Η διάσημη φράση του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών Τζέημς
Μπέηκερ, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί «ούτε μία ίντσα προς τα ανατολικά», που
ειπώθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1990, ήταν μία μόνο από τις πάρα πολλές
διαβεβαιώσεις που δόθηκαν στον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στη διάρκεια των συνομιλιών
για τη γερμανική ενοποίηση, σύμφωνα με πλειάδα αποχαρακτηρισμένων εγγράφων. –στο National Security Archive.
Τα έγγραφα αυτά δείχνουν ότι στις αρχές του 1990 και όλο
το 1991 πολλοί ηγέτες είχαν απορρίψει την ένταξη των κρατών της κεντρικής και
ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, ότι οι συζητήσεις για το ΝΑΤΟ στο πλαίσιο της
γερμανικής ενοποίησης δεν περιορίζονταν μόνο στο καθεστώς της Ανατολικής
Γερμανίας και ότι οι επακόλουθες σοβιετικές και ρωσικές διαμαρτυρίες ότι
παραπλανήθηκαν για την επέκταση του ΝΑΤΟ θεμελιώνονταν σε γραπτά πρακτικά
συνομιλιών και τηλεφωνικών επικοινωνιών, της εποχής, που έλαβαν χώρα στο
υψηλότερο επίπεδο.
Τα έγγραφα αυτά ενισχύουν την κριτική του πρώην διευθυντή
της CIA ότι «επιδιώκονταν η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, όταν ο Γκορμπατσώφ
και άλλοι είχαν οδηγηθεί να πιστεύουν ότι αυτό δεν θα συνέβαινε». Η φράση
κλειδί εδώ είναι: «είχαν οδηγηθεί να πιστεύουν».
Ο Χανς-Ντήτριχ Γκένσερ δίνει στον Μπους ένα κομμάτι από το Τείχος του Βερολίνου, στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, στις 21 Νοεμβρίου 1989. |
Ο πρόεδρος Μπους ο πρεσβύτερος είχε διαβεβαιώσει τον
Γκορμπατσώφ, στη διάρκεια της συνόδου στη Μάλτα, τον Δεκέμβριο του 1989, ότι οι
ΗΠΑ δεν θα εκμεταλλεύονταν τις επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη για να
βλάψουν τα σοβιετικά συμφέροντα. Όμως, ούτε ο Μπους ούτε ο Γκορμπατσώφ τότε
περίμεναν ότι η Ανατολική Γερμανία θα κατέρρεε τόσο γρήγορα, ούτε την ταχύτητα
της γερμανικής ενοποίησης.
Ο χορός των διαβεβαιώσεων των Δυτικών ηγετών για τη μη
επέκταση του ΝΑΤΟ άρχισε στις 31
Ιανουαρίου 1990, όταν ο υπουργός εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας,
Χανς-Ντήτριχ Γκένσερ, σε δημόσια ομιλία του στο Tutzing της Βαυαρίας, για τη γερμανική ενοποίηση, Η αμερικανική πρεσβεία στη Βόνη
ενημέρωσε την Ουάσινγκτον (Έγγραφο 1 του πρωτότυπου άρθρου) ότι ο Γκένσερ
ξεκαθάρισε πως «οι αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και η γερμανική ενοποίηση δεν
πρέπει να οδηγήσουν σε βλάβη των σοβιετικών συμφερόντων ασφαλείας. Γι΄ αυτό το
ΝΑΤΟ θα έπρεπε να αποκλείσει την επέκταση προς τα ανατολικά, να πλησιάσει
δηλαδή τα σοβιετικά σύνορα». Το τηλεγράφημα από τη Βόνη ανέφερε, επίσης, την
πρόταση του Γκένσερ να αφεθεί το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας εκτός
στρατιωτικής δομής του ΝΑΤΟ, στην ενοποιημένη Γερμανία.
Αυτή η τελευταία ιδέα του ιδιαίτερου καθεστώτος για το
έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας υπήρχε στην τελική συνθήκη για τη γερμανική
ενοποίηση που υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, από τους «Δύο Συν Τέσσερις»
υπουργούς εξωτερικών (Έγγραφο 25 του πρωτότυπου άρθρου).
Η «φόρμουλα Tutzing» έγινε αμέσως το
κέντρο, γύρω από το οποίο διεξήχθησαν σημαντικές διπλωματικές συζητήσεις, για
τις επόμενες δέκα μέρες, που οδήγησαν στην κρίσιμη συνάντηση Κολ – Γκορμπατσώφ,
στις 10 Φεβρουαρίου 1990 στη Μόσχα, όπου ο Δυτικογερμανός ηγέτης πήρε την κατ΄
αρχήν σοβιετική συγκατάθεση στη γερμανική ενοποίηση εντός ΝΑΤΟ, αρκεί το ΝΑΤΟ
να μην επεκτείνονταν ανατολικά. Οι Σοβιετικοί θα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο
(και οικονομική βοήθεια από τη Δυτική Γερμανία) για να πείσουν το εσωτερικό
τους, πριν υπογράψουν επίσημα τη συμφωνία τον Σεπτέμβριο του 1990.
Στις συζητήσεις που γίνονταν, πριν τη συνάντηση της 10ης
Φεβρουαρίου, για το πώς θα πειστούν οι Σοβιετικοί να αποδεχτούν την ενοποίηση έγιναν
σαφείς αναφορές για το ζήτημα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και το
ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Στις 6
Φεβρουαρίου 1990, στη συνάντηση του Γκένσερ με τον Βρετανό υπουργό
εξωτερικών Ντάγκλας Χερντ, τα βρετανικά πρακτικά δείχνουν ότι ο Γκένσερ είπε:
«Οι Ρώσοι πρέπει να έχουν κάποια διαβεβαίωση ότι αν, για παράδειγμα, η πολωνική
κυβέρνηση αποφασίσει κάποια μέρα να φύγει από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δεν θα
μπορεί μετά να μπει στο ΝΑΤΟ». (Έγγραφο 2 του πρωτότυπου άρθρου)
Έχοντας συναντήσει τον Γκένσερ, καθ΄ οδόν προς τη
Σοβιετική Ένωση, ο Μπέηκερ επανέλαβε ακριβώς τη φόρμουλα Γκένσερ στη συνάντηση
του με τον Σοβιετικό υπουργό εξωτερικών Έντουαρντ Σεβαρντνάντζε, στις 9 Φεβρουαρίου 1990, (Έγγραφο 4 του
πρωτότυπου άρθρου) μπροστά στον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ.
Όχι μία, αλλά τρεις φορές ο Μπέηκερ επανέλαβε ότι το ΝΑΤΟ
δεν θα μετακινηθεί «ούτε ίντσα ανατολικότερα» στη συνάντηση της 9ης
Φεβρουαρίου και συμφώνησε με τη δήλωση του Γκορμπατσώφ ότι «η επέκταση του ΝΑΤΟ
δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή». Ο Μπέηκερ διαβεβαίωσε τον Γκορμπατσώφ ότι «ούτε
ο πρόεδρος ούτε ο ίδιος προτίθονταν να αποκτήσουν οποιοδήποτε μονομερές
πλεονέκτημα από τη διαδικασία που ήταν σε εξέλιξη» και ότι οι Αμερικανοί
κατανοούσαν πως «όχι μόνο για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και για άλλες Ευρωπαϊκές
χώρες, ήταν σημαντικό να δοθούν εγγυήσεις ότι αν οι ΗΠΑ διατηρούσαν την
παρουσία τους στη Γερμανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η στρατιωτική δικαιοδοσία του
ΝΑΤΟ δεν θα επεκτείνονταν ούτε ίντσα προς τα ανατολικά». (Έγγραφο 6 του
πρωτότυπου άρθρου)
Μετά, ο Μπέηκερ έγραψε στον Χέλμουτ Κολ, ο οποίος θα
συναντούσε τον Γκορμπατσώφ την επομένη (10 Φεβρουαρίου): «Και τότε έθεσα στον
Γκορμπατσώφ το ακόλουθο ερώτημα. Προτιμάτε να δείτε μία ενωμένη Γερμανία έξω
από το ΝΑΤΟ, ανεξάρτητη και χωρίς αμερικανικές δυνάμεις ή προτιμάτε μία ενωμένη
Γερμανία προσκολλημένη στο ΝΑΤΟ, με διαβεβαιώσεις ότι η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ
δεν θα επεκτείνονταν ούτε ίντσα ανατολικότερα από τη σημερινή του θέση;
Απάντησε ότι η σοβιετική ηγεσία εξέταζε όλες αυτές τις επιλογές […] Και
πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν απαράδεκτη». Ο Μπέηκερ
πρόσθεσε σε παρένθεση για να το λάβει υπόψη του ο Κολ «Ως συνέπεια, το ΝΑΤΟ
στην παρούσα θέση του μπορεί να είναι αποδεκτό». (Έγγραφο 8 του πρωτότυπου
άρθρου)
Ο Έντουαρντ Σεβαρντνάντζε χαιρετά τον Χανς-Ντήτριχ Γκένσερ και τον Χέλμουτ Κολ, κατά την άφιξη τους στη Μόσχα, στις 10 Φεβρουαρίου 1990. |
Έχοντας ενημερωθεί από τον Αμερικανό υπουργό εξωτερικών ο
Δυτικογερμανός καγκελάριος είχε κατανοήσει ένα κρίσιμο ζήτημα για τους
Σοβιετικούς και στη συνάντηση της 10ης
Φεβρουαρίου διαβεβαίωσε τον Γκορμπατσώφ: «Πιστεύουμε ότι το ΝΑΤΟ δεν θα
πρέπει να επεκτείνει τη σφαίρα της δραστηριότητας του». (Έγγραφο 9 του
πρωτότυπου άρθρου) Μετά από εκείνη τη συνάντηση ο Κολ με δυσκολία μπορούσε να
κρύψει τη χαρά του για την κατ΄ αρχήν συμφωνία του Γκορμπατσώφ στη γερμανική
ενοποίηση και, ως μέρος της φόρμουλας του Ελσίνκι τα κράτη επιλέγουν τις
συμμαχίες που θέλουν, έτσι και η Γερμανία μπορούσε να επιλέξει το ΝΑΤΟ. Ο Κολ,
στα απομνημονεύματα του, γράφει ότι περπατούσε όλη νύχτα στη Μόσχα, αλλά καταλάβαινε
ότι έπρεπε να υπάρχει κάποιο τίμημα που θα πλήρωνε.
Ο πρόεδρος Μπους χαιρετά τον Τσέχο πρόεδρο Βάτσλαβ Χάβελ, στην Ουάσινγκτον, στις 20 Φεβρουαρίου 1990. |
Όλοι οι Δυτικοί υπουργοί εξωτερικών ήταν στην ίδια γραμμή
με τους Γκένσερ, Κολ και Μπέηκερ. Μετά πήγε ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών,
Ντάγκλας Χερντ, στις 11 Απριλίου 1990.
Σε εκείνο το χρονικό σημείο στην Ανατολική Γερμανία είχαν ψηφίσει συντριπτικά
υπέρ του μάρκου και της ταχείας ένωσης, στις εκλογές της 18ης
Μαρτίου, όπου ο Κολ είχε εκπλήξει τους πάντες με μία καθαρή νίκη. Η ανάλυση του
Κολ, που είχε παρουσιαστεί στον Μπους στις 3 Δεκεμβρίου 1989, ότι η κατάρρευση
της Ανατολικής Γερμανίας θα άνοιγε όλες τις πιθανότητες, ότι έπρεπε να τρέξει
για να βρεθεί μπροστά από τα γεγονότα, ότι χρειάζονταν αμερικανική υποστήριξη,
ότι η ενοποίηση θα γίνονταν γρηγορότερα απ΄ όσο περίμενε κανείς, όλα
αποδείχτηκαν σωστά. Η νομισματική ένωση θα προηγούνταν, από τον Ιούλιο, ενώ
διαβεβαιώσεις ασφαλείας θα συνέχιζαν να δίνονται. Ο Χερντ ενίσχυσε το μήνυμα
των Μπέηκερ – Γκένσερ – Κολ στη συνάντηση του με τον Γκορμπατσώφ στη Μόσχα,
στις 11 Απριλίου 1990, λέγοντας ότι η Βρετανία «αναγνώριζε τη σημασία του να μη
γίνει τίποτα που θα έβλαπτε τα σοβιετικά συμφέροντα και τη σοβιετική
αξιοπρέπεια». (Έγγραφο 15 του πρωτότυπου άρθρου)
Η συνομιλία Μπέηκερ – Σεβαρντνάντζε, στις 4 Μαΐου 1990, όπως την περιέγραψε ο Μπέηκερ
στην αναφορά του στον πρόεδρο Μπους, δείχνει χαρακτηριστικά τι έλεγαν οι
Δυτικοί ηγέτες στον Γκορμπατσώφ εκείνη τη στιγμή: «Χρησιμοποίησα την ομιλία σας
και την αναγνώριση από εμάς της ανάγκης να προσαρμοστεί το ΝΑΤΟ, πολιτικά και
στρατιωτικά, και να αναπτυχθεί ο ΟΑΣΕ, για να καθησυχάσω τον Σεβαρντνάντζε ότι
η διαδικασία δεν θα είχε νικητές και ηττημένους. Αντίθετα, θα παρήγαγε μία νέα
βιώσιμη ευρωπαϊκή δομή – μία που θα ένωνε και δεν θα απέκλειε». (Έγγραφο 17 του
πρωτότυπου άρθρου)
Πρώτος επίσημος γύρος διαπραγματεύσεων των «Δύο συν Τέσσερις», με τους έξι υπουργούς εξωτερικών στη Βόννη, στις 5 Μαΐου 1990. |
Ο Μπέηκερ είπε τα ίδια και στον Γκορμπατσώφ, στις 18 Μαΐου 1990, στη Μόσχα, αναφέροντας
του «εννέα σημεία», τα οποία περιλάμβαναν τη μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ, την
ενδυνάμωση των ευρωπαϊκών δομών, την αποπυρηνικοποίηση της Γερμανίας και τον
συνυπολογισμό των σοβιετικών συμφερόντων ασφαλείας. Ο Μπέηκερ είπε: «Πριν
αναφερθώ στο γερμανικό ζήτημα, θα ήθελα να τονίσω ότι η πολιτική μας δεν
στοχεύει στον διαχωρισμό της Ανατολικής Ευρώπης από τη Σοβιετική Ένωση. Είχαμε
αυτή την πολιτική πριν. Σήμερα ενδιαφερόμαστε για την οικοδόμηση μίας σταθερής
Ευρώπης, που θα το κάνουμε μαζί σας.». (Έγγραφο 18 του πρωτότυπου άρθρου)
Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν δεν ήταν σε
τηλεπαθητική επαφή με τους Αμερικανούς, μάλλον το αντίθετο, όπως φαίνεται από
το λεγόμενο του στον Γκορμπατσώφ, στη Μόσχα, στις 25 Μαΐου 1990, ότι «προσωπικά ήταν υπέρ της σταδιακής διάλυσης των
στρατιωτικών συμμαχιών». Όμως, ο Μιτεράν συνέχισε τον χορό των διαβεβαιώσεων
λέγοντας ότι η Δύση πρέπει «να δημιουργήσει συνθήκες ασφαλείας για σας, όπως
και για όλη την Ευρώπη συνολικά». (Έγγραφο 19 του πρωτότυπου άρθρου) Ο Μιτεράν
αμέσως έγραψε ένα γράμμα στον Μπους, όπου τον προσφωνούσε «αγαπητέ Τζωρτζ», για
τη συνομιλία του με τον Σοβιετικό ηγέτη, λέγοντας του ότι «δεν θα μπορούσαμε να
αρνηθούμε να εξειδικεύσουμε τις εγγυήσεις που έχει δικαίωμα να περιμένει για
την ασφάλεια της χώρας του». (Έγγραφο 20 του πρωτότυπου άρθρου)
Η επίσημη χειραψία Μπους – Γκορμπατσώφ στη σύνοδο της Ουάσινγκτον, στις 31 Μαΐου 1990 |
Στη σύνοδο της Ουάσινγκτον, στις 31 Μαΐου 1990, ο Μπους ξεπέρασε τον εαυτό του για να διαβεβαιώσει
τον Γκορμπατσώφ ότι η Γερμανία στο ΝΑΤΟ δεν θα στρέφονταν εναντίον της ΕΣΣΔ:
«Πιστέψτε με, δεν σπρώχνουμε εμείς τη Γερμανία προς την ενοποίηση και δεν
καθορίζουμε τον ρυθμό της διαδικασίας. Και φυσικά, δεν έχουμε καμία πρόθεση,
ούτε καν σκέψη, να βλάψουμε τη Σοβιετική Ένωση με οποιονδήποτε τρόπο. Γι΄ αυτό
είμαστε υπέρ της γερμανικής ενοποίησης εντός ΝΑΤΟ χωρίς να αγνοούμε το ευρύτερο
πλαίσιο του ΟΑΣΕ, λαμβάνοντας υπόψη τους παραδοσιακούς οικονομικούς δεσμούς των
δύο γερμανικών κρατών. Ένα τέτοιο μοντέλο, κατά την άποψη μας, ανταποκρίνεται
και στα σοβιετικά ενδιαφέροντα επίσης.». (Έγγραφο 21 του πρωτότυπου άρθρου)
Από αριστερά προς τα δεξιά: Μπέηκερ, Μπάρμπαρα Μπους, Τζώρτζ Μπους, Ραΐσα Γκορμπατώφ, Μιχαήλ Γκορμπατώφ, Σεβαρντνάντζε, Σκόουκροφτ, Αχρομέγιεφ, στο Καμπ Νταίηβιντ, στις 2 Ιουνίου 1990. |
Η «Σιδηρά Κυρία» μπήκε κι αυτή στον χορό, μετά τη σύνοδο
της Ουάσινγκτον, στη συνάντηση της με τον Γκορμπατσώφ στο Λονδίνο, στις 8 Ιουνίου 1990. Η Θάτσερ προέβλεψε τις
κινήσεις που θα έκαναν (με τη στήριξη της) οι Αμερικανοί, στις αρχές Ιουλίου,
στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, για υποστηρίξουν τον Γκορμπατσώφ, όπου θα περιέγραφαν τη
μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ προς μία περισσότερο πολιτική και λιγότερο στρατιωτική
συμμαχία. Η Θάτσερ είπε στον Γκορμπατσώφ: «Πρέπει να βρούμε τρόπους να
διαβεβαιώσουμε τη Σοβιετική Ένωση ότι η ασφάλεια της θα είναι εξασφαλισμένη… ο
ΟΑΣΕ θα μπορούσε να είναι μία ομπρέλα όλων, καθώς και το φόρουμ στο οποίο η
Σοβιετική Ένωση θα συμμετέχει στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης.».
(Έγγραφο 22 του πρωτότυπου άρθρου)
Η Διακήρυξη του Λονδίνου, στις 5 Ιουλίου 1990, είχε αρκετά θετική επίδραση στις διαβουλεύσεις στη
Μόσχα, δίνοντας στον Γκορμπατσώφ σημαντικά επιχειρήματα για να αντικρούσει τους
σκληροπυρηνικούς στο συνέδριο του κόμματος, που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με κάποιες περιγραφές ένα πρώτο αντίγραφο δόθηκε στους βοηθούς του
Σεβαρντνάντζε, ενώ σύμφωνα με άλλες περιγραφές οι βοηθοί ειδοποιήθηκαν έγκαιρα
ώστε να λάβουν ένα αντίγραφο ασύρματα και να παρουσιάσουν μία θετική εκτίμηση
πριν ο στρατός ή οι σκληροπυρηνικοί το καταγγείλουν ως προπαγάνδα.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατώφ συζητά τη γερμανική ενοποίηση με τον Χανς-Ντήτριχ Γκένσερ και τον Χέλμουτ Κολ, στη Ρωσία, στις 15 Ιουλίου 1990. |
Στις 15 Ιουλίου
1990, ο Κολ είπε στον Γκορμπατσώφ στη Μόσχα, ενώ επεξεργάζονταν την τελική
συμφωνία για τη γερμανική ενοποίηση: «Ξέρουμε τι περιμένει το ΝΑΤΟ στο μέλλον
και νομίζω το γνωρίζεται και εσείς, επίσης», αναφερόμενος στη Διακήρυξη του
Λονδίνου. (Έγγραφο 23 του πρωτότυπου άρθρου)
Στις 17 Ιουλίου,
σε τηλεφωνική επικοινωνία, ο Μπους επιδίωξε να ενισχύσει στον Γκορμπατσώφ την
επιτυχία των συζητήσεων του με τον Κολ και το μήνυμα της Διακήρυξης του
Λονδίνου. Ο Μπους είπε: «Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να λάβουμε υπόψη
μας τις ανησυχίες σας, που εκφράσατε σ΄ εμένα και άλλους, και το κάναμε με τους
ακόλουθους τρόπους: με την κοινή μας διακήρυξη μη επίθεσης, με την πρόσκληση
μας να έρθετε στο ΝΑΤΟ, με τη συμφωνία μας να ανοίξουμε το ΝΑΤΟ σε τακτικές
διπλωματικές επαφές με την κυβέρνηση σας και με τις κυβερνήσεις των χωρών της
Ανατολικής Ευρώπης και με την επιθυμία μας να σας δοθούν διαβεβαιώσεις για το
μελλοντικό μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων της ενωμένης Γερμανίας, ένα ζήτημα που
γνωρίζω ότι συζητήσατε με τον Χέλμουτ Κολ. Επίσης, αλλάξαμε θεμελιωδώς τη
στρατιωτική μας προσέγγιση στις συμβατικές και πυρηνικές δυνάμεις. Υποστηρίξαμε
την ιδέα ενός διευρυμένου, ισχυρότερου ΟΑΣΕ, με νέους θεσμούς, στους οποίους η
ΕΣΣΔ μπορεί να συμμετέχει και να γίνει μέρος της νέας Ευρώπης.». (Έγγραφο 24
του πρωτότυπου άρθρου)
Τα έγγραφα δείχνουν ότι ο Γκορμπατσώφ συμφώνησε με τη γερμανική
ενοποίηση εντός ΝΑΤΟ ως αποτέλεσμα αυτού του χορού διαβεβαιώσεων και στη βάση
της δικιάς του ανάλυσης ότι το μέλλον της Σοβιετικής Ένωση εξαρτιόνταν από την
ενσωμάτωση της στην Ευρώπη, για την
οποία η Γερμανία θα ήταν αποφασιστικός παράγοντας. Αυτός και οι
ομοϊδεάτες του πίστευαν ότι κάποια εκδοχή του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος ήταν δυνατή και
θα αναπτύσσονταν παράλληλα με τη μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ, που θα οδηγούσε σε
έναν περισσότερο συμμετοχικό και
ενσωματωμένο ευρωπαϊκό χώρο, όπου ο μετά-Ψυχροπολεμικός συμβιβασμός θα λάμβανε
υπόψη του τις σοβιετικές ανησυχίες ασφαλείας. Η συμμαχία με τη Γερμανία όχι
μόνο θα ξεπερνούσε τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά θα άφηνε πίσω της την κληρονομιά του
Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Μέσα στην αμερικανική κυβέρνηση αναπτύσσονταν μία
διαφορετική συζήτηση, μία συζήτηση για τις σχέσεις ΝΑΤΟ και Ανατολικής Ευρώπης.
Οι γνώμες διέφεραν, αλλά η πρόταση από το υπουργείο άμυνας, στις 25 Οκτωβρίου
1990, ήταν να αφήσουν «την πόρτα μισάνοιχτη» για τη συμμετοχή των κρατών της
Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ. (Έγγραφο 27 του πρωτότυπου άρθρου) Η άποψη του
υπουργείου εξωτερικών ήταν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν ήταν στην ατζέντα,
επειδή δεν ήταν προς το συμφέρον των ΗΠΑ να οργανώσουν «μία αντισοβιετική
συμμαχία» που θα έφτανε μέχρι τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, επειδή αυτό ίσως
να ανέστρεφε τις θετικές τάσεις στη Σοβιετική Ένωση. (Έγγραφο 26 του πρωτότυπου
άρθρου) Η κυβέρνηση Μπους ακολούθησε την άποψη του υπουργείου εξωτερικών και
αυτό άκουσαν και οι Σοβιετικοί.
Τον Μάρτιο του
1991, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Βρετανού πρέσβη στη Μόσχα, ο Βρετανός
πρωθυπουργός, Τζων Μέητζορ, διαβεβαίωνε προσωπικά τον Γκορμπατσώφ ότι: «Δεν
συζητάμε για την ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ». Όταν, ακολούθως, ο Σοβιετικός υπουργός
άμυνας Στρατάρχης Ντμίτρι Γιαζώφ τον ρώτησε για το ενδιαφέρον των ηγετών των
Ανατολικοευρωπαϊκών κρατών να συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ, ο Βρετανός πρωθυπουργός
απάντησε «Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο.». (Έγγραφο 28 του πρωτότυπου
άρθρου)
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μάνφρεντ Βέρνερ, τον Ιούλιο του 1991, στις Βρυξέλες, είπε σε
Ρώσους επιτετραμμένους: «Δεν θα επιτρέψουμε… την απομόνωση της ΕΣΣΔ από την
ευρωπαϊκή κοινότητα.». Σύμφωνα με τα ρωσικά πρακτικά της συζήτησης «Ο Βέρνερ
τόνισε ότι το Συμβούλιο του ΝΑΤΟ και ο ίδιος ήταν αντίθετοι στην επέκταση του
ΝΑΤΟ (13 από τα 16 μέλη).». (Έγγραφο 30 του πρωτότυπου άρθρου)
Έτσι, ο Γκορμπατσώφ γύρισε όλη τη Σοβιετική Ένωση
διαβεβαιώνοντας ότι η Δύση δεν αποτελούσε απειλή και το ΝΑΤΟ δεν θα
επεκτείνονταν. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης προκλήθηκε από Ρώσους, τον
Μπόρις Γιέλτσιν και τον σύμβουλό του Γκενάντι Μπούρμπουλης, σε συμφωνία με τα
πρώην κομματικά αφεντικά των σοβιετικών δημοκρατιών και ιδιαίτερα της
Ουκρανίας, τον Δεκέμβριο του 1991.
Κοιτάζοντας το βιογραφικό του Γκορμαπτζώφ πριν την ανάληψη της ηγεσίας της ΕΣΣΔ , ανίκανο δεν μπορείς να τον πεις...το ερώτημα που εύλογα τίθεται σε εμένα τουλάχιστον διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το παρόν ,ήταν τελικά τόσο τυφλός, και εύπιστος ο διάδοχος δύο αυτοκρατοριών ώστε να παραπλανηθεί ή και να εμπαιχθεί ακόμη ή έβλεπε μεν τη Φάκα αλλά τα προβλήματα της ΕΣΣΔ ήταν πλέον τόσο πιεστικά που έπρεπε να το ρισκάρει ....ή συνέβη κάτι άλλο ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης διαβάζοντας το κάποιος Ρώσος του σήμερα και βλέποντας το ΝΑΤΟ σε όλη τη πρώην δυτική ΕΣΣΔ και να κρούει και τις θύρες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας ειρηνικά πάντα , τι να σκέφτεται άραγες...
ΑΝ η ανάρτηση σας είναι παλιότερη συγχαρητήρια!
Καλές γιορτές!
ΔιαγραφήΠιστεύω ότι ήταν σε πολύ δύσκολη θέση και είχε ανάγκη από δυτικά χρήματα.
Οι Ρώσοι σκέφτονται ότι το ΝΑΤΟ + Ουκρανία σήμερα βρίσκεται στη γραμμή που κατείχε η Βερμαχτ το ΄42!
Η ανάρτηση είναι από τον Μάιο του 2019. Έψαχνα από καιρό να ανεβάσω κάτι σχετικό, γιατί παθαίνω όποτε ακούω ότι η Ρωσία είναι η επιθετική δύναμη που απειλεί τη Δύση!
Καλησπέρα!,
ΑπάντησηΔιαγραφή"Οι Ρώσοι σκέφτονται ότι το ΝΑΤΟ + Ουκρανία σήμερα βρίσκεται στη γραμμή που κατείχε η Βερμαχτ το ΄42!"
και έτσι όπως πάει το πράγμα πάμε σήμερα στη γραμμή του 1943...πως επαναλαμβάνεται η ιστορία απλά με άλλα ρούχα...
Υ.Γ ανυπομονούμε όταν ευκαιρήσετε και εάν έχετε βέβαια τη διάθεση περιγραφή-ανάλυση, των επιχειρήσεων στην ουκρανία..
Σχετικό με το θέμα
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.theamericanconservative.com/blame-the-deep-state-for-carnage-in-ukraine/