα. Ειδικά, οι πολιορκίες του Χαλεπίου, της Ράκκας, του Κομπάνι, της Ντέιρ εζ-Ζορ και της Γούτα ενισχύουν αυτήν την υπόθεση. Πέρα από τη Μέση Ανατολή, μάχες θέσεων έλαβαν χώρα στην ανατολική Ουκρανία. Οι μάχες στο αεροδρόμιο του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, και του Ντεμπάλτσεβε είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Η πραγματική σημασία της μάχης της Μοσούλης είναι ότι ήταν μία στατική μάχη φθοράς, όπου ο ένας αντίπαλος επιδίωξε να ωθήσει τον άλλον στο σημείο κορύφωσης του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να καθυστερήσει το αντίστοιχο δικό του. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί όπως φαίνεται από τις σύγχρονες συγκρούσεις η συχνότητα των μαχών θέσεων αυξάνεται. Αυτή η τάση στον πόλεμο είναι πιθανό να συνεχιστεί στο προβλεπτό μέλλον, επειδή οι λόγοι που την ωθούν –ένας αδύναμος αντίπαλος που επιδιώκει να ισορροπήσει τον επιτιθέμενο, ο οποίος ρίχνει στη μάχη όχι δικές του δυνάμεις, αλλά αυτούς που πολεμούν γι΄ αυτόν- δεν θα εκλείψουν σύντομα. Επιπλέον, όσο συνεχίζεται η πολυστρωματική άμυνα πόλεων, έτσι θα συνεχίζεται και το αντιστάθμισμα της που είναι η πολιορκία.

Πιο σημαντικά, η μάχη της Μοσούλης καταδεικνύει ότι το πώς ένας στρατός θέλει να πολεμήσει δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το πώς ένας στρατός θα πρέπει να πολεμήσει. Ενώ οι κανονισμοί περιγράφουν πως ένας στρατός θέλει να πολεμήσει, πολλοί παράγοντες –από την πολιτική και τους εθνικούς περιορισμούς μέχρι το έδαφος και τη θέση του εχθρού- επιβάλλουν πως ένας στρατός θα πρέπει να πολεμήσει. Με τις μάχες θέσεων να είναι συχνότερες ο αμερικανικός στρατός πρέπει να κατανοήσει αυτό το φαινόμενο και να προετοιμαστεί ώστε να επιβιώσει, να πολεμήσει και να νικήσει σε αυτές τις συνθήκες. Έτσι, καθώς κοιτάμε προς το μέλλον, θα πρέπει να περιμένουμε μία άνοδο στην άμυνα πόλεων, που χαρακτηρίζεται από αγώνα φθοράς, στον οποίο η νίκη δεν εξασφαλίζεται μόνο από το να έχουμε τους καλύτερα εκπαιδευμένους στρατιώτες και το υψηλότερης τεχνολογίας υλικό, αλλά και από το να μπορούμε να συγκεντρώσουμε τους πόρους και τη θέληση που χρειάζονται για να υπερισχύσουμε στον συνεπακόλουθο ανταγωνισμό φθοράς.

Η συζήτηση για την αποφασιστική μάχη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν αναφερθούμε και στην εκμετάλλευση της νίκης. Τα αποτελέσματα μιας αποφασιστικής μάχης μπορούν να χαθούν εάν δεν ακολουθήσουν ενέργειες αντίστοιχες προς τη στρατιωτική και πολιτική της σημασία. Στην περίπτωση του Ιράκ, το ΙΚ επανέρχεται, αργά, στα προπύργια του, ως αποτέλεσμα ανεπαρκών και αναποτελεσματικών αστυνομικών δυνάμεων, ανεπαρκούς προσπάθειας ανοικοδόμησης και ανισσόροπης αντιπροσώπευσης των διαφόρων παρατάξεων στην κυβέρνηση.

Ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η εκστρατεία συνέβαλε στις συνθήκες που επέτρεψαν την αναβίωση του ΙΚ. Για παράδειγμα, η αντιτρομοκρατική υπηρεσία του Ιράκ υπέστη 60% απώλειες στη Μοσούλη, και οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας συνολικά υπέστησαν πάνω από δέκα χιλιάδες απώλειες στη μάχη. Η μάχη της Μοσούλης άφησε την ιρακινή κυβέρνηση με ανεπαρκείς δυνάμεις για να αστυνομεύσει τις νέοαπελευθερωθείσες περιοχές, με αποτέλεσμα, έμμεσα, η μάχη αυτή να έχει επίδραση στην αναγέννηση του ΙΚ.

Οι σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες στο Ιράκ –συνολικά αναφερόμενες συνολικά ως PMF (Popular Mobilization Forces)- είχαν αδιαμφισβήτητο ρόλο στην εκστρατεία εναντίον του ΙΚ και στις επακόλουθες προσπάθειες ειρήνευσης. Αν και η σύνδεση της κάθε ομάδας του PMF με το Ιράν ποικίλει, και είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, πολλές από αυτές είναι υποκινούμενα της Τεχεράνης, πράγμα που δημιουργείi προβλήματα στην προσπάθεια ειρήνευσης. Ενώ η συμμετοχή του PMF στην εκστρατεία υποστηρίχθηκε σιωπηρά, η παρεπόμενη εμπλοκή του πυροδοτεί τη θρησκευτική διαμάχη που εξυπηρέτησε εξ αρχής την άνοδο του ΙΚ και την ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Με την εκ των υστέρων γνώση μπορεί να ειπωθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο πολεμήθηκε το ΙΚ συνέβαλε στην επανεμφάνιση του. Γι΄ αυτό, η σύνεση επιβάλλει, οι μελλοντικοί πόλεμοι δι΄ αντιπροσώπων να διεξάγονται με το βλέμμα στην επακόλουθη ειρήνη, επειδή, όπως λέει ο Λίντελ Χαρτ: «Ο σκοπός στον πόλεμο είναι η απόκτηση μίας καλύτερης ειρήνης – ακόμη και όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας από την πλευρά του. Γι΄ αυτό είναι ουσιώδες να διεξάγεται ο πόλεμος με τη σκέψη συνεχώς στην επιθυμητή ειρήνη».

Πόλεμοι δι΄ αντιπροσώπων: Η κυρίαρχη σύγχρονη μορφή πολέμου

Οι πρόσφατες μάχες δι΄ αντιπροσώπων αποκάλυψαν κάποια διακριτά χαρακτηριστικά. Από το καλοκαίρι του 2014, μάχες δι΄ αντιπροσώπων που υποστηρίχθηκαν από μεγάλες ή περιφερειακές δυνάμεις τείνουν να καταλήγουν σε μάχες φθοράς σε πόλεις, όπου η αδύναμη πλευρά αμύνεται εντός του κατοικημένου τόπου και η ισχυρότερη πλευρά τον πολιορκεί. Όμως, ο αμερικανικός στρατός συνεχίζει να υποστηρίζει τον πόλεμο ελιγμών και τις προσβολές ακριβείας, ως τον προτιμώμενο τρόπο αποφασιστικής ενέργειας, ενώ παραλείπει οποιαδήποτε πραγματική συζήτηση για τον πόλεμο δι΄ αντιπροσώπων.

Το πρόβλημα είναι ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι δι΄ αντιπροσώπων, τις περισσότερες φορές, είναι στατικές μάχες φθοράς. Γι΄ αυτό, ο αμερικανικός στρατός πρέπει να επενδύσει χρόνο, σκέψη και πόρους για να αναπτύξει μία σχετική θεωρία πολέμου. Όπως αναφέρθηκε ήδη, πολλές μεταβλητές, και όχι μόνο το δόγμα, επηρεάζουν το πώς πολεμάει ο στρατός. Σε πολλές περιπτώσεις, σήμερα, αυτές οι μεταβλητές έχουν ως αποτέλεσμα ο αμερικανικός στρατός να πολεμά με ελάχιστες χερσαίες δυνάμεις, σε ένα συμβουλευτικό και επιβοηθητικό ρόλο, ως η κύρια πλευρά σε μία σχέση πάτρωνα – αντιπροσώπου.

Επιπλέον, αν και η σχέση αιτίου - αποτελέσματος δεν είναι ξεκάθαρη σε αυτό το σημείο, δεν είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι η αύξηση των πολέμων δι΄ αντιπροσώπων έχει αυξήσει και τις στατικές μάχες φθοράς, επειδή ένας από τους κύριους δρώντες δεν ενδιαφέρεται για την καταστροφή που θα υποστούν οι δυνάμεις των αντιπροσώπων του, όσο θα ενδιαφέρονταν εάν επρόκειτο για δικές του δυνάμεις. Έτσι, όσο παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται για την επιδίωξη των συμφερόντων τους, ενώ δεν θα θέλουν να θυσιάσουν δικές τους ζωές, οι πόλεμοι δι΄ αντιπροσώπων θα συνεχίσουν να είναι η κυρίαρχη μορφή πολέμου.

«Το παράδοξο των προσβολών με πυρομαχικά ακριβείας» (the precision paradox)

Στη μελέτη για τη μάχη της Μοσούλης επαινείται η χρήση πυρομαχικών ακριβείας για τη δυνατότητα τους να προσβάλουν συγκεκριμένο στόχο, κάθε φορά, και να μειώνουν, έτσι, τις παράπλευρες απώλειες. Το πρόβλημα με αυτή τη θεώρηση είναι ότι ενώ εκ πρώτης όψης φαίνεται σωστή, είναι τελείως λανθασμένη, και αυτό καθίσταται φανερό όταν κάποιος κάνει ένα βήμα πίσω, ξεφύγει από τα μεμονωμένα πλήγματα, και δει το συνολικό αποτέλεσμα που είχαν αυτά στην πορεία της μάχης.

Παρατηρήθηκε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, όταν ένας στόχος πλήττονταν, αριθμός μαχητών έφευγε από το κτήριο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αίτηση και εκτέλεση και άλλων προσβολών, σε άλλα κτήρια, με πυρομαχικά ακριβείας, με το αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεται. Αν η αρχική προσβολή δεν σκότωνε όλους τους μαχητές του ΙΚ στην περιοχή του στόχου, τότε κάθε πλήγμα δημιουργούσε παρεπόμενους στόχους, καθώς οι μαχητές αυτοί διέφευγαν προς άλλες θέσεις. Έτσι, από τη θέση ενός στόχου, με ακτινωτό τρόπο, δημιουργούνταν ένας βρόγχος που περιλάμβανε περισσότερες προσβολές και περισσότερο ρίσκο για παράπλευρες απώλειες.

Πέρα από αυτό, η πανταχού παρούσα απειλή των πυρομαχικών ακριβείας οδήγησε τους μαχητές του ΙΚ κάτω από το έδαφος. Έσκαψαν τούνελ από σπίτι σε σπίτι για να αποφεύγουν τον εντοπισμό από εναέρια μέσα. Αυτό, το δευτερογενές αποτέλεσμα των προσβολών με πυρομαχικά ακριβείας, επαύξησε την καταστροφή της πόλης.

Το «παράδοξο των προσβολών με πυρομαχικά ακριβείας» ήταν η κατάσταση όπου η υπόθεση ότι τα πυρομαχικά ακριβείας θα πετύχαιναν αυτό που υπόσχονταν, δηλαδή την καταστροφή του στόχου με ένα χτύπημα (one strike one kill), απέτυχε, και δημιουργήθηκε ένα έρπον κύμα καταστροφής, που πέρασε απ΄ όλη την πόλη. Οι αναφορές ποικίλουν, αλλά γύρω στους δέκα χιλιάδες πολίτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, από τους οποίους 3.200 από τις αεροπορικές προσβολές της Συμμαχίας και τα έμμεσα πυρά της. Πολλοί από τους θανάτους αυτούς ήταν αποτέλεσμα της καταστροφής του κτηρίου μέσα στο οποίο βρίσκονταν τα θύματα ή του διπλανού του. Η πόλη χρειάζεται πάνω από δύο δισεκατομμύρια δολάρια για να ξαναφτιαχτεί. Μόνο η μάχη για τη δυτική Μοσούλη κατέστρεψε, κατ΄ εκτίμηση, σαράντα χιλιάδες σπίτια και άφησε δέκα εκατομμύρια τόνους μπάζα στους νικητές για ν΄ ασχοληθούν μαζί τους.

Επιπλέον, η θελκτικότητα της προσβολής με πυρομαχικά ακριβείας ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που συνέβαλαν στο να εξελιχθεί η μάχη της Μοσούλης σε μία μάχη θέσεων που κατέστρεψε την πόλη. Η αίσθηση της ασφάλειας που παρείχαν οι προσβολές αυτές είχε ως αποτέλεσμα οι ιρακινές δυνάμεις να μην προχωρούν εάν τα χτυπήματα της Συμμαχίας δεν είχαν διαμορφώσει τον χώρο μπροστά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η μάχη, ειδικά στη δυτική Μοσούλη, να εξελιχθεί σε μεθοδική ισοπέδωση όλης της περιοχής, καθώς οι ιρακινές δυνάμεις προσπαθούσαν να εκμηδενίζουν τις θέσεις των μαχητών του ΙΚ, τη μία μετά την άλλη, πριν επιχειρήσουν να κινηθούν μπροστά.

Είναι διδακτικό να επισημανθεί ότι η υπερβολική στήριξη στις προσβολές ακριβείας απομείωσε σημαντικά τα αμερικανικά στρατηγικά αποθέματα αυτών των πυρομαχικών. Αναφορές από ανοιχτές πηγές στο τέλος της μάχης κατέγραφαν ότι ο αμερικανικός στρατός ξέμενε από πυραύλους Hellfire και άλλα πυρομαχικά ακριβείας. Με δεδομένο τον κεντρικό ρόλο που είχαν αυτά τα πυρομαχικά στη μάχη, τυχόν έλλειψη τους θα αποδεικνύονταν εξαιρετικά προβληματική εάν αυτή διαρκούσε κι άλλο.

Η αποφασιστική μάχη έχει επιστρέψει, ακόμη και στην περίπτωση που ο αντίπαλος είναι κάποιος μη κρατικός δρων. Πρέπει να αναφερθεί ότι η μάχη της Μοσούλης, που κράτησε εννέα μήνες και τέσσερις ημέρες, ήταν μόλις είκοσι τρείς μέρες μικρότερη από τη μεγαλύτερη μάχη του Α΄ Π.Π., τη μάχη του Βερντέν.

Επιπλέον, μία μεγάλη κατοικημένη περιοχή δίνει πιθανότητες σε μία άλλως μειονεκτούσα αμυντική δύναμη. Η διάρκεια και η αγριότητα της μάχης της Μοσούλης το καταδεικνύει αυτό. Το ΙΚ μπόρεσε να σύρει το Ιράκ, και τα 73 μέλη της Συμμαχίας σε έναν εξουθενωτικό εννεάμηνο αγώνα φθοράς, που άφησε τη Μοσούλη κατεστραμμένη και τις ιρακινές δυνάμεις στο χείλος του σημείου κορύφωσης τους, πέραν του οποίου δεν θα μπορούσαν πλέον να διεξάγουν επιχειρήσεις λόγω της εξάντλησης του προσωπικού τους, των πόρων τους και της θέλησης τους για μάχη. Με δεδομένη την ανισορροπία ισχύος μεταξύ των αντιμαχόμενων μόνο μια καλώς εκτελεσθείσα άμυνα μπορούσε να το πετύχει αυτό. Θα πρέπει να υποτεθεί ότι άλλοι πιθανοί αντίπαλοι έχουν ήδη παρατηρήσει τα παραπάνω, οπότε θα ήταν σώφρων να αναμένουμε ότι οι πόλεμοι θα εμπεριέχουν αμυντικές μάχες μέσα και γύρω από πόλεις. Ο Κλαούζεβιτς θυμίζει στον σπουδαστή του πολέμου ότι η άμυνα είναι η ισχυρότερη μορφή πολέμου, και οι λόγοι για τους οποίους κάποιος την επιλέγει, τις περισσότερες φορές, είναι η αδυναμία του και η ανάγκη του να επιβιώσει. Όμως, καθώς η άμυνα εντός πόλεων θα γίνεται συχνότερη το ίδιο θα συμβαίνει και με το αντίδοτο της την πολιορκία.

Επιπλέον, η μάχη της Μοσούλης και η εκστρατεία εναντίον του ΙΚ είναι περιπτώσεις ενός ευρύτερου σκηνικού, το οποίο καταδεικνύει την αυξανόμενη τάση προς τους πολέμους δι΄ αντιπροσώπων. Οι σύγχρονοι πόλεμοι δι΄ αντιπροσώπων είναι προϊόν δύο συγκυριών. Η πρώτη περιλαμβάνει τις περιπτώσεις εκείνες όπου ή ήττα ενός ισχυρά εγκατεστημένου εχθρού απαιτεί μεγάλο ανθρώπινο κόστος. Η δεύτερη είναι οι περιπτώσεις όπου οι μεγάλες δυνάμεις ή οι περιφερειακές δυνάμεις συγκρούονται μεταξύ τους, όμως το κάνουν έμμεσα.

Ο αμερικανικός στρατός πρέπει να αναπτύξει μία θεωρία πολέμου δι΄ αντιπροσώπων, διότι το πώς κάποιος πρέπει να πολεμήσει είναι σημαντικότερο από το πώς θέλει να πολεμήσει. Ο αμερικανικός στρατός θα πρέπει να εξετάσει ποιος είναι ο προσφορότερος τρόπος για να αναγκάσει μη κρατικούς δρώντες να συρθούν σε μία αποφασιστική μάχη. Επίσης, πρέπει να ερευνηθεί πως μπορεί να νικηθεί ένας αντίπαλος που έχει οργανώσει το έδαφος ισχυρά και μπορεί να συγκεντρώσει τους ανθρώπους, τους πόρους και τη θέληση που απαιτούνται για έναν αργό και αιματηρό αγώνα – ενώ ταυτόχρονα, η φίλια δύναμη, δεν θα ξεχνά ότι πρέπει να έχει στο μυαλό της τη δημιουργία των συνθηκών ειρήνης για μετά τον πόλεμο. Αντιλήψεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη πιθανότητα μαχών «αλά Βερντέν» δεν συνάδουν με την τάση που παρατηρείται στον σύγχρονο πόλεμο, όπως και αυτές που παραλείπουν ή υποβαθμίζουν τον ρόλο και τον χαρακτήρα των αντιπροσώπων (proxies) σε αυτόν.

Επιπλέον, ο αμερικανικός στρατός θα πρέπει να ερευνήσει το «παράδοξο των προσβολών ακριβείας» για να κατανοήσει καλύτερα τις λεπτομέρειες του. Ο στρατός θα πρέπει να το λαμβάνει υπόψη του στο σχεδιασμό του και στο δόγμα του. Αυτό θα επιτρέψει στους ηγέτες του να εκτιμούν με μεγαλύτερη ακρίβεια το κόστος μιας εκστρατείας δι΄ αντιπροσώπων που υποστηρίζεται ισχυρά από πλήγματα ακριβείας, σε σχέση με μία που συμμετέχουν περισσότερες χερσαίες δυνάμεις, μειώνοντας έτσι τις παράπλευρες απώλειες στη χώρα στην οποία διεξάγεται ο πόλεμος.  

Σχετικές αναρτήσεις


1 σχόλιο :

  1. Σε συνέχεια του άρθρου στο Modern War Institute ο Amos C. Fox έγραψε μία εκτενή μελέτη στο θέμα εδώ:
    https://www.ausa.org/sites/default/files/publications/LWP-130-The-Mosul-Study-Group-and-the-Lessons-of-the-Battle-of-Mosul.pdf

    ΑπάντησηΔιαγραφή