Οι κανονισμοί της σειράς FM 100-5 «Operations» περιείχαν το δόγμα διεξαγωγής επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού. Τον Αύγουστο του 1982 εκδόθηκε ένας ακόμη κανονισμός εκείνης της σειράς, μόνο που ο συγκεκριμένος περιείχε το δόγμα της «Αεροχερσαίας Μάχης», το σημαντικότερο που έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα ο στρατός των ΗΠΑ.
Στην παρούσα ανάρτηση θα αναπτυχθούν οι αντιλήψεις που εισήγαγε το νέο δόγμα και η κριτική που δέχτηκε. Σε επόμενες αναρτήσεις θα παρουσιαστούν η εφαρμογή του στον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, η επίδραση που είχε εκείνος ο πόλεμος επί του δόγματος και θα διατυπωθούν κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την πρόσληψη του από τον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ). Στο τέλος του κειμένου παρατίθενται αλφαβητικά οι στρατιωτικοί όροι που χρησιμοποιήθηκαν.
Το Εκτεταμένο Πεδίο Μάχης
Το νέο δόγμα όφειλε κατά κύριο λόγο τη δημιουργία του στον Στρατηγό Donn A. Starry. Σημαντική ήταν, επίσης, η συμβολή και άλλων, όπως του Συνταγματάρχη, ουγγρικής καταγωγής, Huba Wass de Czege, του Πτεράρχου Wilbur L. Creech και του Ταξίαρχου Donald R. Morelli, εισήγηση του οποίου υπήρξε η φράση «Αεροχερσαία Μάχη» (AirLand Battle). [1]
Ο Στάρρυ
υπηρετούσε ως υποδιοικητής στην Διοίκηση Δόγματος και Εκπαίδευσης (Training Doctrine Command
- TRADOC) όταν διαμορφώθηκε το προηγούμενο δόγμα του αμερικανικού στρατού, η
«Ενεργητική Άμυνα». Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Δυτική Γερμανία, όπου ανέλαβε
τη διοίκηση του V Σώματος Στρατού (ΣΣ). Εκεί,
προσπαθώντας να εφαρμόσει την Ενεργητική Άμυνα στο έδαφος διαπίστωσε ότι οι
εχθρικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε ήταν κλιμακωμένες από τα σύνορα των δύο
Γερμανιών μέχρι σε ένα βάθος 60 - 100 χλμ. [2] Οι τακτικές της
Ενεργητικής Άμυνας μπορεί να αντιμετώπιζαν με επιτυχία το 1ο σοβιετικό
κλιμάκιο, στη συνέχεια όμως οι μεραρχίες του Σώματος θα κατακλύζονταν από τις
ακολουθούσες σοβιετικές δυνάμεις. Με αυτό το έναυσμα ο Στάρρυ, τόσο ως
σωματάρχης όσο και ως διοικητής της TRADOC μετέπειτα, «έτρεξε» μεγάλο αριθμό
προσομοιώσεων του αγώνα στο Κεντρικό Μέτωπο. Οι προσομοιώσεις αυτές έδειξαν ότι
ο αμερικανικός στρατός μπορεί να κέρδιζε την «πρώτη μάχη του επόμενου πολέμου»,
αλλά στο τέλος θα έχανε επειδή η Ενεργητική Άμυνα δεν είχε απάντηση για τις
ακολουθούσες σοβιετικές δυνάμεις. Η πιθανότητα ενός βαθέως υποχωρητικού ελιγμού
που θα εξέθετε τα πλευρά της σοβιετικής εισχώρησης αποκλείονταν λόγω της
«Προωθημένης Άμυνας», ενώ η άμεση προσβολή των ακολουθουσών εχθρικών δυνάμεων
με Τακτικά Πυρηνικά Όπλα (ΤΠΟ) δεν μπορούσε να είναι
μία αυτόματη επιλογή λόγω της «Ευέλικτης Αντίδρασης». Αυτοί ήταν οι όροι με
τους οποίους τέθηκε το πρόβλημα.
Αμερικανική εκτίμηση για την κλιμάκωση των δυνάμεων σοβιετικού μετώπου κατά την επίθεση. ΠΗΓΗ: Military Review, Μάρτιος 1981 |
Ο Στάρρυ κατέληξε στην άποψη ότι η λύση του προβλήματος απαιτούσε την επιβράδυνση και ει δυνατόν την αποδιοργάνωση ή καταστροφή του 2ου σοβιετικού κλιμακίου, πριν αυτό προλάβει να επιδράσει στον αγώνα που δίνονταν στη γραμμή επαφής. [3] Μελέτες που έγιναν στο Κέντρο Συνδυασμένων Όπλων και στη Σχολή Πυροβολικού παρήγαγαν το παρακάτω γράφημα.
Εμπεπλεγμένες εχθρικές δυνάμεις με και χωρίς απομόνωση του πεδίου της μάχης. ΠΗΓΗ: Military Review, Μάρτιος 1981 |
Η άνω καμπύλη δείχνει ότι χωρίς απομόνωση του πεδίου της μάχης το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων σε επαφή με τις φίλιες παραμένει σταθερό, με αποτέλεσμα η δύναμη των αμυνομένων να υφίσταται διαρκή φθορά μέχρις ότου να μην μπορεί πια να εκτελέσει την αποστολή της. Με απομόνωση του πεδίου της μάχης (κάτω καμπύλη) εμφανίζονται χρονικές περίοδοι όπου το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων σε επαφή με τις φίλιες μειώνεται σημαντικά. [4]
Οι περίοδοι αυτοί, κατά τον Στάρρυ, αποτελούσαν «παράθυρα ευκαιρίας» για ανάληψη της πρωτοβουλίας από τον φίλιο διοικητή, ώστε να επιτευχθεί αποφασιστικό αποτέλεσμα. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε τα παράθυρα ευκαιρίας να δημιουργούνται εκεί όπου υπήρχαν δυνάμεις για να τα εκμεταλλευτούν, οπότε ο συντονισμός του αγώνα στη γραμμή επαφής (εγγύς μάχη) και της απομόνωσης του πεδίου της μάχης (βαθιά μάχη) γίνονταν απαραίτητος. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του «Εκτεταμένου Πεδίου Μάχης», η βασική ιδέα της Αεροχερσαίας Μάχης, το οποίο θα έπρεπε να έχει έναν διοικητή κι ένα ενιαίο επιχειρησιακό σχέδιο.
Ο Στάρρυ παρουσίασε στο ευρύ κοινό τις ιδέες του με το άρθρο «Extending the Battlefield», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου 1981 του Military Review. Εκεί, επισήμανε τα ουσιώδη στοιχεία της νέας αντίληψης όπως παρακάτω: [5]
Η βαθιά επίθεση είναι κεφαλαιώδης για τη νίκη.
Η βαθιά και η εγγύς μάχη είναι αδιαχώριστες.
Η ιδέα του εκτεταμένου πεδίου μάχης θα αποτελούσε το κλειδί του εκσυγχρονισμού του αμερικανικού στρατού.
Στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους ο Στάρρυ μετατέθηκε από την TRADOC στη REDCOM (Readiness Command), οπότε η έκδοση του νέου κανονισμού έγινε επί των ημερών του διαδόχου του, Στρατηγού Glenn K. Otis. Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί λεπτομερέστερα η ιδέα του εκτεταμένου πεδίου μάχης και θα ακολουθήσουν δύο άλλες σημαντικές έννοιες της Αεροχερσαίας Μάχης: η «Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης» (Battlefield Air Interdiction - BAI) και το «Ενοποιημένο Πεδίο Μάχης» (Integrated Battlefield)
Το Εκτεταμένο Πεδίο Μάχης στον χώρο, στον χρόνο και στα επίπεδα του πολέμου
Αναφέρθηκε ήδη το πρόβλημα από το οποίο προέκυψε η ιδέα του εκτεταμένου πεδίου μάχης, θα δούμε τώρα πως αυτό εκτείνονταν στον χώρο και στον χρόνο. Η άποψη της εποχής ήταν ότι οι βαθιά κλιμακωμένες σοβιετικές δυνάμεις θα επιδίωκαν εξίσου βαθιούς σκοπούς στη Δ. Ευρώπη. Για να το αντιμετωπίσει αυτό,. το νέο δόγμα έβλεπε το θέατρο των επιχειρήσεων ως μία ολότητα, που για πρακτικούς λόγους διαιρούνταν σε τρεις περιοχές: [6]
Στην περιοχή της βαθιάς μάχης.
Στην περιοχή της εγγύς μάχης (περίπου 20 χλμ. από κάθε πλευρά της γραμμής επαφής).
Στην περιοχή των φιλίων μετόπισθεν.
Ο διοικητής του εκτεταμένου πεδίου μάχης θα έπρεπε να μπορεί να πολεμήσει και να νικήσει ταυτόχρονα και στις τρεις αυτές περιοχές. Αυτό έφερε το ερώτημα ποιος σχηματισμός ήταν καταλληλότερος για να διοικήσει το Εκτεταμένο Πεδίο Μάχης. Η απάντηση που δόθηκε ήταν το ΣΣ, επειδή αφενός μεν ήταν η μεγαλύτερη τακτική μονάδα του αμερικανικού στρατού αφετέρου δε αποτελούσε το επίπεδο διοικήσεως όπου συγκεντρώνονταν και διανέμονταν πληροφορίες από το τακτικό μέχρι το εθνικό επίπεδο. [7]
Το ΣΣ ως κέντρο πληροφοριών από όλες τις πηγές (All Source Intelligence Center – ASIC) ΠΗΓΗ FM 100-5/1982 |
Σε ποιο βάθος, όμως, έφτανε το εκτεταμένο πεδίο μάχης; Όπως αναφέρθηκε αυτό θα έπρεπε να ήταν ενοποιημένο ως προς τη διοίκηση του. Ο ενιαίος διοικητής γνωρίζοντας που θέλει να επιφέρει το αποφασιστικό αποτέλεσμα στην εγγύς μάχη θα έπρεπε να απομονώσει τον χώρο αυτό από την επέμβαση των ακολουθουσών εχθρικών δυνάμεων. Επομένως, το βάθος στο οποίο θα έπρεπε να προσβληθούν εχθρικοί στόχοι ήταν αποτέλεσμα του σχεδίου του διοικητή. [8] Η επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος απαιτούσε την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων. Το ΣΣ ολοκλήρωνε τη σχεδίαση και προετοιμασία για τη διεξαγωγή επιθετικής επιχείρησης σε 72 ώρες. [9] Στον χρόνο αυτό θα έπρεπε να προσβληθούν οι δυνάμεις εκείνες που δεν ήταν σε επαφή, αλλά θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση, ώστε να δημιουργηθεί το απαραίτητο "παράθυρο ευκαιρίας". Γι¨ αυτόν τον λόγο το βάθος του εκτεταμένου πεδίου μάχης εκφραζόταν σε ώρες, γίνονταν δηλαδή ο χρόνος μέσα στον οποίο το ΣΣ ολοκλήρωνε τη σχεδίαση και προετοιμασία για τη διεξαγωγή της επιθετικής επιχείρησης με την οποία θα έπαιρνε την πρωτοβουλία. Επομένως, το βάθος του Εκτεταμένου Πεδίου Μάχης για το ΣΣ, στο Κεντρικό Μέτωπο, ήταν 72 ώρες. [10]
Τα όρια του εκτεταμένου πεδίου μάχης. ΠΗΓΗ: Military Review, Μάρτιος 1981 |
Σύμφωνα με τον Στάρρυ, ο διοικητής του Εκτεταμένου Πεδίου Μάχης θα έπρεπε να μάχεται με τις μεραρχίες 1ου κλιμακίου των στρατιών 1ου κλιμακίου του εχθρικού μετώπου, να επιβραδύνει – αποδιοργανώνει - καταστρέφει τις μεραρχίες 2ου κλιμακίου των στρατιών 1ου κλιμακίου πριν αυτές λάβουν επαφή με τις φίλιες δυνάμεις και να αποσαφηνίζει τις προθέσεις της στρατιάς 2ου κλιμακίου του μετώπου. [11] Αυτό, έφερε μία διαίρεση του πεδίου σε δύο περιοχές: σε εκείνη που ο διοικητής μπορούσε να επιδράσει με μέσα που ήταν οργανικά ή υπό τον έλεγχο του, την Περιοχή Επιρροής (ΠΕΠ), και σε εκείνη όπου δεν μπορούσε να παρέμβει, αλλά έπρεπε να γνωρίζει τις ενέργειες του αντιπάλου του, την Περιοχή Ενδιαφέροντος (ΠΕΝ).
Ένα άλλο ζήτημα ήταν σε ποιο επίπεδο του πολέμου βρίσκονταν το νέο πεδίο μάχης. Ο κανονισμός αναγνώριζε την ύπαρξη τριών επιπέδων του πολέμου (τακτικό, επιχειρησιακό, στρατηγικό) και ενός υψηλής πολιτικής. [12] Στο στρατηγικό επίπεδο οι ένοπλες δυνάμεις χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση εθνικών σκοπών. Η στρατιωτική στρατηγική θέτει το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγονται οι επιχειρήσεις. Στο επιχειρησιακό επίπεδο στρατιωτικοί πόροι χρησιμοποιούνται για την επίτευξη στρατηγικών στόχων σε ένα θέατρο πολέμου. Η τακτική, τέλος, αφορά τις τεχνικές που χρησιμοποιούν μικρότεροι σχηματισμοί και μονάδες για να νικήσουν σε μάχες και συμπλοκές, που υποστηρίζουν την επίτευξη επιχειρησιακών σκοπών.
Η Αεροχερσαία Μάχη λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο στο επιχειρησιακό επίπεδο, αν και σύμφωνα με τον κανονισμό τα όρια μεταξύ τακτικού και επιχειρησιακού επιπέδου είναι δυσδιάκριτα. [13] Ως ένα ενδιάμεσο επίπεδο, το επιχειρησιακό, εν μέρει σχεδιάζει τις επιχειρήσεις του σε βάθος χρόνου, όπως η στρατηγική, εν μέρει ανταποκρίνεται στις εξελίξεις του πεδίου της μάχης, όπως η τακτική. [14] Γι΄ αυτό, οι τέσσερις αρχές της Αεροχερσαίας Μάχης, (βάθος, συγχρονισμός, πρωτοβουλία, ευκαμψία) θεωρήθηκε ότι ικανοποιούσαν τις ανάγκες και του υψηλότερου και του χαμηλότερου επιπέδου, με τις δύο πρώτες να αναφέρονται κατά κύριο λόγο στο υψηλότερο επίπεδο και τις δύο επόμενες στο χαμηλότερο.
Η βαθιά μάχη
Αφού τοποθετήθηκε το Εκτεταμένο Πεδίο Μάχης στον χώρο, στον χρόνο και στα επίπεδα του πολέμου μπορούμε τώρα να δούμε πως το νέο δόγμα οραματιζόταν τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων μέσα σε αυτό. Ο κανονισμός δήλωνε ευθύς εξαρχής ότι σκοπός όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι η καταστροφή της εχθρικής δύναμης. [15] Οι προσομοιώσεις και η ανάλυση είχαν οδηγήσει στην αντίληψη ότι αυτό θα συνέβαινε εάν ο αγώνας λάμβανε χώρα σε όλο το βάθος της εχθρικής διάταξης ταυτόχρονα. Το μέσο για να συμβεί αυτό ήταν η βαθιά μάχη. Σύμφωνα με τον κανονισμό, η βαθιά μάχη υποστήριζε τον κύριο ελιγμό αποδιοργανώνοντας τις εχθρικές δυνάμεις σε βάθος. Έτσι, στον εχθρό δεν θα επιτρέπονταν να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του εκεί που θα επιθυμούσε, ενώ οι φίλιες δυνάμεις θα είχαν την ευκαιρία να διαχωρίσουν τον αντίπαλο και να τον νικήσουν τμηματικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι και η παραπλάνηση θεωρούνταν μέρος της βαθιάς μάχης, επειδή μπορούσε να οδηγήσει τον αντίπαλο σε λανθασμένες εκτιμήσεις και συνεπακόλουθη άστοχη εμπλοκή του 2ου κλιμακίου. [16]
Στις επιθετικές επιχειρήσεις η βαθιά μάχη απομόνωνε, καθήλωνε και αποδυνάμωνε τις αμυνόμενες δυνάμεις σε βάθος. Καθώς η επίθεση συνεχιζόταν η βαθιά μάχη συντηρούσε την ορμή της, μη επιτρέποντας την αναδιοργάνωση των αμυνομένων, την εγκατάσταση τους σε νέες θέσεις ή τη διαφυγή τους. Στις αμυντικές επιχειρήσεις η βαθιά μάχη δεν επέτρεπε στις επιτιθέμενες δυνάμεις να συγκεντρώσουν συντριπτική μαχητική ισχύ σε τόπο και χρόνο της επιθυμίας τους. [17]
Ανάλογα με τα διαθέσιμα μέσα ο σκοπός της βαθιάς μάχης μπορούσε να κυμανθεί μεταξύ επιβράδυνσης και καταστροφής των ακολουθουσών δυνάμεων. Κατ΄ αντιστοιχία, η βαθιά επίθεση, που ήταν το όργανο της βαθιάς μάχης, μπορούσε να πάρει τέσσερις μορφές: [18]
α) Στην πρώτη μορφή η βαθιά επίθεση αποσκοπούσε στην αποδιοργάνωση των ακολουθουσών δυνάμεων και στην καθυστέρηση της άφιξης τους στην περιοχή της εγγύς μάχης, ώστε οι εχθρικές δυνάμεις που ήταν ήδη εμπεπλεγμένες να απομονώνονταν και να ηττούνταν. Σε αυτή τη μορφή χρησιμοποιούνταν η παραπλάνηση, ο Ηλεκτρονικός Πόλεμος (Η/Π), τα πυρά πυροβολικού και η αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (BAI).
β) Στη δεύτερη μορφή η βαθιά επίθεση χρησιμοποιούσε, επίσης, μόνο πυρά, αλλά εκτός από το να αποτρέψει την ενίσχυση των εχθρικών εμπεπλεγμένων δυνάμεων, επιδίωκε να μην επιτρέψει στις ακολουθούσες δυνάμεις να παρεμβληθούν στη φίλια αντεπίθεση που θα κατευθύνονταν στα πλευρά ή στα νώτα του αντιπάλου.
γ) Η τρίτη μορφή ήταν η περισσότερο πολύπλοκη και η δυσκολότερη να επιτευχθεί. Εκτός από πυρά χρησιμοποιούσε και χερσαίες μονάδες ελιγμού, ενώ η εγγύς μάχη συνεχιζόταν. Σε αυτή τη μορφή επιδιώκονταν η καταστροφή της εχθρικής δύναμης. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνταν στενός συντονισμός μεταξύ χερσαίων δυνάμεων ελιγμού, Αεροπορίας Στρατού (ΑΣ), πυροβολικού, Η/Π και αεροπορικής απομόνωσης του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ).
δ) Στην τέταρτη μορφή καταστρέφονταν ή εξουδετερώνονταν συγκεκριμένες εχθρικές απειλές, όπως ΤΠΟ ή άλλοι στόχοι υψηλής αξίας.
Η βαθιά επίθεση και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού
Αναμφισβήτητα, η τρίτη μορφή της βαθιάς επίθεσης ήταν η πλέον ενδιαφέρουσα, και αυτή που έγειρε τις περισσότερες συζητήσεις. Αναφερόμενοι σε αυτήν οι συγγραφείς του κανονισμού επισήμαναν ότι ήταν η περισσότερο πολύπλοκη και πιο δύσκολη να επιτευχθεί, δείχνοντας έτσι ότι δεν έπαυαν να θεωρούν πως μία επίθεση στο 2ο σοβιετικό κλιμάκιο και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού, ενώ μαίνονταν η εγγύς μάχη εμπεριείχε σημαντικό ρίσκο. Τι περισσότερο, όμως, είχε να προσφέρει η βαθιά επίθεση και με χερσαίες μονάδες ελιγμού από αυτό που προσέφερε η επίθεση με αεροπορία, πυραυλικό πυροβολικό και Επιθετικά Ελικόπτερα (ΕΕ/Π);
Η διαφορά ήταν ότι η επίθεση στο 2ο κλιμάκιο και με χερσαίες μονάδες ελιγμού θα απαιτούσε την άμεση αντίδραση του σοβιετικού διοικητή. Αυτός θα έπρεπε να δεσμεύσει εφεδρείες, να μετακινήσει σταθμούς διοικήσεως και σημεία εφοδιασμού, να μεταβάλλει την προγραμματισμένη ροή κινήσεως των μονάδων του και να αλλάξει το σχέδιο του σε βαθμό που δεν θα έκανε για να αντιμετωπίσει μόνο εναέριες επιθέσεις. Επιπλέον, οι στρατοί γενικά έχουν την τάση να υπερεκτιμούν το μέγεθος μιας εχθρικής δύναμης που εμφανίζεται ξαφνικά στα νώτα τους κι αυτό θα ενέτεινε τη σύγχυση και θα διευκόλυνε την εξέλιξη της βαθιάς επίθεσης.
Πέραν όμως της μεγαλύτερης σύγχυσης και αποδιοργάνωσης που θα επιφέρονταν, μια επιτυχημένη βαθιά επίθεση και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού θα προκαλούσε μεγαλύτερη καταστροφή στον αντίπαλο. Και αυτό ακριβώς ήταν το όφελος που δικαιολογούσε το ρίσκο. Εάν το 1ο κλιμάκιο μίας σοβιετικής στρατιάς καταστρέφονταν στην εγγύς μάχη και το 2ο στη βαθιά, η διοίκηση του μετώπου που υπέστη την καταστροφή θα διατάσσονταν είτε να μεταπέσει στην άμυνα είτε να αντεπιτεθεί. Σε κάθε περίπτωση η πρωτοβουλία θα περνούσε σε αμερικανικά χέρια.
Ανάπτυγμα σοβιετικής Μ/Κ μεραρχίας που κινείται σε φάλαγγες συνταγμάτων. ΠΗΓΗ: FM 100-2-1/1984 |
Για να ήταν επιτυχής η αμερικανική βαθιά επίθεση και με χερσαίες μονάδες ελιγμού, οι σοβιετικές μεραρχίες 2ου κλιμακίου θα έπρεπε να προσβληθούν όταν κινούνταν σε φάλαγγες συνταγμάτων για να καταλάβουν τις περιοχές συγκεντρώσεως τους. Επομένως, η βαθιά επίθεση θα έπρεπε να εξαπολυθεί στον κατάλληλο τόπο και χρόνο, πράγμα που απαιτούσε πληροφορίες. Το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί στη συνέχεια, αλλά η εξάρτηση της βαθιάς επίθεσης από έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες καθίσταται ήδη προφανής. Πέραν των πληροφοριών, η επιτυχία της βαθιάς επίθεσης απαιτούσε οι χερσαίες δυνάμεις που θα την εκτελούσαν να: [19]
διάβαιναν γρήγορα τη γραμμή επαφής,
κατευθύνονταν βαθιά,
επικρατούσαν στις μάχες εκ συναντήσεως που θα έδιναν,
μην εμπλέκονταν ισχυρά,
ήταν έτοιμες να στραφούν είτε στα νώτα του εχθρικού 1ου κλιμακίου είτε σε μεγαλύτερο βάθος.
Η απαίτηση για ταχεία διάβαση της γραμμής επαφής ουσιαστικά σήμαινε ότι η χερσαία δύναμη που θα εκτελούσε τη βαθιά επίθεση δεν μπορούσε να ήταν δεσμευμένη σε άλλη αποστολή, ούτε καν ως εφεδρεία. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού η βαθιά επίθεση δεν ήταν μία ενέργεια ευκαιρίας, όπως π.χ. η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας, αλλά σχεδιάζονταν εξαρχής μαζί με την εγγύς μάχη. Αφότου οι χερσαίες δυνάμεις της βαθιάς επίθεσης περνούσαν τη γραμμή επαφής η επιτυχία τους στη βαθιά μάχη θα στηρίζονταν σε άυλα στοιχεία (ικανότητες προσωπικού, ποιότητα ηγεσίας), σε υλικά στοιχεία (ανωτερότητα αμερικανικής τεχνολογίας) και στην εκμετάλλευση των σοβιετικών αδυναμιών.
Το βάθος αποτελούσε αρχή της Αεροχερσαίας Μάχης και αφορούσε στον χώρο, στον χρόνο και στους πόρους. [20] Η βαθιά μάχη εξέφραζε την έμμεση προσέγγιση στην Αεροχερσαία Μάχη. Οι χερσαίες δυνάμεις της βαθιάς επίθεσης θα έφταναν στο βάθος του αντιπάλου εάν απέφευγαν το εχθρικό ισχυρό και κατευθύνονταν στο εχθρικό ασθενές, πράγμα που αποτελούσε μία από τις επιταγές της Αεροχερσαίας Μάχης. [21] Μία τέτοια ενέργεια θα ήταν ελάχιστα αναμενόμενη και η αμερικανική δύναμη θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί τον αιφνιδιασμό που θα δημιουργούσε.
Η επικράτηση στις μάχες που θα λάμβαναν χώρα θα στηρίζονταν στην ικανότητα των ηγητόρων του αμερικανικού στρατού να ενεργούν ταχύτερα από τους αντιπάλους τους. Αυτό θα έπρεπε να γίνεται αδιάλειπτα, ώστε κάθε φορά που ο αντίπαλος άρχιζε να αντιδρά σε μία φίλια ενέργεια να εκδηλώνονταν η επόμενη που θα αναστάτωνε τον σχεδιασμό του. Αυτό θα τον οδηγούσε σε αναποτελεσματικές, ασυντόνιστες και τμηματικές αντιδράσεις και στο τέλος στην ήττα. [22] Η επίδραση των ιδεών του John Boyd εδώ είναι προφανής. [23] Σύμφωνα με τον κανονισμό, η υπεροχή στη μαχητική ισχύ προέρχονταν από το θάρρος των στρατιωτών και την ποιότητα της εκπαίδευσης και της ηγεσίας τους. [24] Η ηγεσία θεωρούνταν το κρίσιμο στοιχείο της μαχητικής ισχύος. [25]
Ο στόχος των χερσαίων δυνάμεων της βαθιάς επίθεσης ήταν η καταστροφή εχθρικών δυνάμεων και δυνατοτήτων, παρά η κατάληψη εδάφους. [26] Η ενέργεια τους θα έπρεπε να ήταν σύμφωνη με την επιταγή της Αεροχερσαίας Μάχης: «κινήσου γρήγορα, χτύπα δυνατά, ολοκλήρωσε σύντομα». [27] Η χερσαία δύναμη της βαθιάς επίθεσης θα έπρεπε να διατηρήσει την ελευθερία ενεργείας της, ώστε είτε να αποκόψει το 1ο σοβιετικό κλιμάκιο είτε να συνεχίσει σε μεγαλύτερο βάθος.
Η ενέργεια στο επιχειρησιακό βάθος του αντιπάλου θα απαιτούσε υψηλό βαθμό πρωτοβουλίας. Η πρωτοβουλία ήταν μία από τις αρχές της Αεροχερσαίας Μάχης και προϋπόθετε την επιθετικότητα, μία από τις αρχές του πολέμου που παρέθετε ο κανονισμός. [28] Η διατήρηση της πρωτοβουλίας απαιτούσε από τους ηγήτορες να μπορούν να παίρνουν ανεξάρτητες αποφάσεις, να αποδέχονται κινδύνους και να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες όπως αυτές παρουσιάζονταν. [29] Με αυτές οι ικανότητες οι Αμερικανοί θα εκμεταλλεύονταν δύο στοιχεία, που, κατά την άποψη τους, ήταν χαρακτηριστικά του σοβιετικού στρατεύματος: την τακτική ακαμψία και την προβλέψιμη κλιμάκωση. [30]
Η εκτίμηση που υπήρχε ήταν ότι στον Κόκκινο Στρατό από το επίπεδο της μεραρχίας και κάτω λεπτομερή σχέδια θα εκτελούνταν κατά γράμμα, χωρίς περιθώρια για προσαρμογές. Η παρατήρηση είχε δείξει ότι το σοβιετικό σύστημα επέμενε στη μικροδιαχείριση κάθε λεπτομέρειας και δεν επιβράβευε την ανεξαρτησία της γνώμης ή την ανάληψη κινδύνου. Έτσι, άπαξ και θέτονταν σε κίνηση οι σοβιετικές δυνάμεις θα ακολουθούσαν σε σημαντικό βαθμό προβλέψιμους τρόπους ενεργείας. Η τακτική ακαμψία θεωρούνταν ότι προέρχονταν από την ενδημική εμμονή του σοβιετικού συστήματος στον σχεδιασμό και στον έλεγχο. Πέραν αυτών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι μέρος της αντίληψης του αμερικανικού στρατού για τον αντίπαλο του είχε διαμορφωθεί από τις περιγραφές πρώην αξιωματικών της Βέρμαχτ, βετεράνων του Ανατολικού Μετώπου, που ενίσχυαν την παραπάνω εικόνα.
Η ιδέα του 2ου κλιμακίου στον σοβιετικό στρατό ήταν διαφορετική από την ιδέα της εφεδρείας στους δυτικούς στρατούς. Η αποστολή της εφεδρείας προέκυπτε από την έκτακτη συνθήκη στην οποία καλούνταν να επέμβει, ενώ το σοβιετικό 2ο κλιμάκιο είχε εξαρχής αποστολή και την αντίστοιχη οργάνωση για να την εκπληρώσει. Η εκτίμηση που υπήρχε ήταν ότι οι Σοβιετικοί κατένειμαν με προβλέψιμο τρόπο τις δυνάμεις τους σε κλιμάκια, πράγμα που θα εξυπηρετούσε τους Αμερικανούς σχεδιαστές της βαθιάς μάχης. Όπως, όμως, θα δούμε αργότερα δεν συμφωνούσαν όλοι με την αντίληψη αυτή.
Τεχνολογία
Εκτός από τα άυλα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω η επιτυχία του αμερικανικού στρατού στη βαθιά μάχη, η ίδια η δυνατότητα διεξαγωγής της μάλλον, θα στηριζόταν και στην αμερικανική τεχνολογική υπεροχή. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 η ποιοτική υπεροχή του ΝΑΤΟ απειλούνταν τόσο από τη διεύρυνση της αριθμητικής υπεροχής του Συμφώνου της Βαρσοβίας όσο και από την είσοδο σε υπηρεσία νέων, εξελιγμένων, σοβιετικών συστημάτων. Καθώς η Δύση δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τους Σοβιετικούς σε αριθμούς, οι Αμερικανοί επιδίωξαν να αντισταθμίσουν (offset) τη σοβιετική αριθμητική υπεροχή τεχνολογικά. Η προσπάθεια αυτή έγινε γνωστή ως η «Δεύτερη Αντιστάθμιση» (Second Offset). Ένας από τους αρχιτέκτονες της, ο William J. Perry, υφυπουργός άμυνας για θέματα έρευνας και τεχνολογίας την περίοδο 1977 – 81, είχε πει ότι η επιδίωξη του ήταν να χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία ως πολλαπλασιαστής ισχύος. Δηλαδή, όχι απλώς να κατασκευαστούν μέσα που θα ήταν υπέρτερα των αντίστοιχων σοβιετικών, αλλά ένα «σύστημα συστημάτων», όπου τα επιμέρους συστήματα θα συμπλήρωναν το ένα το άλλο και αθροιστικά θα δημιουργούσαν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. [31] Η όλη προσπάθεια ευνοήθηκε από την αύξηση στους αμυντικούς προϋπολογισμούς που έλαβε χώρα στο τέλος της προεδρίας Κάρτερ και στις προεδρίες Ρέιγκαν.
Το κύριο θέμα της αντιστάθμισης δεν ήταν κάποια συγκεκριμένη τεχνολογία, αλλά μια συνολική προσέγγιση της «ακρίβειας», δηλαδή πως θα εντοπίζονταν, θα στοχοποιούνταν και θα προσβάλλονταν οι σοβιετικές δυνάμεις μέσα σε μικρό χρόνο. [32] Για να επιτευχθεί αυτό η DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency) το 1978 έθεσε μία σειρά σχετικών τεχνολογιών που ανέπτυσσε υπό τη σκέπη του προγράμματος «Assault Breaker». [33] Σύμφωνα με την ίδια το ερώτημα που το πρόγραμμα έπρεπε να απαντήσει ήταν εάν οι πρόοδοι στους αισθητήρες, στην υπολογιστική ισχύ, στις επικοινωνίες, στα συστήματα κατεύθυνσης και στα πυρομαχικά επέτρεπαν να προσβληθούν θωρακισμένοι, κινούμενοι, στόχοι με ακρίβεια από μεγάλη απόσταση. [34] Στην πορεία του χρόνου το πρόγραμμα απέδωσε τη τεχνολογική βάση μιας σειράς συστημάτων όπως το JSTARS (Joint Surveillance Attack Radar System), τον ATACMS (Army Tactical Missile System), το υποπυρομαχικό ΒΑΤ (Brilliant Anti-Tank), κ.ά.
Μία πλήρης καταγραφή των τεχνολογιών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αντιστάθμισης ξεφεύγει από τους σκοπούς της παρούσης εργασίας. [35] Αξίζει, όμως, να αναφερθεί ότι το 1977 τέθηκε σε τροχιά ο πρώτος δορυφόρος του συστήματος NAVSTAR GPS, ένα σημαντικό βήμα στην ακριβή καθοδήγηση των όπλων, ενώ την ίδια εποχή ο αμερικανικός στρατός υλοποιούσε το πρόγραμμα «Big Five», που απέδωσε το Ε/Π Black Hawk, το ΕΕ/Π Apache, το άρμα μάχης Abrams, το ΤΟΜΑ Bradley και το αντιαεροπορικό σύστημα Patriot.
Εδώ γεννάται το ενδιαφέρον ερώτημα εάν η Αεροχερσαία Μάχη ήρθε ως η εκ των υστέρων θεωρητική δικαιολόγηση τεχνολογιών που ήδη αναπτύσσονταν. [36] Από το πρόγραμμα «Big Five» γίνεται σαφές ότι η ηγεσία του αμερικανικού στρατού είχε ήδη αντιληφθεί τον κρίσιμο ρόλο της τεχνολογίας πριν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου άμυνας ανακοινώσει τη Δεύτερη Αντιστάθμιση. Οι δύο προσπάθειες (τεχνολογική και θεωρητική) ουσιαστικά εξελίχθηκαν σε συνεργασία. Τα δόγματα που ανέπτυσσε η TRADOC λάμβαναν υπόψη τους τις τεχνολογικές τάσεις, προσπαθούσαν να βρουν τους βέλτιστους επιχειρησιακούς τρόπους για να τις εκμεταλλευτούν και ταυτόχρονα δημιουργούσαν απαιτήσεις για νέες τεχνολογικές λύσεις. Το παρακάτω σχεδιάγραμμα είναι ενδεικτικό της σχέσης τεχνολογίας – δόγματος εκείνη την εποχή. [37]
Απεικόνιση της ιδέας πίσω από τη Δεύτερη Αντιστάθμιση. ΠΗΓΗ: The 1970s and Early 1980s: Enabling a Military Offset? |
Στο παραπάνω σχήμα το πρώτο ορθογώνιο αναφέρεται στη συνειδητοποίηση από μέρους του αμερικανικού στρατού της ανάγκης για αλλαγή μετά τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Το δεύτερο ορθογώνιο αναφέρεται στην κατανόηση, από μέρους του στρατού, της αποστολής του μέσα στο στρατηγικό περιβάλλον που καλούνταν να ενεργήσει. Οι τεχνολογικές τάσεις είναι μέρος του στρατηγικού περιβάλλοντος. Το τρίτο ορθογώνιο αναφέρεται στην ανάλυση του στρατηγικού περιβάλλοντος και της αποστολής από την οποία διαμορφώνεται το δόγμα επιχειρήσεων. Η εφαρμογή του δόγματος δημιουργεί απαιτήσεις για τεχνολογικά προϊόντα, οι δυνατότητες και η χρήση των οποίων μπορούν να οδηγήσουν σε επανεκτίμηση του δόγματος, σε μια συνεχή διαδικασία.
Πληροφορίες
Όπως αναφέρθηκε για να διεξάγει με επιτυχία τη βαθιά μάχη ο φίλιος διοικητής θα έπρεπε σε σημαντικό βαθμό να γνώριζε τι θα έπραττε ο αντίπαλος του. Αυτό θα γίνονταν δυνατό χάρη σε έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες από τεχνολογικά συστήματα αποκάλυψης στόχων και μετάδοσης της πληροφορίας και σε μία λογική διαδικασία, την Προπαρασκευή Πληροφοριών στην Περιοχή των Επιχειρήσεων, που επιδίωκε με αναλυτικό τρόπο να συμπεράνει τις εχθρικές προθέσεις. [38] Ο επιτυχής συνδυασμός αυτών των δύο θα επέτρεπε στους διοικητές να αναλάβουν ρίσκα με σχετική ασφάλεια.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η αποκάλυψη στόχων και η διανομή της πληροφορίας σε συστήματα βολής και σε κέντρα διοίκησης βρίσκονταν στο επίκεντρο της τεχνολογικής κοσμογονίας που προωθούσε το αμερικανικό υπουργείο άμυνας. Κάποια από τα σχετικά συστήματα που αναπτύσσονταν τότε ήταν:
το Μη Επανδρωμένο Αεροσκάφος (ΜΕΑ) MQM-105 Aquila, το σύστημα διεύθυνσης βολής του πυροβολικού AN/GSG-10 TACFIRE, το ασφαλές, διακλαδικό, σύστημα μετάδοσης φωνής και ψηφιακών δεδομένων JTIDS (Joint Tactical Information Distribution System), [39] το σύστημα διανομής δεδομένων του στρατού ADDS (Army Data Distribution System), [40] το διακλαδικό πρόγραμμα σύντηξης τακτικών δεδομένων JTFP (Joint Tactical Fusion Program), [41] το πρόγραμμα επίδειξης τεχνολογίας CELT (Coherent Emitter Location Testbed), που αφορούσε στον αυτόματο, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, ακριβή, εντοπισμό των Η/Μ εκπομπών του αντιπάλου. [42] Υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αιφνιδιασμός που θα προκαλούσε η βαθιά επίθεση και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού θα ενεργοποιούσε τα δίκτυα επικοινωνιών των Σοβιετικών, σε όλο το βάθος του μετώπου, διευκολύνοντας έτσι τον εντοπισμό και τη στοχοποίηση των εχθρικών οχημάτων και σταθμών διοικήσεως. [43]
Τη δεκαετία του ΄70 ο αμερικανικός στρατός, αναγνωρίζοντας ότι δεν θα είχε πάντα τις πληροφορίες που θα επιθυμούσε, ανέπτυξε μία αναλυτική διαδικασία με την οποία επιδίωκε να «δει» πως, πιθανόν, θα ενεργούσε ο εχθρός σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η διαδικασία αυτή έγινε γνωστή ως «Intelligence Preparation Battlefield – IPB» (Προπαρασκευή Πληροφοριών στην Περιοχή Επιχειρήσεων - Π3Ε). και είχε σκοπό να περιορίσει τους πιθανούς εχθρικούς τρόπους ενεργείας σε ένα μικρό, διαχειρίσιμο αριθμό ώστε τα διαθέσιμα μέσα συλλογής πληροφοριών να χρησιμοποιούνταν με τον πιο επωφελή τρόπο. [44] Η Π3Ε υιοθετήθηκε από τον αμερικανικό στρατό στις 13 Νοεμβρίου 1975 και αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της Αεροχερσαίας Μάχης. [45]
Κάθε μία από τις τέσσερις αρχές της Αεροχερσαίας Μάχης στηρίζονταν σε επιτυχή Π3Ε. [46] H εκδήλωση της πρωτοβουλίας επωφελούνταν από τον σχεδιασμό εκείνο που είχε προβλέψει τους πιθανότερους εχθρικούς τρόπους ενεργείας. Οι φίλιοι διοικητές θα έπρεπε να είχαν την ευκαμψία να αποφεύγουν το εχθρικό ισχυρό και να επιτίθονται στις εχθρικές τρωτότητες, πράγμα που, κατ΄ αρχήν, απαιτούσε τον εντοπισμό τους. Η εκμετάλλευση του βάθους, ώστε μη εμπεπλεγμένες εχθρικές δυνάμεις να προσβάλλονταν πριν επηρεάσουν τη μάχη προϋπόθετε την ανεύρεση τους. Τέλος, ο συγχρονισμός των προσπαθειών θα στηρίζονταν στο Διάγραμμα Κατάστασης, που ήταν προϊόν της Π3Ε. Εν κατακλείδι, θα πρέπει να αναφερθεί ότι εκείνη την εποχή υπήρχε η πίστη ότι η Π3Ε θα συμπλήρωνε τις ψηφίδες των πληροφοριών που έλλειπαν και θα επέτρεπε τη λήψη αποφάσεων με αποδεκτά περιθώρια ρίσκου. [47]
Επιθετικά ελικόπτερα
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 ο αμερικανικός στρατός είχε διαμορφώσει τα βασικά στοιχεία του δόγματος χρήσης των ΕΕ/Π του στο Κεντρικό Μέτωπο. Θα ενεργούσαν κατά τάγματα, θα πετούσαν πολύ χαμηλά εκμεταλλευόμενα το εδαφικό ανάγλυφο (Nap-of-the-Earth) και θα έβαλλαν Α-Τ Κ/Β σε αιώρηση από επιλεγμένες θέσεις βολής. Το 1972 διενεργήθηκε μία σειρά δοκιμών στο Ansbach, της Δ. Γερμανίας, για να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα των ΕΕ/Π στον Α-Τ ρόλο. Στις δοκιμές, που θεωρήθηκαν επιτυχείς, χρησιμοποιήθηκαν ΕΕ/Π Cobra με πυραύλους TOW. [48]
Σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής τα ΕΕ/Π δεν θα μπορούσαν να διαπεράσουν την πυκνή σοβιετική αεράμυνα, γι΄ αυτό και θα ενεργούσαν ως κινητή εφεδρεία, για να φράξουν βαθιές εισχωρήσεις σοβιετικών τεθωρακισμένων, τα οποία πιστεύονταν ότι θα είχαν ξεπεράσει την κάλυψη της αντιαεροπορικής τους ομπρέλας. [49] Ταυτόχρονα, όμως, τα ΕΕ/Π αποτελούσαν το ταχύτερο, οργανικό, μέσο με το οποίο ο χερσαίος διοικητής μπορούσε να επιτεθεί στο εχθρικό βάθος. Ο Στάρρυ αναφέρει ότι στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 προσπαθούσε να πείσει την ΑΣ ότι τα ΕΕ/Π όχι μόνο μπορούσαν να επιχειρήσουν πέραν της προκεχωρημένης γραμμής τμημάτων, αλλά και ότι επιβαλλόταν να το κάνουν. [50]
Το 1981 εμφανίστηκε στο Army Aviation Digest το άρθρο «The Leak in the Soviet Air Defense Umbrella», του Ταγματάρχη Frank E. Babiasz, που υποστήριζε ότι τα Α/Α συστήματα που κάλυπταν τις σοβιετικές Μ/Κ μεραρχίες δεν μπορούσαν να εντοπίσουν και να προσβάλλουν με επιτυχία τα χαμηλά ιπτάμενα ΕΕ/Π. [51] Το άρθρο άσκησε σημαντική επίδραση και ενίσχυσε τη νέα αντίληψη που ήθελε τα ΕΕ/Π να καταστρέφουν τα σοβιετικά τεθωρακισμένα όχι στο βάθος της φίλιας διάταξης, αλλά σε αυτό της εχθρικής.
Τα ΕΕ/Π αντιμετώπιζαν το ιδιαίτερο δίλημμα ότι ο κύριος στόχος τους (άρματα μάχης, ΤΟΜΑ, Α/Κ πυροβόλα) δεν ήταν ο επικινδυνότερος αντίπαλος τους (Α/Α συστήματα). Κατά τον Στάρρυ ο συνδυασμός JSTARS και ATACMS θα έλυνε το πρόβλημα της καταστολής της εχθρικής αεράμυνας. [52] Σε κάθε περίπτωση, το δόγμα προέβλεψε ότι τα ΕΕ/Π θα μπορούσαν να ενεργήσουν μόνα τους ή ως μέρος διακλαδικής αεροπορικής δύναμης και ότι η καταστολή της εχθρικής αεράμυνας ήταν επιθυμητή, αλλά όχι απαραίτητη. [53] Το 1986 ο κανονισμός «Attack Helicopter Battalion» προέβλεπε ότι τα ΕΕ/Π θα έπρεπε, κατ΄ αρχήν, να αποφεύγουν τον εντοπισμό τους. [54] Αυτό θεωρούνταν εφικτό επειδή με το AH-64 «Απάτσι» στη δυνατότητα χαμηλής πτήσης προστέθηκε και η δυνατότητα νυχτερινού αγώνα. [55]
Καθώς τα ΕΕ/Π βρήκαν τη θέση τους στη βαθιά μάχη θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να αναλάβουν τις παρακάτω αποστολές σε αυτή: [56]
α) Επιδρομή. Η επιδρομή ήταν μία επιχείρηση ειδικού σκοπού, που χαρακτηριζόταν από ταχύτητα και αποσκοπούσε στη συλλογή πληροφοριών, στην πρόκληση σύγχυσης ή στην καταστροφή εχθρικών εγκαταστάσεων. Στόχοι της ήταν σταθμοί διοικήσεως, περιοχές συγκεντρώσεως, περιοχές διοικητικής μερίμνης.
β) Ενέδρα. Η ενέδρα ήταν αιφνιδιαστική επίθεση με πυρά από κεκαλυμμένες θέσεις εναντίον εχθρού που κινούνταν ή είχε προσωρινά σταματήσει. Τα τάγματα ΕΕ/Π (ΤΕΕ/Π) του ΣΣ διεξήγαγαν ενέδρες στο εχθρικό βάθος για να καταστρέψουν, φθείρουν ή αποδιοργανώσουν εχθρικές ακολουθούσες δυνάμεις που βρίσκονται έξω από το βεληνεκές του μεραρχιακού πυροβολικού.
γ) Αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας. Ήταν μία επίθεση περιορισμένου σκοπού για να αποδιοργανώσει ή να καθυστερήσει μία εχθρική δύναμη πριν εκείνη επιτεθεί. Η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας χτυπούσε τον εχθρό εκεί που ήταν περισσότερο ευάλωτος, δηλαδή κατά τις προετοιμασίες του στην περιοχή συγκεντρώσεως ή καθώς κινούνταν προς τη γραμμή εξορμήσεως. Τα ΤΕΕ/Π του ΣΣ ενεργούσαν αντεπιθέσεις εκτός τοποθεσίας με τον ίδιο τρόπο που διεξήγαγαν τις ενέδρες, μόνο που η αποστολή τους ήταν να αποδιοργανώσουν παρά να καταστρέψουν την εχθρική δύναμη. Ο στόχος τους ήταν εχθρικές δυνάμεις εκμεταλλεύσεως που κινούνταν στα μετόπισθεν των προωθημένων μεραρχιών. Τα ΤΕΕ/Π των μεραρχιών διενεργούσαν αντεπιθέσεις εκτός τοποθεσίας εναντίον εχθρικών δυνάμεων που είχαν υπερισχύσει της φίλιας δύναμης καλύψεως, αλλά δεν είχαν λάβει ακόμη επαφή με το φίλιο πρόσθιο όριο τοποθεσίας.
δ) Συνεχής επίθεση. Η συνεχής επίθεση ενείχε τον μεγαλύτερο κίνδυνο από τα τέσσερα είδη επιχειρήσεων που μπορούσαν να αναλάβουν τα ΤΕΕ/Π στη βαθιά μάχη. Διεξαγόταν όταν το ΣΣ σκόπευε να μεταβεί από την άμυνα στην επίθεση. To TEE/Π επιτίθονταν για να καταστρέψει εχθρικές δυνάμεις μπροστά από τις επιτιθέμενες φίλιες χερσαίες δυνάμεις. Ο σκοπός της επίθεσης του ΤΕΕ/Π ήταν να επιταχυνθεί ο ρυθμός των φιλίων επιχειρήσεων μέσω της καταστροφής εχθρικών δυνάμεων επί του άξονα της φίλιας επίθεσης. Την επίθεση του ΤΕΕ/Π ακολουθούσαν αερομεταφερόμενες δυνάμεις και στοιχεία ΔΜ, για να εξασφαλίσουν το έδαφος και για να συστήσουν Προκεχωρημένα Σημεία Ανεφοδιασμού Καυσίμων – Πυρομαχικών, ώστε να συντηρηθεί η επίθεση των ΕΕ/Π.
Το σύνταγμα ΕΕ/Π της ταξιαρχίας ΑΣ του ΣΣ επιτίθεται σε εχθρικές τεθωρακισμένες δυνάμεις στο βάθος του άξονα της φίλιας επίθεσης. ΠΗΓΗ: FM 1-112/1991 |
Ολοκληρώνοντας το τμήμα των ΕΕ/Π και το κεφάλαιο του εκτεταμένου πεδίου μάχης θα παρατεθεί ένα φανταστικό σενάριο βαθιάς επίθεσης ΕΕ/Π, που συνοψίζει αρκετά απ΄ όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. [57]
Την ημέρα «D» το 10ο ΣΣ βρισκόταν σε άμυνα και αντιμετώπιζε την 24η Σοβιετική Στρατιά. Το 2ο κλιμάκιο του επιτιθέμενου σοβιετικού Μετώπου συνίστατο από την 28η Στρατιά. Το Σώμα είχε αποφασίσει ότι από ημέρα «D» έως «D+2» θα διεξήγαγε τη βαθιά μάχη εναντίον του 2ου κλιμακίου της 24ης Στρατιάς και από τη νύχτα «D+2/D+3» έως την «D+5» θα διεξήγαγε τη βαθιά μάχη εναντίον της 28ης Στρατιάς. Πρόθεση της προϊστάμενης 1ης Ομάδας Στρατιών ήταν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε την «D+6» να αντεπιτεθεί με το 11ο ΣΣ και την «D+7» να μεταβεί από την άμυνα στην επίθεση.
Η Π3Ε του 10ου Σώματος θα καθόριζε σε ποιον χρόνο θα προσβάλλονταν ποιοι στόχοι της βαθιάς επίθεσης και από ποιο μέσο. Σε ό,τι αφορούσε στην 28η Στρατιά η ανάλυση απ΄ όλες τις πηγές έδειξε ότι το 2ο κλιμάκιο της αποτελούνταν από την 22η Μεραρχία Αρμάτων της Φρουράς, η οποία τη Ν D+3/D+4 θα κινούνταν από την περιοχή συγκεντρώσεως της στον χώρο λήψεως σχηματισμού μάχης. Το μέσο που επιλέχθηκε για να διενεργήσει τη βαθιά επίθεση ήταν η 10η Ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού (ΤΑΞΑΣ) του Σώματος.
Το παράθυρο ευκαιρίας για την επίθεση των ΕΕ/Π στην 22η Μεραρχία ήταν από D+3/19:00 έως D+4/01:00. Έκλεινε, δηλαδή, τέσσερις ώρες πριν την έναρξη του πρωινού λυκαυγούς εκείνης της ημέρας. Ως ώρα «Η» καθορίστηκε η D+3/19:00.
Την Η-96 ο σωματάρχης εξέδωσε τις οδηγίες του και το επιτελείο του άρχισε τη σχεδίαση. Τα στοιχεία της Π3Ε που ήταν απαραίτητα για τον σχεδιασμό της επιχείρησης περιλάμβαναν ανάλυση του καιρού, του εχθρού, του εδάφους, των συνθηκών φωτισμού και των δυνατοτήτων των φίλιων και εχθρικών συστημάτων. Με βάση το έδαφος εξετάστηκαν δρομολόγια εισόδου – εξόδου και Στοχοποιημένες Περιοχές Ενδιαφέροντος που θα εξελίσσονταν στις Περιοχές Εμπλοκής (ΠΕ) των ΕΕ/Π, στον χώρο δηλαδή που θα καταστρέφονταν η εχθρική δύναμη. Εκεί όπου ο αντίπαλος διοικητής θα έπρεπε να πάρει αποφάσεις ορίστηκαν Καθορισμένες Περιοχές Ενδιαφέροντος, ώστε με την παρακολούθηση της εχθρικής δραστηριότητας σε αυτές να επιβεβαιώνονταν πιθανοί εχθρικοί τρόποι ενεργείας.
Την Η-96 η 10η ΤΑΞΑΣ έλαβε προειδοποιητική διαταγή και μετακίνησε το τακτικό στρατηγείο της πλησίον του κυρίως στρατηγείου του Σώματος. Από την Π3Ε το επιτελείο επέλεξε την ΠΕ. Αυτή έπρεπε να έχει τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να περιορίζει τις επιλογές κινήσεως του αντιπάλου και να παρέχει πεδία βολής και απόκρυψη στα ΕΕ/Π. Η ΠΕ έλαβε την ονομασία «PAD». Είχε πλάτος 20 χλμ. και βάθος 50 χλμ., ενώ βρίσκονταν 60 χλμ. από την ΠΣ της 22ης και οι φάλαγγες της σοβιετικής Μεραρχίας αναμένονταν να φτάσουν εκεί τρεις ώρες μετά την έναρξη της κινήσεως τους. Η απόσταση από την φίλια προκεχωρημένη γραμμή τμημάτων μέχρι το κέντρο της ΠΕ «PAD» ήταν περίπου 70 χλμ.
Η Π3Ε του Σώματος συνεχιζόταν αδιάλειπτα. Πληροφορίες περί εχθρού, καιρού και εδάφους συνδυάζονται για να εξεταστούν:
Δρομολόγια εισόδου – εξόδου
Σημεία διασποράς
Σημεία ανασυγκρότησης
Περιοχές αναμονής
Θέσεις μάχης
Σημεία περισυλλογής καταρριφθέντων χειριστών
Την Η-48 το Σώμα εξέδωσε τη διαταγή του. Το σχέδιο προέβλεπε να χρησιμοποιηθούν ένα α/φος OV-1D Mohawk, με το εναέριο ραντάρ πλευρικής επόπτευσης (SLAR) UPD-7, και περίπολα μακράς ακτίνας δράσης για να επιτηρούν την εχθρική δραστηριότητα στις Καθορισμένες Περιοχές Ενδιαφέροντος, ένα α/φος RV-1D, με το σύστημα AN/ALQ-133 Quick Look II, που θα εντόπιζε εκπομπές ραντάρ των σοβιετικών Α/Α συστημάτων και ένα α/φος RC-12K Guardrail, που θα παρακολουθούσε τις επικοινωνίες της 28ης Στρατιάς, ενώ ένα ακόμη α/φος του ίδιου τύπου θα χρησιμοποιούνταν ως αναμεταδότης κατά τη διεξαγωγή της επιχείρησης. Επιπλέον, το Σώμα αιτήθηκε τη διάθεση α/φους TR-1 με ραντάρ ASARS-2 για να επιτηρεί την ΠΕ, καθώς και δορυφορική εικόνα.
Η 10η ΤΑΞΑΣ θα επιτίθονταν με το 103ο Σύνταγμα ΕΕ/Π (Απάτσι). Κάθε ένα ΤΕΕΠ του Συντάγματος θα κατέστρεφε από ένα σύνταγμα ελιγμού της σοβιετικής μεραρχίας. Ως «καταστροφή» νοούνταν η καταστροφή του 70% των κύριων συστημάτων της εχθρικής δύναμης. Η επιχείρηση των ΕΕ/Π θα διεξάγονταν σε έξι φάσεις που περιλάμβαναν:
Προετοιμασία
Διείσδυση
Κίνηση προς τον ΑΝΣΚ
Ενέργειες επί του ΑΝΣΚ
Επιστροφή
Αποκατάσταση
Τη Ν D+2/D+3 τα τρία ΤΕΕΠ μετακινήθηκαν σε Προωθημένους Χώρους Συγκεντρώσεως (ΠΧΣ). Κάθε ΤΕΕΠ αποτελούνταν από: 18 ΑΗ-64Α, 13 ΟΗ-58C και 3 UH-60. Ο χρόνος που τα ΕΕ/Π θα διέρχονταν τη γραμμή προκεχωρημένων τμημάτων ορίστηκε ως ώρα «F».
Το σημείο απόφασης για την εκτέλεση της βαθιάς επίθεσης ήταν δύο ώρες πριν την F (F-2). Τα μέσα συλλογής πληροφοριών που αναφέρθηκαν παραπάνω θα έπρεπε να επιβεβαίωναν την κίνηση της σοβιετικής Μεραρχίας στις Καθορισμένες Περιοχές Ενδιαφέροντος. Θέσεις ραντάρ Α/Α συστημάτων που εντοπίζονταν αποστέλλονταν στο σύστημα πυρών υποστηρίξεως και στα πληρώματα των ΕΕ/Π.
Την ώρα F-0:15 εκτελέστηκαν πυρά καταστολής της εχθρικής αεράμυνας (SEAD) με πυραύλους ATACMS Block I, ενώ οι λόχοι ΕΕ/Π κινούνταν προς τα σημεία από τα οποία θα διέρχονταν τη γραμμή προκεχωρημένων τμημάτων. Την ώρα F τα ΕΕ/Π διήλθαν τη γραμμή προκεχωρημένων τμημάτων και 45΄ μετά (F+0:45) κατέλαβαν τις θέσεις μάχης, που είχαν επιλεγεί από τη φάση της σχεδίασης.
Ενώ τα ΕΕ/Π προσέβαλαν τους στόχους τους εκτελούνταν πυρά SEAD εναντίον Α/Α συστημάτων που είχαν εντοπιστεί και απειλούσαν τα δρομολόγια εξόδου τους. Την ώρα F+1 άρχισε η αποχώρηση των ΕΕ/Π υπό την κάλυψη αεροπορικής επίθεσης.
Η Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης (Battlefield Air Interdiction - ΒΑΙ)
Η Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης (BAI) ήταν κορυφαίας σημασίας για την Αεροχερσαία Μάχη, αφού, όπως αναφέρθηκε, αυτή ήταν παρούσα και στις τέσσερις μορφές της βαθιάς επίθεσης και στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και το μοναδικό μέσο διεξαγωγής της. Στο παρόν κεφάλαιο θα εξιστορηθεί η γέννηση και η υιοθέτηση της, ενώ αργότερα θα παρακολουθήσουμε τον πρόωρο θάνατο της.
Η σχέση της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας με την Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης (ΒΑΙ) ήταν, το λιγότερο, περίπλοκη. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 η αμερικανική αεροπορία παρείχε τα πυρά της υπέρ των χερσαίων επιχειρήσεων με δύο τρόπους: την Εγγύς Αεροπορική Υποστήριξη (ΕΑΥ) και την Αεροπορική Απομόνωση (Air Interdiction – AI). Η ΕΑΥ αποτελούσε τη χρήση αεροπορικής ισχύος εναντίον εχθρικών στόχων που καθορίζονταν από τον χερσαίο διοικητή. Οι στόχοι αυτοί βρίσκονταν πλησίον των φιλίων δυνάμεων και γι΄ αυτό απαιτούνταν λεπτομερής συντονισμός με αυτές. Οι αποστολές ΕΑΥ λάμβαναν χώρα από τη φίλια πλευρά της Γραμμής Συντονισμού Πυρών Υποστηρίξεως (η ΓΣΠΥ υιοθετήθηκε από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις το 1965 και αντικατέστησε την παλαιότερη «Γραμμή Βομβαρδισμού»). Στην αεροπορική απομόνωση οι στόχοι καθορίζονταν από τον αεροπορικό διοικητή με βάση τις γενικές οδηγίες του διακλαδικού διοικητή. Οι αποστολές της λάμβαναν χώρα πέρα από τη ΓΣΠΥ και δεν απαιτούσαν άλλο συντονισμό με τις χερσαίες δυνάμεις. [58] Έτσι, με άπλα λόγια, από τη μέσα πλευρά της ΓΣΠΥ ήταν το «γήπεδο» του στρατού και από την έξω της αεροπορίας. Η Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης (BAI) ήρθε να διαταράξει αυτόν τον τακτοποιημένο κόσμο.
1947 – 1964 Ανατρέχοντας πίσω στον χρόνο θα διαπιστώσουμε ότι η αμερικανική αεροπορία είχε άλλες απόψεις στο θέμα. Από τη δημιουργία της και μέχρι το 1964 αντιλαμβάνονταν ότι οι επιχειρήσεις αεροπορικής απομόνωσης μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα τόσο μακρύτερα όσο και εγγύτερα προς τις φίλιες χερσαίες δυνάμεις, οπότε ανάλογος θα έπρεπε να ήταν και ο συντονισμός με αυτές. [59] Το φυλλάδιο «Τακτικές Αεροπορικές Επιχειρήσεις» του 1949 ανέφερε σχετικά:
«Ο τελικός σκοπός της αεροπορικής απομόνωσης εκεί όπου οι αντίπαλες χερσαίες δυνάμεις δεν βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους είναι η ακινητοποίηση των εχθρικών δυνάμεων και η αδυναμία τους να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στη μάχη. Εκεί όπου οι αντίπαλες εχθρικές δυνάμεις είναι σε επαφή με τις φίλιες ο σκοπός της απομόνωσης είναι η διακοπή των γραμμών ανεφοδιασμού τους ώστε να χάσουν την αποτελεσματικότητα τους και/ή να εξαναγκαστούν να συμπτυχθούν σε βραχύτερες γραμμές ανεφοδιασμού». [60]
Το παραπάνω πνεύμα διατηρήθηκε μέχρι το 1964. Ο τότε βασικός κανονισμός για τη διεξαγωγή τακτικών αεροπορικών επιχειρήσεων TACM 1-1 έγραφε:
«Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των στόχων της αεροπορικής απομόνωσης βρίσκονται έξω από την περιοχή που διεξάγεται η χερσαία μάχη, και γι΄ αυτό δεν απαιτείται διακλαδικός συντονισμός, οι απαιτήσεις των χερσαίων δυνάμεων για τη μελλοντική χρήση συγκεκριμένων έργων (γέφυρες, λιμάνια, κλπ) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη» και συνέχιζε «επιθέσεις μέσα από τη Γραμμή Βομβαρδισμού θα γίνονται μόνο μετά από συντονισμό με τον χερσαίο διοικητή, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη ενσωμάτωση της εκστρατείας αεροπορικής απομόνωσης με το σχέδιο πυρός και τον ελιγμό των χερσαίων δυνάμεων». [61]
Βιετνάμ Η εμπειρία στο Βιετνάμ οδήγησε την αμερικανική αεροπορία να επιδιώξει ένα σαφή διαχωρισμό των επιχειρήσεων αεροπορικής απομόνωσης από τις άμεσες ενέργειες των χερσαίων τμημάτων. Η μη ύπαρξη συγκεκριμένου μετώπου, η φύση του εδάφους, η φύση των εχθρικών μονάδων και οι πολιτικοί περιορισμοί καθιστούσαν μη αποδοτικές τις επιχειρήσεις αεροπορικής απομόνωσης πλησίον του πεδίου της μάχης. [62] Η άποψη που επικράτησε για την αεροπορική απομόνωση είχε ως εξής:
«Οι σκοποί μιας εκστρατείας αεροπορικής απομόνωσης συνάγονται από τους συνολικούς σκοπούς της διακλαδικής δύναμης… οι στόχοι της αεροπορικής απομόνωσης δεν υποδεικνύονται από τον χερσαίο διοικητή… η αεροπορική απομόνωση δεν απαιτεί λεπτομερή ενσωμάτωση των αποστολών της με το σχέδιο πυρός και ελιγμού των χερσαίων δυνάμεων και γι΄ αυτό λαμβάνει χώρα έξω από το άμεσο πεδίο των χερσαίων επιχειρήσεων». [63]
Έτσι, κατά την αναθεώρηση του TACM 1-1 το 1966 η περίπτωση των αποστολών αεροπορικής απομόνωσης πλησίον του χώρου διεξαγωγής των χερσαίων επιχειρήσεων απαλείφθηκε. [64]
Στροφή στο Κεντρικό Μέτωπο Η αποτυχία στο Βιετνάμ έστρεψε το αμερικανικό ενδιαφέρον στο Κεντρικό Μέτωπο στην Ευρώπη. Το 1973, οι αρχηγοί στρατού και αεροπορίας συμφώνησαν να ωθήσουν τους κλάδους τους να παραμερίσουν τους ανταγωνισμούς τους και να διερευνήσουν τρόπους καλύτερης συνεργασίας μεταξύ τους πέραν της ΕΑΥ. [65]
Ένα θέμα πέραν της ΕΑΥ ήταν η αεροπορική απομόνωση και δεν ήταν όλοι σύμφωνοι με τη νέα αντίληψη που είχε υιοθετήσει η αεροπορία γι΄ αυτήν. Η άποψη του Ναυάρχου Thomas Moorer, πιλότου της ναυτικής αεροπορίας και αρχηγού των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων το διάστημα 1970 – 74, ήταν χαρακτηριστική:
«Ο Θεός να μας λυπηθεί αν βασίσουμε το μέλλον μας στο σκεπτικό με το οποίο διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις στο Ν. Βιετνάμ. Νομίζω ότι ένα από τα ατυχή αποτελέσματα αυτής της εμπειρίας είναι ότι δημιουργήθηκαν ερωτήματα σε πολλούς για τη χρησιμότητα, για παράδειγμα, της αεροπορικής απομόνωσης στο πεδίο της μάχης. Νομίζω ότι θα ήταν τεράστιο λάθος να εξάγουμε συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα της αεροπορικής απομόνωσης μόνο από τον τρόπο που αυτή διεξήχθη στη ΝΑ Ασία». [66]
Η ενασχόληση με το Κεντρικό Μέτωπο άρχισε να ωριμάζει την άποψη ότι το σοβιετικό 2ο κλιμάκιο, που βρίσκονταν έξω από το βεληνεκές των όπλων του Στρατού Ξηράς (ΣΞ) και έξω από το όριο της ΕΑΥ θα έπρεπε σε κάποιο βαθμό να αντιμετωπιστεί από την αεροπορία πριν λάβει επαφή με τις φίλιες δυνάμεις. Το 1973 ο διευθυντής της διεύθυνσης δόγματος, αντιλήψεων και στόχων της αεροπορίας, Υποπτέραρχος Leslie W. Bray Jr., διοργάνωσε μία σειρά σεμιναρίων για να εκτιμηθούν δόγματα και αντιλήψεις που είχαν εμφανιστεί έως τότε. Μια ιδέα που αναπτύχθηκε στη διάρκεια αυτών των σεμιναρίων, και που ο Bray ονόμασε «Tactical Counterforce», είχε το εξής περιεχόμενο:
«Η “Tactical Counterforce” έχει ως σκοπό την καταστροφή ή την εξάρθρωση μεγάλων χερσαίων δυνάμεων που απειλούν τις φίλιες δυνάμεις, αλλά δεν έχουν εμπλακεί ακόμη με αυτές. Οι στόχοι είναι εχθρικές μονάδες που βρίσκονται πέρα από το πρόσθιο όριο της τοποθεσίας. Επειδή η “Tactical Counterforce” επιτίθεται σε εχθρικές δυνάμεις και όχι σε γραμμές επικοινωνιών διαφέρει από τις τρέχουσες αντιλήψεις και την παραδοσιακή έμφαση της αεροπορικής απομόνωσης. Η απομόνωση θα συνεχίσει να είναι μία άλλη ουσιώδης λειτουργία της τακτικής αεροπορίας, αλλά η “Tactical Counterforce” προσθέτει μία διευρυμένη διάσταση στην παρούσα αντίληψη της απομόνωσης». [67]
Και ο Bray συνέχιζε: «Μπορεί να είναι πιθανόν η “Tactical Counterforce” να χρησιμοποιηθεί εναντίον των ταχέως κινούμενων εχθρικών εμπροσθοφυλακών πριν αυτές λάβουν επαφή με τις φίλιες χερσαίες δυνάμεις, αλλά αυτή θα είναι μία σύντομη, μεταβατική φάση. Στα επόμενα στάδια της επίθεσης οι εμπροσθοφυλακές θα ενεργούν μέσα στο βεληνεκές των χερσαίων φιλίων δυνάμεων και οι αεροπορικές επιθέσεις εναντίον τους θα ανήκουν στην κατηγορία της ΕΑΥ. Όμως, ο όγκος των δυνάμεων του ΣτΒ θα βρίσκεται πέρα από το βεληνεκές των όπλων των φιλίων χερσαίων μονάδων και πέρα από την περιοχή που καλύπτεται από την ΕΑΥ. Αν ένας σημαντικός αριθμός εχθρικών αρμάτων, πυροβόλων, ΤΟΜΠ μπορεί να απομειωθεί από την “Tactical Counterforce” τότε η ορμή της εχθρικής επίθεσης θα αμβλυνθεί. Οι φίλιες χερσαίες δυνάμεις θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ευκολότερα την απομειωμένη εχθρική πίεση, βελτιώνοντας τις προοπτικές αναχαίτισης της εχθρικής επίθεσης». [68]
Σε αυτό το πλαίσιο αναζητήσεων εμφανίστηκε στο τεύχος Ιουλίου – Αυγούστου 1977 του περιοδικού Air University Review το άρθρο «Tactical Airpower and Environmental Imperatives», του Αντισμήναρχου (εφ.) Robert S. Dotson, το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση. Ο Dotson υποστήριξε ότι στο Κεντρικό Μέτωπο μεγάλο μέρος της αεροπορικής προσπάθειας θα έπρεπε να κατευθυνθεί σε μία «νέα» αποστολή, διαφορετική από την ΕΑΥ και την αεροπορική απομόνωση, την οποία ονόμασε «Battlefield Interdiction» (απομόνωση του πεδίου της μάχης). [69] Η απομόνωση του πεδίου της μάχης δεν χρειαζόταν λεπτομερή συντονισμό με τις χερσαίες δυνάμεις, οπότε μπορούσε να εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα, αφού δεν παρεμβάλλονταν ελεγκτές αέρος και μπορούσε να παρέχει μεγάλο όγκο πυρός, αφού δεν διακινδύνευαν φίλιες δυνάμεις. Όμως, τα α/φη θα εκτίθονταν για μεγαλύτερο χρόνο στην εχθρική αεράμυνα, αλλά η έλευση του συστήματος JSTARS αναμένονταν ότι θα αποκάλυπτε τους στόχους και θα τους μεταβίβαζε έγκαιρα στα α/φη, ώστε να μειώνονταν ο χρόνος της έκθεσης τους.
ΝΑΤΟ Ένα άλλο γεγονός που έδωσε ώθηση στην αποδοχή της αεροπορικής απομόνωσης του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) από την αμερικανική αεροπορία έλαβε χώρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το ΝΑΤΟ στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 αποφάσισε να αναθεωρήσει το εγχειρίδιο ATP-27 που αφορούσε στην υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων από την αεροπορία. Η ενέργεια αυτή σε εκείνο τον κανονισμό ονομάζονταν επιθετική αεροπορική υποστήριξη (Offensive Air Support – OAS), και αποτελούνταν από τρία είδη αποστολών: την αεροπορική απομόνωση, την ΕΑΥ και την τακτική αεροπορική αναγνώριση. Το χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων OAS ήταν ότι είχαν άμεση επίδραση στις χερσαίες επιχειρήσεις. [70] Ειδικότερα, σε ότι αφορούσε στην αεροπορική απομόνωση αυτή προσδιορίζονταν ως:
«Αεροπορικές επιχειρήσεις σχεδιασμένες να καταστρέψουν, απομονώσουν, εξουδετερώσουν ή καθυστερήσουν το εχθρικό στρατιωτικό δυναμικό πριν επιδράσει αποτελεσματικά στις φίλιες δυνάμεις, σε τέτοια απόσταση ώστε λεπτομερής ενσωμάτωση κάθε αποστολής με το σχέδιο πυρός και ελιγμού των φιλίων δυνάμεων να μην απαιτείται. Οι αποστολές αεροπορικής απομόνωσης θεωρούνται μέρος της OAS όταν οι στόχοι που θα τύχουν επίθεσης έχουν άμεση επίδραση στις επιχειρήσεις των χερσαίων δυνάμεων». [71]
Η ανάγκη αναθεώρησης του ΑΤΡ-27 προέκυψε τόσο από την αναθεώρηση του ΑΤΡ-33, που ήταν ο βασικός κανονισμός των αεροπορικών επιχειρήσεων, όσο και από την επανίδρυση το 1974 του στρατηγείου της AAFCE (Allied Air Forces Central Europe), που έλαβε υπό την επιχειρησιακή του διοίκηση όλες τις αεροπορικές δυνάμεις του Κεντρικού Μετώπου. Στο Κεντρικό Μέτωπο παρατάσσονταν η Βόρεια (NORTΗAG) και η Κεντρική (CENTAG) Ομάδες Στρατιών, που υποστηρίζονταν από τη 2η και 4η ATAF (Allied Tactical Air Force) αντίστοιχα. Μέχρι τότε οι δύο αεροπορικοί σχηματισμοί ακολουθούσαν τις δικές τους διαδικασίες διοίκησης και ελέγχου των επιχειρήσεων τους. Με τη δημιουργία της νέας διοίκησης τέθηκε θέμα ενοποίησης των διαδικασιών και αντιλήψεων των επιχειρήσεων OAS. Οι Αμερικανοί ευνοούσαν την ενίσχυση της θέσης του COMAAFCE γιατί ευνοούσαν την οπτική του ΘΕ που είχε η AAFCE, πράγμα που ήταν συναφές με τις αντιλήψεις τους για την αεροπορική απομόνωση όπως παρατέθηκαν παραπάνω.
Στις συζητήσεις που έγιναν το 1977 για την αναθεώρηση του ΑΤΡ-27 η αμερικανική αντιπροσωπεία επιδίωξε να αφαιρεθεί η αεροπορική απομόνωση από τις αποστολές OAS. Οι Βρετανοί, που διοικούσαν τη NORTHAG και τη 2η ATAF, είχαν διαφορετική άποψη. Θεωρούσαν ότι ο κίνδυνος μιας γρήγορης σοβιετικής διάσπασης στον τομέα τους ήταν μεγαλύτερος, γι΄ αυτό και ήθελαν οι αποστολές αεροπορικής απομόνωσης να έχουν μεγαλύτερη ανταποκρισιμότητα στις ανάγκες των χερσαίων διοικητών. Επιπλέον, δεν επιθυμούσαν μια ισχυροποίηση του AAFCE, γιατί θεωρούσαν περισσότερο αποτελεσματικό τον συντονισμό μεταξύ των εθνικών ΣΣ της NORTHAG με τα αντίστοιχα εθνικά στοιχεία της 2ης ATAF. Γι΄ αυτό επιδίωκαν ο ορισμός της αεροπορικής απομόνωσης να διατηρηθεί ως είχε και στο αναθεωρημένο εγχειρίδιο.
Στην πορεία των συζητήσεων οι Βρετανοί υποχώρησαν και αποδέχτηκαν να αφαιρεθεί η αεροπορική απομόνωση από τις αποστολές OAS, αλλά, με έναν ευφυή ελιγμό, εμφάνισαν μία νέα αποστολή, που την ονόμασαν «Battlefield Air Interdiction» (ΒΑΙ). Επί της ουσίας η νέα αποστολή ήταν εκείνο το μέρος της αεροπορικής απομόνωσης που λάμβανε χώρα εγγύτερα προς τις φίλιες χερσαίες δυνάμεις. Κατά τους Βρετανούς η απόσταση αυτή ήταν 15 – 50 χλμ. από το φίλιο ΠΟΤ, ώστε να μπορούν να προσβληθούν οι σοβιετικοί τεθωρακισμένοι σχηματισμοί που δεν είχαν εμπλακεί ακόμη στον αγώνα. [72] Οι Αμερικανοί ήταν αρνητικοί στη βρετανική ιδέα, αλλά για να μην οδηγηθούν σε αδιέξοδο πρότειναν η αναθεώρηση του ΑΤΡ-27 να ανατεθεί σε μία άλλη επιτροπή με είκοσι μέλη από τις ΗΠΑ, το ΗΒ και τη Δ. Γερμανία.
Ο αναθεωρημένος κανονισμός ΑΤΡ-27 (Β) εγκρίθηκε τελικά τον Μάιο του 1979. Όπως ήταν αναμενόμενο έγιναν συμβιβασμοί και από τις δύο πλευρές. Οι Βρετανοί πέτυχαν η αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) να συμπεριληφθεί στις αποστολές OAS. Στη νέα έκδοση του κανονισμού αυτή ορίζονταν ως:
«Εναέρια ενέργεια εναντίον εχθρικών στόχων στο έδαφος, που είναι σε θέση να επιδράσουν άμεσα επί των φίλιων δυνάμεων, και που απαιτεί διακλαδικό σχεδιασμό και συντονισμό. Ενώ οι αποστολές ΒΑΙ απαιτούν διακλαδικό συντονισμό στη φάση της σχεδίασης, μπορεί να μην απαιτούν συνεχή συντονισμό στη φάση της εκτέλεσης». [73]
Οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, εξασφάλισαν ότι οι αποστολές ΒΑΙ δεν θα ανατίθονταν στο επίπεδο του ΣΣ, όπως ήθελαν οι Βρετανοί, αλλά στο επίπεδο ATAF/Ομάδας Στρατιών. Οι αποστολές αυτές θα λάμβαναν χώρα και από τις δύο πλευρές της ΓΣΠΥ, οπότε πέραν αυτής θα εκτελούνταν χωρίς άλλο συντονισμό με τον ΣΞ. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος των αποστολών θα εξασκούνταν από τον αεροπορικό διοικητή, πράγμα που ικανοποιούσε τους Αμερικανούς.
Η υιοθέτηση Αφού το κλίμα είχε πλέον ωριμάσει, το 1979, η αμερικανική αεροπορία υιοθέτησε επίσημα την «Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης» (ΒΑΙ). Ο ορισμός που δίνονταν στον κανονισμό AFM 1-1/1979 «Functions and Basic Doctrine of USAF» είχε ως εξής:
«Το μέρος της αποστολής της αεροπορικής απομόνωσης που μπορεί να έχει άμεσα ή βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα στις χερσαίες επιχειρήσεις – θα αναφέρεται στη συνέχεια ως Αεροπορική Απομόνωση του Πεδίου της Μάχης (ΒΑΙ) – απαιτεί από τους αεροπορικούς και χερσαίους διοικητές να συντονίσουν τις επιχειρήσεις τους για να εξασφαλίσουν την πιο αποτελεσματική υποστήριξη για τη δύναμη συνδυασμένων όπλων». [74]
Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 1980 η TRADOC παρουσίασε για πρώτη φορά επίσημα την ιδέα του «Εκτεταμένου Πεδίου Μάχης» το ζήτημα της συμμετοχής της αεροπορίας σε αυτό, θεωρητικά τουλάχιστον, είχε λυθεί. Ο Στάρρυ είχε την εξαιρετική τύχη εκείνη την εποχή διοικητής της τακτικής αεροπορίας (Tactical Air Command – TAC) να είναι ο Πτέραρχος Wilbur L. Creech, ο οποίος υποστήριξε ολόψυχα την ιδέα. Ο ίδιος ο Στάρρυ έχει δηλώσει ότι χωρίς τον Creech η Αεροχερσαία Μάχη δεν θα μπορούσε να υπάρξει. [75]
Στις 23 Μαΐου 1981 οι δύο κλάδοι συνυπέγραψαν μία «Συμφωνία για την κατανομή και διάθεση της επιθετικής αεροπορικής υποστήριξης (OAS)». Αυτό που ήταν σημαντικό για τον στρατό ήταν ότι στη Συμφωνία αναγράφονταν ότι οι έξοδοι υπέρ της αεροπορικής απομόνωσης του πεδίου της μάχης (BAI) διετίθοντο από την ATAF, σε ανταπόκριση των στόχων που καθορίζονταν από το ΣΣ. [76] Στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους η αεροπορία διακήρυξε ότι η Συμφωνία είχε ισχύ δόγματος και το περιεχόμενο της θα εντάσσονταν στα σχετικά εγχειρίδια του κλάδου. [77] Καθώς η αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) υπήρχε πλέον στα νατοϊκά εγχειρίδια, στον βασικό κανονισμό της αεροπορίας και στη Συμφωνία των δύο κλάδων, ο στρατός ένιωθε πλέον αρκετά σίγουρος, ώστε να τη συμπεριλάβει κι αυτός στο δικό του βασικό εγχειρίδιο. Στον κανονισμό FM 100-5/1982 η αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) ορίζονταν ως:
«Εναέρια ενέργεια εναντίον εχθρικών στόχων στο έδαφος, που καθορίζονται από τον χερσαίο διοικητή σε άμεση υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων. Είναι το κύριο μέσο διεξαγωγής της βαθιάς μάχης σε μεγάλες αποστάσεις. Απομονώνει εχθρικές δυνάμεις αποτρέποντας την ενίσχυση και τον ανεφοδιασμό τους και περιορίζοντας την ελευθερία ενεργείας τους. Επίσης, καταστρέφει, επιβραδύνει ή εξαρθρώνει ακολουθούσες εχθρικές μονάδες πριν αυτές αφιχθούν στον χώρο της εγγύς μάχης. Οι αποστολές ΒΑΙ σχεδιάζονται εναντίον στόχων που μπορεί να βρίσκονται από οποιαδήποτε πλευρά της ΓΣΠΥ στην ΠΕΠ του χερσαίου διοικητή. Οι αποστολές ΒΑΙ εντός της ΓΣΠΥ απαιτούν στενό συντονισμό με τις χερσαίες μονάδες. Αν και οι αποστολές ΒΑΙ απαιτούν διακλαδικό συντονισμό στη φάση της σχεδίασης, δεν απαιτούν πάντα το ίδιο στη φάση της εκτέλεσης». [78]
Εδώ, αξίζει να σημειωθεί, και να κρατηθεί για τη συνέχεια, το εξής: Ο ορισμός του στρατού ανέφερε ότι οι αποστολές ΒΑΙ λάμβαναν χώρα εντός της ΠΕΠ του χερσαίου διοικητή. Όπως, όμως, έχει ήδη αναφερθεί η ΠΕΠ είναι ο χώρος εντός του οποίου ο χερσαίος διοικητής ενεργεί με τα οργανικά του όπλα ή αυτά που του έχουν διατεθεί. Η φράση αυτή δημιούργησε την καχυποψία σε μέρος της αεροπορίας ότι ο στρατός θεωρούσε τις εξόδους ΒΑΙ ως «δικιά του» αεροπορία.
Στις 21 Απριλίου 1983 οι αρχηγοί στρατού και αεροπορίας υπέγραψαν ένα μνημόνιο κατανόησης για την καταβολή κοινών προσπαθειών για την ενίσχυση του δόγματος της Αεροχερσαίας Μάχης. [79] Τον Μάιο του επόμενου έτους οι δύο κλάδοι υπέγραψαν ένα νέο μνημόνιο, που έμεινε γνωστό ως οι «31 Πρωτοβουλίες» και αφορούσε σε θέματα συνεργασίας των δύο κλάδων. Η πρωτοβουλία Νο 21 αναφερόταν στην αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) και περιλάμβανε τρεις ενέργειες. Πρώτον, οι δύο κλάδοι δεσμεύονταν να αναπτύξουν διαδικασίες που θα συγχρόνιζαν την ΒΑΙ με τον ελιγμό και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε οποιοδήποτε θέατρο πολέμου. Δεύτερον, οι δύο κλάδο συμφωνούσαν να δοκιμάσουν αυτές τις διαδικασίες. Και τρίτον, ο στρατός ανέλαβε να αυτοματοποιήσει το στοιχείο συνδέσμου που είχε στον αεροπορικό διοικητή (Battlefield Coordination Element – BCE) και να το συνδέσει με το ΣΣ και το αρχηγείο των χερσαίων δυνάμεων μέσω μίας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, ζεύξης δεδομένων. [80] Επιπλέον, η πρωτοβουλία Νο 21 ώθησε την TAC και την TRADOC να εκδώσουν από κοινού διαδικασίες για την επίθεση στο 2ο σοβιετικό κλιμάκιο (Joint Attack on the Second Echelon - “J-SAK”). Οι διαδικασίες αυτές δοκιμάστηκαν στην Blue Flag 85-3 και κρίθηκαν επαρκείς. [81]
Air Tasking Order – ATO Ένα άλλο ζήτημα που σχετίζονταν με την Αεροχερσαία Μάχη και την αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) ήταν αυτό του κύκλου της Διαταγής Αεροπορικών Αποστολών (Air Tasking Order). Η ΑΤΟ περιγράφει πως θα εκτελεστεί μία αεροπορική επιχείρηση και συνήθως ισχύει για 24 ώρες. Το Κέντρο Ελέγχου Τακτικών Αεροπορικών Επιχειρήσεων (TACC – Tactical Air Control Center) και το στοιχείο συνδέσμου του στρατού (BCE) δουλεύουν τρεις ή τέσσερις ΑΤΟ ταυτόχρονα, δηλαδή επιβλέπουν την ΑΤΟ που εκτελείται, σχεδιάζουν την ΑΤΟ της επομένης και συντονίζονται γι΄ αυτή της μεθεπόμενης.
Όπως είδαμε το ΣΣ σχεδίαζε σε κύκλους των 72 ωρών, οπότε και η αμερικανική αεροπορία για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του χερσαίου διοικητή υιοθέτησε και αυτή έναν κύκλο 72 ωρών για την ΑΤΟ, που προέβλεπε 48 ώρες σχεδίασης και 24 ώρες εκτέλεσης. [82] Παρακάτω δίνεται ένα παράδειγμα κύκλου ΑΤΟ της εποχής. [83]
ΧΡΟΝΟΣ |
ΕΝΕΡΓΕΙΑ |
72
ώρες |
Ο
διακλαδικός διοικητής (Joint Force
Commander – JFC) εκδίδει την πρόθεση
του και τους σκοπούς του. Γίνεται
ένας αρχικός καταμερισμός της τακτικής αεροπορικής υποστήριξης. Με βάση
τον αρχικό καταμερισμό το Κέντρο Ελέγχου Τακτικών Αεροπορικών Επιχειρήσεων (TACC)
διαβιβάζει στο ΣΣ μία πρόβλεψη υποστήριξης ΒΑΙ. Το ΣΣ
γνωρίζει στο στοιχείο συνδέσμου (BCE) την προτεραιότητα
αεροπορικής υποστήριξης των υφισταμένων του διοικήσεων. Το ΚΣΠΥ
και το 3ο ΕΓ του ΣΣ επανεξετάζουν τις εκτιμήσεις ή τα σχέδια τους
με βάση την πρόβλεψη υποστήριξης ΒΑΙ. Τα μέσα
συλλογής πληροφοριών της αεροπορίας και του στρατού εντοπίζουν στόχους για
την τακτική αεροπορία. |
48
ώρες |
Το TACC
οριστικοποιεί την πρόβλεψη του για τον καταμερισμό μεταξύ ΕΑΥ και ΒΑΙ. |
36
ώρες |
Ο JFC
εγκρίνει
ή τροποποιεί τον καταμερισμό που προβλέπει το αεροπορικό σχέδιο. Το ΣΣ
επιβεβαιώνει τις προτεραιότητες και την κατανομή υποστήριξης ΕΑΥ και
συμπεριλαμβάνει κοινές αεροπορικές ενέργειες των δύο κλάδων. Το TAAC
με βάση
τον εγκριθέντα καταμερισμό κατανέμει τις εξόδους και γνωρίζει την κατανομή
στο ΣΣ. |
30
ώρες |
Το ΣΣ
διαβιβάζει στο TACC προτεινόμενους
στόχους αεροπορικής απομόνωσης, επικαιροποιημένη λίστα στόχων ΒΑΙ και
αιτήσεις για ανάλυση του στόχου μετά την προσβολή. Οι
μεραρχίες προτείνουν στόχους ΒΑΙ στο ΣΣ. Το ΣΣ διαβιβάζει στο TACC
επικαιροποιημένους
στόχους ΒΑΙ, καθώς και εναλλακτικούς. |
24
ώρες |
Το TACC
εκδίδει
την ΑΤΟ. Οι
πτέρυγες μάχης την εκτελούν. |
Το Ενοποιημένο Πεδίο Μάχης
Η ιδέα του «Ενοποιημένου Πεδίου Μάχης» υπήρξε πρόδρομη της Αεροχερσαίας Μάχης. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επίσημα στις 18 Δεκεμβρίου 1979, από τον Ταγματάρχη John S. Doerfel, στη Σχολή Πυροβολικού στο Fort Still. Ο Doerfel ήταν μέλος μιας ομάδας επεξεργασίας του δόγματος, που είχε συγκροτηθεί από τη Σχολή στο πλαίσιο του Προγράμματος Αναθεώρησης των Πυρηνικών Συστημάτων. [84] Πολλά μέλη της ομάδας εκείνης είχαν υπηρετήσει στο V ΣΣ υπό τον Στάρρυ. Σκοπός του Προγράμματος ήταν να περιγραφεί η στρατιωτική στρατηγική και το δόγμα που θα εφαρμόζονταν και να καθοριστούν οι παρούσες δυνατότητες και οι μελλοντικές ανάγκες για τον αγώνα στο συμβατικό, πυρηνικό και χημικό πεδίο μάχης.
Στην παρουσίαση του ο Doerfel επεσήμανε ότι η ίδια η διαδικασία της προετοιμασίας για τη χρησιμοποίηση ΤΠΟ, που απαιτούσε εθνικού επιπέδου εξουσιοδότηση για την αποδέσμευση τους, μείωνε την αποτελεσματικότητα των αμερικανικών δυνάμεων. Η μετάβαση από συμβατικές σε πυρηνικές επιχειρήσεις και η επιστροφή σε συμβατικές, σε περίπτωση που η αποδέσμευση δεν εγκρίνονταν, εμπεριείχε σημαντικό κόστος χρόνου. Ουσιαστικά, οι διοικητές δεν είχαν την πολυτέλεια να σχεδιάσουν επιχειρήσεις που περιλάμβαναν τη χρήση ΤΠΟ εάν η αποδέσμευση τους δεν ήταν εξασφαλισμένη, ενώ κατά τον χρόνο που ο τοπικός διοικητής θα μπορούσε να βεβαιώσει ότι είχε έρθει η ώρα για τη χρήση των ΤΠΟ θα ήταν ήδη αργά.
Τα παραπάνω σήμαιναν ότι αφενός μεν η διαδικασία αποδέσμευσης θα έπρεπε να απλοποιηθεί αφετέρου δε το πεδίο της μάχης θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μία ολότητα, όπου ΤΠΟ και συμβατικές δυνάμεις ενσωματώνονται σε έναν ενιαίο επιχειρησιακό ελιγμό. Κατά τον Doerfel δεν υπήρχε μη πυρηνικό πεδίο μάχης. Μόνο μία μάχη διεξάγονταν, και σε αυτήν έπρεπε να ενσωματωθούν ο ελιγμός, τα πυρά, τα ΠΒΧΟ, οι χερσαίες και εναέριες επιχειρήσεις, ο αγώνας εναντίον του 1ου και του 2ου σοβιετικού κλιμακίου.
Ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, Στρατηγός William Vessey Jr., ο οποίος ήταν παρών στην παρουσίαση επιδοκίμασε τις απόψεις της Σχολής και υποστήριξε ότι η ιδέα του ενοποιημένου πεδίου μάχης θα αναπτύσσονταν στο πλαίσιο του σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, χωρίς να απαιτείται αλλαγή της νατοϊκής στρατηγικής. Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους ο Στάρρυ υπέβαλε την αναφορά του στον αρχηγό του αμερικανικού στρατού, Στρατηγό Edward C. Meyer, για τα πορίσματα του Προγράμματος και περιέγραψε ένα τριετές σχέδιο, το οποίο, στη βάση εκείνων των πορισμάτων, θα επέφερε τις αλλαγές που απαιτούνταν στους κανονισμούς και θα παρουσίαζε τις απαιτήσεις σε οργάνωση και υλικό για να εφαρμοστεί η νέα αντίληψη. Το υφυπουργείο στρατού ενέκρινε τις προτάσεις του Στάρρυ και το Κέντρο Συνδυασμένων Όπλων ανέλαβε να συγγράψει το νέο δόγμα.
Κριτική
Η κριτική που ασκήθηκε στην Αεροχερσαία Μάχη μπορεί να ομαδοποιηθεί σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Σε αυτή που αφορούσε στο ζήτημα της βαθιάς επίθεσης και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού, που εδώ θα παρουσιαστεί ως «κριτική από το έδαφος» και σε αυτή που αφορούσε στο ζήτημα της συμμετοχής της αεροπορίας, που εδώ θα παρουσιαστεί ως «κριτική από τον αέρα».
Κριτική από το έδαφος Ένα πρώτο στοιχείο κριτικής αφορούσε στην ίδια τη βασική παραδοχή της Αεροχερσαίας Μάχης, δηλαδή στην υπόθεση ότι ο σοβιετικός στρατός θα ενεργούσε κλιμακωμένος σε δύο ή περισσότερα κλιμάκια σε όλα τα επίπεδα και ιδίως σε αυτό της στρατιάς και άνω. Μελετητές όπως ο Chris Donnelly, της Βρετανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας του Sandhurst και η αυθεντία σε θέματα Κόκκινου Στρατού David M. Glantz υποστήριξαν ότι τόσο η ιστορική πείρα από το Ανατολικό Μέτωπο όσο και η σύγχρονη παρατήρηση συνέτειναν στο ότι η κλιμάκωση αυτή θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη μόνο μέχρι το επίπεδο της μεραρχίας. Από το επίπεδο της στρατιάς και πάνω το 2ο κλιμάκιο δημιουργούνταν αναλόγως του βάθους της άμυνας που θα έπρεπε να διασπαστεί και του χρόνου που ήταν διαθέσιμος για τη διάσπαση. [85] Τόσο η υιοθέτηση της Προωθημένης Άμυνας από το ΝΑΤΟ όσο και η αναμενόμενη επιδίωξη των Σοβιετικών για μια γρήγορη ολοκλήρωση των επιχειρήσεων πριν την προσφυγή στα ΤΠΟ συνηγορούσαν υπέρ μιας επίθεσης με ένα κλιμάκιο συν την Ομάδα Επιχειρησιακού Ελιγμού (OMG), για την επίτευξη του αποφασιστικού αποτελέσματος. Σε περίπτωση που δεν υπήρχε 2ο κλιμάκιο η Αεροχερσαία Μάχη θα απέβαινε μία άσκοπη, και επικίνδυνη, σπατάλη πόρων και δυνάμεων.
Η θετική απάντηση στο ερώτημα εάν υπήρχε 2ο κλιμάκιο, η διευκρίνιση της σοβιετικής διάταξης δηλαδή, απαιτούσε έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες. Ήταν, όμως, αποδεκτό ότι τα μέσα συλλογής πληροφοριών δεν θα επαρκούσαν από μόνα τους, γι΄ αυτό και είχε αναπτυχθεί η διαδικασία της Π3Ε, με την προσδοκία ότι θα περιόριζε τους πιθανούς εχθρικούς τρόπους ενεργείας σε ένα μικρό, διαχειρίσιμο αριθμό, ώστε τα μέσα συλλογής πληροφοριών να επαρκούσαν για την επιβεβαίωση ή την απόρριψη τους. Παρ΄ όλη την προσπάθεια, όμως, που είχε καταβληθεί ώστε η Π3Ε να είναι μία αναλυτική διαδικασία, το τελικό της προϊόν στηρίζονταν στην κρίση του συντάκτη της. Όπως παραδέχονταν και ο ίδιος ο αμερικανικός στρατός:
«Αν και ο εχθρός δεν μπορεί να έχει απεριόριστες επιλογές ως πιθανούς τρόπους ενεργείας, θα έχει, όμως, αρκετές για να κάνει τη δουλειά του αναλυτή πληροφοριών εξαιρετικά δύσκολη. Στο τέλος, τα διαγράμματα κατάστασης βασίζονται στην καλύτερη δυνατή κρίση του αναλυτή». [86]
Έτσι, ήταν πιθανό ο διοικητής του αμερικανικού ΣΣ να σπαταλούσε πόρους αναζητώντας κάτι που δεν υπήρχε και στη συνέχεια, στηριγμένος στην καλύτερη δυνατή κρίση των επιτελών πληροφοριών του, να εξαπέλυε μία βαθιά επίθεση εναντίον αυτού που πίστευε ότι ήταν το 2ο κλιμάκιο μιας σοβιετικής στρατιάς συνδυασμένων όπλων (συνήθως μεραρχία αρμάτων), αλλά οι δυνάμεις του να βρίσκονταν αντιμέτωπες με την OMG του μετώπου (συνήθως στρατιά αρμάτων). Υπό αυτές τις συνθήκες οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να πέσουν στην παγίδα που έστηναν στους Σοβιετικούς: δηλαδή οι δυνάμεις τους διαχωρισμένες μεταξύ τους να ηττούνταν ταυτόχρονα χωρίς να μπορούν να αλληλοβοηθηθούν.
Τον κίνδυνο αυτό επισήμαναν, μεταξύ άλλων, ο γνωστός Trevor Ν. Dupuy και ο Jeffrey Record, καθηγητής στρατηγικής και στρατιωτικής ιστορίας στη σχολή πολέμου της αμερικανικής αεροπορίας. [87] Κατ΄ αυτούς εάν οι σοβιετικές δυνάμεις μπορούσαν να υπερισχύσουν των αμερικανικών με το 1ο τους κλιμάκιο τότε η βαθιά επίθεση και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού δεν θα έκανε καμία διαφορά. Εάν οι αμερικανικές δυνάμεις μπορούσαν να αναχαιτίσουν το σοβιετικό 1ο κλιμάκιο, τότε διακινδύνευαν σοβαρά τη δυνατότητα τους αυτή στέλνοντας τις μόνες διαθέσιμες εφεδρείες τους σε μια επίθεση στο εχθρικό βάθος, χωρίς επαρκείς πληροφορίες και υποστήριξη και ενεργώντας μέσα στην εχθρική Α/Α ομπρέλα.
Ο Robert Leonhard, γνωστός υποστηρικτής του «πολέμου ελιγμών», ισχυρίστηκε ότι η Αεροχερσαία Μάχη ήταν άλλη μία εκδοχή του «πολέμου φθοράς», τον οποίο, ιστορικά, ο αμερικανικός στρατός έτεινε να διεξάγει. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κοινά αποδεκτός ορισμός του τι εστί «πόλεμος ελιγμών» δεν υπάρχει. Ο Leonhard θεωρεί ότι ο «πόλεμος ελιγμών» επιδιώκει, κατά σειρά προτεραιότητας, να προκαταλάβει, παρεκτοπίσει ή εξαρθρώσει τον αντίπαλο, και σε κάθε περίπτωση να αποφύγει τη σύγκρουση με το εχθρικό ισχυρό. [88] Επιστρέφοντας στην Αεροχερσαία Μάχη, ο Leonhard εντοπίζει τη «ρίζα του κακού» στη γενεσιουργό αιτία της. Όπως αναφέρθηκε το V ΣΣ και η TRADOC ανέπτυξαν υπολογιστικά μοντέλα για να προσομοιώσουν την «Κεντρική Μάχη». Τα μοντέλα αυτά έδειχναν ότι η αναλογία δυνάμεων ήταν τέτοια ώστε οι αμερικανικές δυνάμεις να ηττούνταν, παρά τα όποια τεχνολογικά πλεονεκτήματα είχαν. [89] Εάν, όμως, οι σοβιετικές δυνάμεις αντιμετωπίζονταν διαδοχικά τότε η αναλογία δυνάμεων κάθε φορά θα επέτρεπε στους Η/Υ να διαπιστώσουν την αμερικανική νίκη. Έτσι, βάζοντας το 2ο σοβιετικό κλιμάκιο στην αναμονή ή απομειώνοντας το οι αναλογίες δυνάμεων σε κάθε διαδοχική μάχη διευθετούνταν κατά τον επιθυμητό τρόπο. Αυτό, κατά τον Leonhard, σήμαινε ότι η Αεροχερσαία Μάχη είχε έρθει για να λύσει ένα πρόβλημα υπολογιστών και όχι ανθρώπων γιατί τα υπολογιστικά μοντέλα ήταν αδύνατο να λάβουν υπόψη τους ζητήματα όπως ο φόβος, η αναποφασιστικότητα ή η εξάντληση της μάχης. Για παράδειγμα, σε ένα παίγνιο σε Η/Υ ένα στράτευμα που έχει κυκλωθεί συνεχίζει να πολεμά ανεπηρέαστο μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, ενώ στην πραγματικότητα θα ήταν πιθανό να είχε παραδοθεί ή διαλυθεί. Ο Leonhard εντοπίζει την εμμονή του αμερικανικού στρατού με τα υπολογιστικά μοντέλα στο γεγονός ότι αυτά παρείχαν αριθμητικά δεδομένα που μπορούσαν να υποστηρίξουν αιτήματα για δαπάνες στο Κογκρέσο. [90]
Ένα άλλο σημείο κριτικής του Leonhard ήταν ότι η Αεροχερσαία Μάχη παρέμενε προσκολλημένη στο τακτικό επίπεδο, όπως και η Ενεργητική Άμυνα πριν από αυτή. Παρά τις αναφορές στο επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου που γίνονταν στον κανονισμό, δηλώνονταν επίσης πως μέτρο της επιτυχίας της βαθιάς επίθεσης ήταν η συμβολή της στην εγγύς μάχη. [91] Δηλαδή, η αμερικανική βαθιά μάχη δεν επεδίωκε να επιφέρει την κατάρρευση του εχθρού στο επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά να εξυπηρετήσει τον τακτικό αγώνα στη γραμμή επαφής. Ο Στάρρυ, αργότερα, σχολίασε ότι η Αεροχερσαία Μάχη δεν είχε σχέση με ό,τι είχε γραφτεί περί «πολέμου ελιγμών». [92]
Οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι αντέδρασαν αρνητικά στην ιδέα της βαθιάς επίθεσης και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού, γιατί την είδαν ως μία δήλωση προθυμίας των Αμερικανών να διέλθουν με στρατεύματα το σύνορο των δύο Γερμανιών, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. [93] Ο Στρατηγός Bernard W. Rogers, Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη (SACEUR) το διάστημα 1979 – 1987, χαρακτήρισε την Αεροχερσαία Μάχη πολύ επιθετική. Κατά την άποψη του Στάρρυ οι επικρίσεις του Ροτζερς είχαν περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική αφετηρία. Ο ίδιος έχει αναφέρει ότι ήταν σε επαφή με τον καγκελάριο Κολ, τον οποίο γνώριζε από την εποχή που ήταν διοικητής του V ΣΣ, και είχε διαπιστώσει ότι εκείνος δεν διαφωνούσε με τις ιδέες του, του είχε εξηγήσει όμως ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν δημόσια. [94]
Κριτική από τον αέρα Η κριτική που ασκήθηκε από μέρος της αεροπορίας στην Αεροχερσαία Μάχη μπορεί και αυτή να ομαδοποιηθεί σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία το αντικείμενο περιστρέφονταν γύρω από το κατά πόσο η αεροπορία μπορούσε πρακτικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του νέου δόγματος του στρατού. Στη δεύτερη κατηγορία το ζήτημα ήταν κατά πόσο η Αεροχερσαία Μάχη ήταν ο βέλτιστος τρόπος εκμετάλλευσης της αεροπορικής ισχύος.
Χαρακτηριστικό κείμενο της πρώτης κατηγορίας ήταν το άρθρο του Επισμηναγού Jon S. Powell «AirLand Battle: The Wrong Doctrine for the Wrong Reason», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Air University Review, στο τεύχος Μαΐου – Ιουνίου 1985. Εκεί ο Powell υποστήριζε ότι η αμερικανική αεροπορία δεν μπορούσε να πετύχει την αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ) στην έκταση που επιθυμούσε η Αεροχερσαία Μάχη γιατί απλώς δεν είχε επαρκή μέσα. Κατ΄ αρχήν, η σχεδίαση των αποστολών απαιτούσε έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες. Όμως τα αεροσκάφη που διέθετε η αμερικανική αεροπορία γι΄ αυτόν τον σκοπό (RF-4C SLAR/TEREC, TR-1, SR-71, EC-130E/H) ήταν πολύ λίγα για να καλύψουν τις ανάγκες του Κεντρικού Μετώπου. [95] Το JSTARS υποτίθεται ότι θα έλυνε αυτό το πρόβλημα, αλλά η έλευση του ήταν ακόμη μακριά.
Κατά τον Powell το ίδιο ίσχυε και σε ό,τι αφορούσε στην προσβολή των στόχων, εφόσον αυτοί αποκαλύπτονταν. Μία μελέτη που εμφανίστηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου 1983 του Armed Forces Journal International ανέφερε ότι για να καταστραφεί το 60% μίας σοβιετικής Μ/Κ μεραρχίας απαιτούνταν 300 έξοδοι με όπλα που ήταν ακόμη υπό ανάπτυξη, και 2.200 με τα όπλα που είχε στα χέρια της η αμερικανική αεροπορία το 1983. [96] Θα έπρεπε κανείς να συνεκτιμήσει ότι ο η προσβολή του 2ου σοβιετικού κλιμακίου για την αεροπορία παρουσίαζε δύο επιπλέον προβλήματα σε σχέση με το εάν πρόσβαλλε τις ίδιες δυνάμεις στον χώρο της εγγύς μάχης: Τα αεροσκάφη θα εξετίθεντο επί μακρότερο στη σοβιετική αεράμυνα και οι στόχοι θα βρίσκονταν σε μεγαλύτερη διασπορά. Ο Στάρρυ είχε σχολιάσει ότι αναγνώριζε ότι τα μέσα της αεροπορίας δεν επαρκούσαν, γι΄ αυτό και επιδίωξε μέρος του έργου να το αναλάβουν τα ΕΕ/Π της ΑΣ. [97]
Ένα άλλο πρακτικό πρόβλημα της Αεροχερσαίας Μάχης ήταν ότι ο κανονισμός της αναφέρονταν ουσιαστικά στην περίπτωση ενός ΣΣ. Στην πράξη όμως περισσότερα ΣΣ θα αμύνονταν συμπαρατεταγμένα και το καθένα θα έπρεπε να διεξάγει τη δικιά του βαθιά μάχη. Αυτό όμως κατά πολλούς θα ήταν μία αντιοικονομική χρήση της αεροπορίας, αφού πέραν της ΓΣΠΥ θα ήταν επιεικώς ανόητο οι αεροπορικές επιχειρήσεις να οργανώνονται με βάση την προέκταση των ορίων των τομέων των ΣΣ. Κατ΄ αυτούς η Αεροχερσαία Μάχη από πλευράς αεροπορίας θα είχε νόημα μόνο στο επίπεδο της ομάδας στρατιών/ATAF και όχι χαμηλότερα. [98]
Το παράλογο της διεξαγωγής αεροπορικών επιχειρήσεων με βάση την προέκταση των ορίων των ΣΣ ΠΗΓΗ::Extending the Battlefield: an Airman’s Point of View |
Η κριτική που αφορούσε στη δεύτερη κατηγορία ήταν και αυτή που θα είχε τις πλέον μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να ειπωθεί ότι ένα σημαντικό μέρος της αεροπορίας δεν αποδέχθηκε την αεροπορική απομόνωση του πεδίου της μάχης (ΒΑΙ), που μπορούσε να λαμβάνει χώρα και από τις δύο πλευρές της ΓΣΠΥ και προτιμούσε το ΘΕ πέραν της γραμμής αυτής να βρίσκονταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία της αεροπορίας, η οποία συγκεντρωτικά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα μέσα της κατά τον βέλτιστο τρόπο. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής θεωρούσαν πως η οπτική της Αεροχερσαίας Μάχης ήταν πολύ στενή και εμπόδιζε την αεροπορία να εφαρμόσει το σωστό μίγμα στρατηγικής/τακτικής για να κερδίσει τον πόλεμο. Κύριος εκπρόσωπος της θέσης αυτής ήταν ο Σμήναρχος John A. Warden III, ο οποίος διατύπωσε τις απόψεις του στο βιβλίο «The Air Campaign, Planning for Combat», που εκδόθηκε από την αμερικανική σχολή εθνικής άμυνας. Στο βιβλίο αναπτύσσονταν η ιδέα της «στρατηγικής επίθεσης», που επεδίωκε να προσβάλλει ταυτόχρονα τόσο στρατηγικούς όσο και τακτικούς στόχους, ώστε να καταρρεύσει συνολικά η δυνατότητα του αντιπάλου να διεξάγει πόλεμο.
Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 υπήρχαν δύο τάσεις στην αμερικανική αεροπορία: η «μαφία της TAC» και οι «άνθρωποι της αεροπορικής ισχύος». Η «μαφία της TAC» είχε κύριο εκπρόσωπο της τον αρχηγό της τακτικής αεροπορίας Πτέραρχο Robert Russ και υποστήριζε τον ρόλο της αεροπορίας που προβλέπονταν στην Αεροχερσαία Μάχη. Ο Russ έλεγε ότι οτιδήποτε κι αν έκανε η τακτική αεροπορία είτε κατέστρεφε εχθρικά αεροπλάνα είτε κατέστρεφε εχθρικά άρματα μάχης στο τέλος υποστήριζε την ενέργεια των χερσαίων δυνάμεων. [99] Για την TAC η Αεροχερσαία Μάχη ήταν μία ευκαιρία να διεκδικήσει περισσότερους πόρους και κύρος, έναντι του ισχυρού πόλου της αεροπορίας, της Στρατηγικής Αεροπορικής Διοίκησης (Strategic Air Command -mSAC).
Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν οι «άνθρωποι της αεροπορικής ισχύος» με κύριο εκπρόσωπο τους τον Warden και πολλούς υποστηρικτές μεταξύ των ανώτατων αξιωματικών. Γι΄ αυτούς η Αεροχερσαία Μάχη συνιστούσε οπισθοδρόμηση στο ζήτημα της χρήσης της αεροπορικής ισχύος. Αντ΄ αυτού η αεροπορία θα έπρεπε να στοχεύει στο να επιφέρει αποτελέσματα επί του ΘΕ, γι΄ αυτό και ο έλεγχος των πόρων της και η σχεδίαση των αποστολών της θα έπρεπε να ήταν συγκεντρωτικός. Ουσιαστικά πίστευαν ότι η αεροπορική εκστρατεία θα έπρεπε να είναι η κύρια προσπάθεια και ο χερσαίος ελιγμός η υποστηρικτική ενέργεια. Τα στρατόπεδα είχαν στηθεί και οι δύο πλευρές θα έλυναν τις διαφορές τους στον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου.
Υποσημειώσεις
[1] Lewis Sorley, επιμ., Press On! Selected Works of General Donn A. Starry, (Fort Leavenworth, KS: Combat Studies Institute Press, 2009), 1276.
[2] ο.π., 1268-1269.
[3] Don Starry, Extending the Battlefield, Military Review, (Μάρτιος 1981), 34.
[4] ό.π., 42.
[5] ό.π., 49.
[6] Douglas W. Skinner, Airland Battle Doctrine, (Alexandria, VA: Center for Naval Analyses, 1988), 19.
[7] US DoD, FM 100-5 «Operations», (Washington D.C.: Department of the Army, 1982), 6-3.
[8] Starry, 39.
[9] ό.π., 40 και US DoD, PAM 525-5 "The AirLand Battle and Corps 86", (TRADOC, 1981), 39.
[10] FM 100-5/1982, 6-1.
[11] Starry, 37.
[12] FM 100-5/1982, 2-3.
[13] ό.π., 2-3.
[14] Skinner, 13-14.
[15] FM 100-5 /1982, 2-1.
[16] ό.π., 7-13.
[17] ό.π., 7-14.
[18] ό.π., 7-16 - 7-17.
[19] John S. Doerfel, The Operational Art of the Airland Battle, Military Review, (Μάιος 1982), 6.
[20] FM 100-5/1982, 2-2.
[21] ό.π., 2-8.
[22] ό.π., 2-2.
[23] Frans P. B. Osignia, Science, Strategy and War, (New York: Routledge, 2007), 50.
[24] FM 100-5/1982, 2-6.
[25] ό.π., 2-5.
[26] Doerfel, 6.
[27] FM 100-5/1982, 2-9.
[28] ό.π., Β-2.
[29] Για μία αναλυτική εξιστόρηση της διοίκησης διά της αποστολής στον αμερικανικό στρατό βλ. Clinton J. Ancker, III, The Evolution of Mission Command in U.S. Army Doctrine, Military Review, (Μάρτιος – Απρίλιος 2013), 42 - 52.
[30] Skinner, 6.
[31] Sam Seitz, TheOrigins and Effects of the Second Offset, Politics in Theory and Practice, 1 Οκτωβρίου 2019.
[32] Rebecca Grant, TheSecond Offset, Airforce Magazine, 24 Ιουνίου 2016.
[33] DARPA, AssaultBreaker.
[34] Robert Tomes, TheCold War Offset Strategy: Assault Breaker and the Beginning of the RSTARevolution, War on the Rocks, 20 Νοεμβρίου 2014.
[35] Η αναφορά του αμερικανικού υπουργείου άμυνας για το οικονομικό έτος 1982, στο Τμήμα ΙΙ, περιέχει έναν πλήρη κατάλογο των προγραμμάτων που αναπτύσσονταν τότε.
[36] Skinner, 22.
[37] Brian DeBiase, The 1970s and Early 1980s: Enabling a Military Offset?, (Aberdeen Proving Ground, MD: The Defense Acquisition University, 2017), 22.
[38] FM 100-5/1982, 7-13.
[39] Louis J. Rodrigues, Battlefield Automation: Army Tactical Command and Control System’s Schedule and Cost, (Washington, D.C.: United States General Accounting Office, 15 Απριλίου 1991), 11.
[40] ό.π., 18.
[41] House of Representatives, «Department of Defense Appropriations Bill, 1988», (100th Congress – 1st Session, Report 100-410), 135
[42] Robert R. Tomes, Defense strategy in the 1990s: old wine, new bottles, στο Harvey Sapolsky, Benjamin Friedman, Brendan Ritterhouse Green (επιμ.), US Military Innovation since the Cold War, (Λονδίνο: Routledge, 2009), 160.
[43] Doerfel, 8.
[44] William G. Hanne, Airland Battle and the Operational Maneuver Group, (Carlisle Barracks, PA: US Army War College, Strategic Issues Research Memorandum, 1983), 9.
[45] Collin A. Agee, «Intelligence Preparation of the Battlefield (IPB): One Size Fits All?», (Fort Leavenworth, KS: School of Advanced Military Studies, Μονογραφία, 1991), 5.
[46] ό.π., 44.
[47] Doerfel, 6.
[48] P. A. Gautron, Beyond Karbala: The U.S. Army’s Approach to Apache Doctrine, (ΜΔΕ, Τορόντο: Canadian Forces College, 2012), 14.
[49] ό.π., 16. Για την αεράμυνα της σοβιετικής Μ/Κ μεραρχίας βλ. Edward J. Bavaro, Running the Gauntlet, Army Aviation Digest, (Οκτώβριος 1986), 30-34.
[50] Sorley, 1279.
[51] Frank E. Babiasz, The Leak in the Soviet Air Defense Umbrella, Army Aviation Digest, (Νοέμβριος 1981), 35-37.
[52] Sorley, 1280.
[53] FM 100-5/1982, 7-6.
[54] Richard L. Throckmorton, Army Attack Helicopters: Can They Survive on the Airland Battlefield?, (ΜΔΕ, Fort Leavenworth: KS: U.S. Army Command and General Staff College, 1987), 72.
[55] Edward J. Bavaro, Closing the Window, Army Aviation Digest, (Ιανουάριος 1986), 10-15.
[56] US DoD, FM 1-112 «Attack Helicopter Battalion», (Washington D.C.: Department of the Army, 1991), 3-35.
[57] ό.π., C-1 – C-40.
[58] Roger P. Busico, Battlefield Air Interdiction: Airpower for the Future, (ΜΔΕ, Fort Leavenworth, KS: Army Command and General Staff College, 1980), 4.
[59] Terrance J. McCaffrey III, What Happened to BAI? Army and Air Force Battlefield Doctrine Development from Pre-Desert Storm to 2001, (Πτυχιακή Εργασία, Maxwell Air Force Base, AL: School of Advanced Air Power Studies, 2002), 15 – 18.
[60] ό.π., 15.
[61] ό.π., 18.
[62] Donald J. Alberts, An Alternative View of Air Interdiction, Air University Review, (Ιούλιος - Αύγουστος 1981), 36.
[63] David J. Stein, The Development of NATO Tactical Air Doctrine, 1970-1985, (Santa Monica, CA: RAND, 1987), 27.
[64] McCaffrey III, 19.
[65] ό.π., 19.
[66] Robert F. Futrell, Ideas, Concepts, Doctrine: Basic Thinking in the United States Air Force 1961 - 1984, (Maxwell Air Force Base, AL: Air University Press, 1989), 547 - 548.
[67] ό,π,, 547.
[68] ό.π., 547.
[69] Robert S. Dotson, Tactical Air Power and Environmental Imperatives, Air University Review, (Ιούλιος - Αύγουστος 1977), 29.
[70] McCaffrey III, 22.
[71] Stein, 27.
[72] ό.π., 28.
[73] ό.π., 33.
[74] McCaffrey III, 1.
[75] ό.π., 30.
[76] John L. Romjue, From Active Defense to AirLand Battle: The Development of Army Doctrine 1973-1982, (Fort Monroe, VA: TRADOC, Μονογραφία, 1984), 102.
[77] McCaffrey III, 27.
[78] FM 100-5/1982, 7-11.
[79] McCaffrey III, 30.
[80] ό.π., 33.
[81] Richard G. Davis, The 31 Initiatives: A Study in Air Force – Army Cooperation, (Washington, D.C.: Office of Air Force History, Μονογραφία, 1987), 76.
[82] Robert P. Winkler, The Evolution of the Joint ATO Cycle, (ΜΔΕ, Norfolk, VA: Joint Forces Staff College, 2006), 19.
[83] US DoD, FM 6-20-30 «Fire Support for Corps and Division Operations», (Washington D.C.: Department of the Army, 1989), 3-6.
[84] Romjue, 35.
[85] Hanne, 17.
[86] Leonard Adelman, etal, Intelligence Preparation of the Battlefield: Critique and Recommendations, (McLean, VA: Decisions and Designs Inc., 1981), 34.
[87] Hanne, 20.
[88] Robert Leonhard, The Art of Maneuver: Maneuver - Warfare Theory and the Airland Battle, (New York: Ballantine Books, 1991), 19-20, 79-80.
[89] ό.π., 136.
[90] ό.π., 139, 138.
[91] US DoD, FM 100-5 «Operations», (Washington D.C.: Department of the Army, 1986), 19.
[92] Sorley, 1268.
[93] Sangho Lee, Deterrence and the Defence of Central Europe: The British Role from the Early 1980s to the End of the Gulf War, (Διδακτορική Διατριβή, King’s College London, 1994), 75-76.
[94] Sorley, 1270-1271.
[95] Jon S. Powell, AirLand Battle: The Wrong Doctrine for the Wrong Reason, Air University Review, (Μάιος – Ιούνιος 1985), 17.
[96] ό.π., 19.
[97] Sorley, 1286-1287.
[98] Thomas A. Cardwell III, Extending the Battlefield: an Airman’s Point of View, Air University Review, (Μάρτιος - Απρίλιος 1983), 90.
[99] Steven E. McKay, To BAI or Not to BAI? That is The
Question, (Fort Leavenworth, KS, School of Advanced Military Studies,
1996), 28.
Παράρτημα Στρατιωτικής Ορολογίας
Αεροπορική Απομόνωση (Air Interdiction - AI) οι επιχειρήσεις Αεροπορικής Απομόνωσης διεξάγονται, με σκοπό την εκτροπή, διάσπαση, καθυστέρηση ή καταστροφή της εχθρικής δύναμης πριν αυτή έρθει αντιμέτωπη με φίλιες δυνάμεις. Οι επιχειρήσεις Αεροπορικής Απομόνωσης περιορίζουν τις δυνατότητες του αντιπάλου να ενισχύει τα μαχόμενα τμήματα σε προσωπικό και υλικά, γιατί καταστρέφουν ή αποδιοργανώνουν τις γραμμές επικοινωνιών και τα εφοδιαστικά του κέντρα. (Βασικό Δόγμα Πολεμικής Αεροπορίας/2014, 54)
Αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας (Spoiling attack) Η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας εκτελείται συνήθως εναντίον εχθρικών δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο της προπαρασκευής, για εκτόξευση της κυρίας επιθέσεως. Αποβλέπει κυρίως στην καταστροφή μέρους των εχθρικών δυνάμεων, προς ανατροπή της υφιστάμενης σχετικής μαχητικής ισχύος και δευτερεύοντος στην κατάληψη εδάφους, από το οποίο δύναται να αναληφθεί ευρύτερη επιθετική ενέργεια από φίλιες δυνάμεις ή στην απαγόρευση της εχθρικής επιγείου παρατηρήσεως επί της αμυντικής τοποθεσίας. (ΕΕ 100-1/2008, 243-244)
Απομόνωση Πεδίου Μάχης (Battlefield Interdiction) Είναι οι αποστολές που εκτελούνται εναντίον δυνάμεων του αντιπάλου, που έχουν ήδη κινηθεί από τα σημεία συγκέντρωσης, προς ενίσχυση των μαχόμενων δυνάμεων και βρίσκονται πολύ κοντά στο πεδίο μάχης, αλλά δεν έχουν ακόμη εμπλακεί στις επιχειρήσεις. Οι αποστολές αυτές παρά το γεγονός ότι αποτελούν στην ουσία αεροπορική απομόνωση, εντάσσονται στην επιθετική υποστήριξη, επειδή απαιτούν συντονισμό με τον διοικητή των χερσαίων δυνάμεων στον συγκεκριμένο χώρο. (ΣΚ 42-1/2001, 27)
ATO (Air Tasking Order) Διαταγή στην οποία περιγράφονται με ακρίβεια οι εμπλεκόμενες δυνάμεις, οι στόχοι, οδηγίες συντονισμού και άλλες πληροφορίες απαραίτητες για την εκτέλεση των επιχειρήσεων. (Βασικό Δόγμα Πολεμικής Αεροπορίας/2014, 28)
Γραμμή Εξορμήσεως (Line of Departure) Είναι το εξωτερικό όριο του χώρου εξορμήσεως ή χαρακτηριστική γραμμή πάνω στο έδαφος, μπροστά απ΄ αυτό το χώρο, κάθετη προς την κατεύθυνση επιθέσεως από την οποία τα επιτιθέμενα τμήματα περνούν την ώρα «Η» για να συντονίσουν την προχώρηση και την έναρξη των πυρών υποστηρίξεως της επίθεσης. (ΣΚ 43-1/2006, 289)
Γραμμή Επαφής (Line of Contact) Γραμμή που απεικονίζει τη θέση όπου δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις είναι σε επαφή. (ΣΚ 43-1/2006, 274)
Διάγραμμα Κατάστασης Το διάγραμμα κατάστασης είναι μία απεικόνιση των αναμενόμενων εχθρικών ενεργειών σε σχέση με τις ενέργειες της φίλιας δύναμης. Απεικονίζει τις πιθανές ενέργειες και αντιδράσεις των πλέον ισχυρών δυνάμεων ή σημαντικών μέσων των αντιπάλων, σε ένα μικρής κλίμακας πολεμικό παίγνιο. (ΕΕ 151-1/1999, 130)
Εγγύς Αεροπορική Υποστήριξη (Close Air Support - CAS) Αποτελείται από Αεροπορικές Επιχειρήσεις εναντίον στόχων οι οποίοι βρίσκονται σε στενή εγγύτητα στις φίλιες δυνάμεις και ειδικότερα στις παρυφές της γραμμής επαφής των συμπλεκομένων (FIRE SUPPORT COORDINATION LINE – FSCL). Στις αποστολές ΕΑΥ απαιτείται ακριβής και απόλυτος συντονισμός μεταξύ των αεροπορικών αποστολών και των υποστηριζόμενων δυνάμεων επιφανείας, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε απώλεια από φίλια πυρά. Οι Επιχειρήσεις Εγγύς Αεροπορικής Υποστήριξης παρέχουν απευθείας υποστήριξη στις φίλιες δυνάμεις επιφανείας ώστε να φέρουν σε πέρας τον ανατιθέμενο αντικειμενικό σκοπό. Συγκεκριμένα έχουν σκοπό την καταστροφή, τη διάσπαση, την καταστολή, την εύρεση, την παρενόχληση, την εξουδετέρωση ή την καθυστέρηση (DESTROY, DISRUPT, SUPRESS, FIX, HARASS, NEUTRALIZE OR DELAY) εχθρικών στόχων που δεν μπορούν να προσβληθούν από δυνάμεις εδάφους. (Βασικό Δόγμα Πολεμικής Αεροπορίας/2014, 55)
Εισχώρηση (Penetration) Είναι μορφή επιθετικού ελιγμού, που περιλαμβάνει συγκέντρωση δυνάμεων σε ζωτικό τμήμα του εχθρικού μετώπου, ισχυρή κρούση και διάρρηξη του και τελικά, ταχεία εισχώρηση σε σχήμα ριπιδίου στα μετόπισθεν του εχθρού, για τη διάσπαση της τοποθεσίας και τη συντριβή του. Στο υπόλοιπο μέτωπο επιζητείται η καθήλωση των εχθρικών δυνάμεων. Η εισχώρηση περιλαμβάνει τις παρακάτω φάσεις: Διάρρηξη, Διεύρυνση του θύλακα, Διάσπαση. (ΕΕ 100-1/2008, 143)
Εμπεπλεγμένες Δυνάμεις (Committed Forces) Εμπεπλεγμένες δυνάμεις θεωρούνται οι εχθρικές εκείνες επίγειες μονάδες ελιγμού και οι άμεσες εφεδρείες αυτών (για εκτιμών κλιμάκιο μεραρχία και άνω) ή οι εφεδρείες υπό τον έλεγχο του αμέσως προϊσταμένου κλιμακίου (για εκτιμών κλιμάκιο ταξιαρχίας και κάτω), οι οποίες έχουν εμπλακεί με την έναντι αυτών φίλια διοίκηση και των οποίων η περιοχή χρησιμοποίησης δεν αναμένεται ότι θα μεταβληθεί κατά την υλοποίηση της υπό του φίλιου διοικητή ενέργειας προς εκπλήρωση της αποστολής του. Αυτές πρέπει να υπολογίζονται ότι υποστηρίζονται με το σύνολο των οργανικών τους μέσων υποστήριξης και το σύνολο ή μέρος των μέσων υποστήριξης δύο προϊσταμένων κλιμακίων. Ο καθορισμός των εχθρικών δυνάμεων ως εμπεπλεγμένων εξαρτάται κυρίως από τη διάταξη τους, τη θέση τους, τον τρόπο εκτίμησης και το κλιμάκιο που κάνει την εκτίμηση. (ΣΚ 42-1/2001, 78)
Επεξεργασμένες Πληροφορίες (Intelligence) Είναι το εκμεταλλεύσιμο προϊόν που θα προκύψει από την αξιολόγηση, ανάλυση, συσχέτιση και ερμηνεία των απλών πληροφοριών, οι οποίες αναφέρονται στον εχθρό ή την περιοχή επιχειρήσεων (έδαφος - καιρικές συνθήκες). (ΕΕ 151-1/1999, 7)
Καθορισμένη Περιοχή Ενδιαφέροντος (Named Areas of Interest - NAI) Είναι γεωγραφική περιοχή, εντός της οποίας συλλέγονται πληροφορίες για την ικανοποίηση συγκεκριμένων πληροφοριακών απαιτήσεων. Αποτελεί σημείο ή περιοχή κατά μήκος μίας συγκεκριμένης πρόσβασης δια μέσου της οποίας αναμένεται εχθρική δραστηριότητα. Δράση ή απουσία δράσης εντός της ΚΠΕ θα καθορίσει την αποδοχή ή απόρριψη συγκεκριμένου εχθρικού ΤΕ. (ΕΕ 101-1A/2012, ΣΤ-12)
Περιοχή Ενδιαφέροντος (Area of Interest) Περιοχή που ενδιαφέρει ένα διοικητή για την εκπλήρωση της αποστολής του. Περιλαμβάνει την περιοχή επιρροής, τις γειτονικές περιοχές μ΄ αυτή και εκτείνεται μέσα στην εχθρική περιοχή μέχρι τους αντικειμενικούς σκοπούς των διεξαγόμενων ή σχεδιαζόμενων επιχειρήσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιοχές που κατέχονται από εχθρικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την εκπλήρωση της αποστολής. (ΣΚ 42-1/2001, 168)
Περιοχή Επιρροής (Area of Influence) Είναι μια εδαφική περιοχή στην οποία ένας διοικητής έχει άμεση δυνατότητα να επηρεάσει τις επιχειρήσεις με ελιγμό, με συστήματα πυρών υποστήριξης που κανονικά έχει υπό τη διοίκηση ή τον έλεγχο του. (ΣΚ 42-1/2001, 168)
Περιοχή Συγκεντρώσεως (Assembly Area) Χώρος που καταλαμβάνεται από τα τμήματα επίθεσης είτε κατά το τελευταίο στάδιο της προέλασης είτε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της επίθεσης. Στον χώρο αυτό γίνονται τελικές προετοιμασίες για την επίθεση. (ΣΚ 43-1/2006, 275)
Προκεχωρημένη Γραμμή Τμημάτων (Forward Line of Troops - FLOT) Γραμμή που καταδεικνύει τις πιο προωθημένες θέσεις των δυνάμεων σε οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση, σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Συνήθως καταδεικνύει τις προωθημένες θέσεις των δυνάμεων κάλυψης και ασφαλείας. Για τον Στρατό Ξηράς: Η γραμμή αυτή δυνατόν να ταυτίζεται με το ΠΟΤ, ή να βρίσκεται προ ή μετά αυτού. (ΣΚ 43-1/2006, 273)
Προκεχωρημένος Χώρος Συγκεντρώσεως (Forward Assembly Area - FAA) Ο ΠΧΣ είναι ένας προωθημένος χώρος, όπου η Μονάδα ή Υπομονάδα παραμένει για μεγάλες χρονικές περιόδους αναμένοντας διαταγές για να εκτελέσει τις αποστολές της. (ΕΕ 1-20/2002, 46)
Προπαρασκευή Πληροφοριών στην Περιοχή Επιχειρήσεων (Intelligence Preparation Battlefield – IPB) Η Π3Ε είναι μία συστηματική και συνεχής διαδικασία μελέτης του εχθρού και του περιβάλλοντος του πεδίου της μάχης και διεξάγεται με σκοπό την εξασφάλιση πληροφοριακής βάσης για την Εκτίμηση Πληροφοριών, τις λοιπές εκτιμήσεις του επιτελείου και τη διαδικασία στοχοποίησης. Συνήθως διεξάγεται προ της εμπλοκής. (ΕΕ 151-1/1999, 64)
Πρόσθιο Όριο Τοποθεσίας (Forward Edge of the Battle Area - FEBA) Νοητή γραμμή που ενώνει τις πιο προωθημένες θέσεις των τμημάτων μιας αμυντικής τοποθεσίας που βρίσκεται προς τη κατεύθυνση του εχθρού. Από τα τμήματα αυτά εξαιρούνται οι δυνάμεις ασφαλείας. Σχεδιάζεται για να συντονίσει τα πυρά υποστηρίξεως, την θέση των δυνάμεων ή τον ελιγμό των μονάδων. (ΣΚ 43-1/2006, 284)
Στοχοποιημένη Περιοχή Ενδιαφέροντος (Targeted Area of Interest - TAI) Είναι γεωγραφική περιοχή όπου ο διοικητής μπορεί να επηρεάσει τη μάχη με την καταστροφή, την επιβράδυνση ή την εξάρθρωση των εχθρικών δυνάμεων. (ΕΕ 101-1A/2012, ΣΤ-13)
Τομέας (Sector) Περιοχή που καθορίζεται με όρια, μέσα στην οποία ενεργεί μια μονάδα που είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την περιοχή αυτή. (ΣΚ 42-1/2001, 227)
Τρόπος Ενεργείας (Course of Action - COA) α. Μια γενική ιδέα ενέργειας και μια γενική κατανομή των δυνάμεων για την εκπλήρωση μιας αποστολής.
β. Οποιαδήποτε σειρά ενεργειών, την
οποία μπορεί να ακολουθήσει ένα άτομο ή μια μονάδα.
γ. Πιθανό σχέδιο ενέργειας, το οποίο προσφέρεται
για την εκπλήρωση της αποστολής ενός ατόμου ή διοικητή, ή που σχετίζεται με την
εκπλήρωση της αποστολής του.
δ. Μέθοδος που υιοθετείται για την
εκτέλεση ενός έργου ή μιας αποστολής. (ΕΕ 101-1A/2012,
Ορολογία 8)
Τρωτά Σημεία του Εχθρού (Vulnerabilities) Χαρακτηρίζονται τα σημεία εκείνα τα οποία καθιστούν τον εχθρό τρωτό και των οποίων η εκμετάλλευση πρέπει να επιδιωχθεί από τους διαμορφούμενους Τρόπους Ενεργείας. Τα τρωτά σημεία δεν καταγράφονται ως μια περιληπτική απαρίθμηση των αδυναμιών και ιδιομορφιών του εχθρού όπως προέκυψαν από την εκτίμηση των χαρακτηριστικών της Περιοχής Επιχειρήσεων και της εχθρικής καταστάσεως, αλλά ως αποτέλεσμα αυτών. (ΕΕ 101-1A/2012, Ορολογία 8)
Φράσσω (Block) είναι το τακτικό έργο το οποίο απαγορεύει στον εχθρό συγκεκριμένη περιοχή, ή εμποδίζει την προέλασή του προς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή κατά μήκος συγκεκριμένης πρόσβασης (ΕΕ 101-1A/2012, E-18)
Καλησπέρα, το ερώτημα που μου δημιουργείται είναι κατά πόσο οι Η.Π.Α ήθελαν και πίστευαν πράγματι ότι με βαθιά επίθεση θα κατέστρεφαν τις Σοβιετικές δυνάμεις στο Θέατρο Κεντρική Ευρώπη, στο βαθμό που δεν θα μπορούσαν αυτές να συνεχίσουν να μάχονται ή ήταν μία "τακτική ή επιχειρησιακή" ας μου επιτραπεί η έκφραση, εφεύρεση που να δίνει στις Η.Π.Α ,απλά καλύτερο πλεονέκτημα, συγκριτικά με τα προγενέστερα δόγματα της ενεργητικής,προωθημένης άμυνας,ευέλικτης ανταπόδωσης, ώστε να πετύχουν σε διπλωματικό και στρατηγικό επίπεδο τις επιδιώξεις τους , και υπό τη πυρηνική απειλή?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, θα έκλινα προς το δεύτερο. Αν οι Σοβιετικοί δεν κατάφερναν να πετύχουν μία γρήγορη νίκη, τότε θα υπήρχε χρόνος και χώρος για διπλωματία.
ΔιαγραφήΚατ’ αρχάς, συγχαρητήρια για το εξαιρετικό άρθρο. Είναι από αυτά που σπανίζουν στα ελληνικά, και γι’ αυτό πολύτιμα. Θα ήλπιζε κανείς να βρει αναγνώστες κυρίως εκεί που πρέπει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρία διευκρινιστικά ερωτήματα θα ήθελα να κάνω:
Κατ’ αρχάς, θα μπορούσες να διευκρινίσεις την ακόλουθη αναφορά:
«Το βάθος αυτό εκφραζόταν σε ώρες, γίνονταν δηλαδή ο χρόνος μέσα στον οποίο το ΣΣ ολοκλήρωνε ένα κύκλο σχεδίασης, προετοιμασίας και διεξαγωγής επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον Στάρρυ το ΣΣ θα έπρεπε να έχει 72 ώρες για να ολοκληρώσει το σχέδιο του.»
Δηλαδή, πιο συγκεκριμένα και πιο πρακτικά, πώς προσδιορίζεται αυτό το βάθος;
Κατά δεύτερον, και σε ό,τι αφορά τη «βαθιά επίθεση και με χερσαίες μονάδες ελιγμού», εννοούνται μονάδες (φαντάζομαι μεγέθους ταξιαρχίας, τουλάχιστον), οι οποίες θα αποκόπτονταν από τη φίλια διάταξη, θα διεισέδυαν στην εχθρική διάταξη και θα στρέφονταν προς τα νώτα των μεραρχιών του αντιπάλου 1ου κλιμακίου ή στα πλευρά μονάδων του 2ου κλιμακίου για να τις καταστρέψουν; Με ή χωρίς διατήρηση γραμμής ανεφοδιασμού (δικής τους); Πόσο ρεαλιστικό, κατά τη δική σου εκτίμηση, ήταν αυτό το είδος της αποστολής, και τι πιθανότητες επιβίωσης θα έδινες εσύ σε τέτοιες ενέργειες (και στις μονάδες που θα τις εκτελούσαν;
Κατά τρίτον, και σε ό,τι αφορά την «αεροπορική απομόνωση του πεδίου μάχης», είναι ορθό ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αντιλήψεων ήταν η εξής:
Κατά μεν τον στρατό, η αεροπορία θα έπρεπε να προσβάλει στόχους εντεύθεν της ΓΣΠΥ χωρίς να χρειάζεται καθοδήγηση (ΑΕΛΑ) του στρατού, αλλά σε στόχους και με τρόπο (χρόνους, και στόχους κ.λπ.) που θα είχε υποδείξει αυστηρά ο στρατός, ενώ
Κατά την αεροπορία, θα έπρεπε να της δοθούν από τον στρατό κάποιες επιχειρησιακές προτεραιότητές του, ενδεχομένως και δρομολόγια, και αυτά να προσβάλει κατά βούληση και με τη δική της πρωτοβουλία η αεροπορία.
Είναι ακριβές αυτό, ή δεν έχω καταλάβει σωστά κάτι;
Βελισάριε, σ΄ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για τα ερωτήματα γιατί με ώθησαν να μελετήσω περισσότερο.
Διαγραφή1. Το ενδεικτικό βάθος της Περιοχής Επιρροής του ΣΣ που δίνονταν ήταν 150 χλμ. Ο Στάρρυ αναφέρει ότι θα προτιμούσε οι διοικητές να σκέφτονται σε όρους χρόνου και όχι απόστασης. Ίσως, επειδή εξαρχής θεωρούσε ότι τη βαθιά μάχη θα τη διεξήγαγε κατά κύριο λόγο με την αεροπορία δεν είχε κάποιον περιορισμό από τα βεληνεκή των όπλων του ΣΞ. Αυτό που φαίνεται ότι τον ενδιέφερε ήταν να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε το ΣΣ να πάρει την πρωτοβουλία με μία επιθετική επιχείρηση.
Καθώς το ΣΣ σχεδιάζει την επιχείρηση του, αν έχει πληροφορίες θα εντοπίσει τις δυνάμεις εκείνες που δεν είναι σε επαφή μαζί του και που θα μπορούσαν να επιδράσουν στην εκτέλεση του σχεδίου του. Επομένως, το βάθος της βαθιάς μάχης εξαρτάται κατ΄ αρχήν από το σχέδιο του σώματος. «The depth of this battlefield beyond the FLOT is really a function of the commander’s planning horizon expressed in hours».
Ποιος είναι όμως ο ορίζοντας σχεδίασης του σώματος; Ο ίδιος λέει ότι το ΣΣ χρειάζεται 72 ώρες για να σχεδιάσει και να εκτελέσει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες ώστε να αναλάβει επιθετικές επιχειρήσεις. Το Φυλλάδιο 525-5/1981 γράφει ότι το ΣΣ σχεδιάζει και συγκεντρώνει πόρους για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων μέχρι 72 ώρες στο μέλλον.
Επομένως, το ΣΣ χρειαζόταν 72 ώρες για να σχεδιάσει μία επιθετική επιχείρηση, να συγκεντρώσει τα εφόδια και να μετακινήσει τα στρατεύματα που απαιτούνταν. Η βαθιά μάχη θα δημιουργούσε το παράθυρο ευκαιρίας ώστε η ενέργεια του ΣΣ στην περιοχή της εγγύς μάχης να ήταν επιτυχής. Ο διοικητής θα έπρεπε να αναζητήσει και να προσβάλλει τις εχθρικές εκείνες δυνάμεις που δεν ήταν σε επαφή μαζί του και τις επόμενες 72 ώρες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση. Αυτό ήταν το νόημα του ότι θα έπρεπε να επιδράσει επί του πεδίου της μάχης σε βάθος 72 ωρών.
2. Όπως σωστά γράφεις η χερσαία δύναμη της βαθιάς μάχης θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον μεγέθους ταξιαρχίας για να αντιμετωπίσει τη μεραρχία αρμάτων που συνήθως αποτελούσε το 2ο κλιμάκιο. Ο ανεφοδιασμός της δύναμης αυτής θα έπρεπε να διατηρηθεί. «With ground units deployed far behind enemy lines, support and maintenance must accompany them. This is embodied in the concept of direct support, which requires support to be extended to all areas of the nonlinear battlefield, including the deep battle area.». Τώρα πως θα γίνονταν αυτό? Μάλλον με εναέρια μέσα.
Η βαθιά επίθεση και με χερσαίες δυνάμεις ελιγμού θα πετύχαινε? Δεν το πιστεύω. Ακούγεται ελκυστικό, αλλά δεν ξέρω αν η σκληρή εκπαίδευση στο NTC έφτανε για να το πετύχουν. Ιστορικά, οι Αμερικανοί δεν είχαν να επιδείξουν τέτοιου είδους τακτικά αριστουργήματα, και σίγουρα η Γερμανία δεν θα ήταν το Ανατολικό Μέτωπο.
3. Ποιο ορθό θα ήταν να πούμε ότι εκείνο το μέρος της αεροπορίας που δεν αποδέχονταν την Αεροχερσαία Μάχη επιθυμούσε επιστροφή στην προτεραία κατάσταση, όπου η αεροπορία για ενέργειες πέραν της ΓΣΠΥ έπαιρνε οδηγίες μόνο από τον διακλαδικό διοικητή. Επομένως, ό,τι αιτήματα είχε ο στρατός θα έφταναν στον αεροπορικό διοικητή μέσα από αυτή την οδό. Στη συνέχεια, εκείνος θα σχεδίαζε την εκστρατεία αεροπορικής απομόνωσης όπως επιθυμούσε.
Αυτό που ίσχυσε, όμως, με την υιοθέτηση της Αεροχερσαίας Μάχης, και δυσαρέστησε την παραπάνω μερίδα, ήταν ότι με βάση τις οδηγίες του διακλαδικού διοικητή ο αεροπορικός διοικητής κατένειμε υποχρεωτικά αριθμό εξόδων υπέρ ΒΑΙ. Στη συνέχεια, οι επιχειρήσεις ΒΑΙ σχεδιάζονταν, υποχρεωτικά, από κοινού με το ΣΣ, αλλά ελέγχονταν μόνο από την αεροπορία. Το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο ο στρατός είχε αποφασιστικό λόγο έστω και σε μέρος των επιχειρήσεων αεροπορικής απομόνωσης ήταν ανάθεμα για αρκετούς αεροπόρους!
"Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν οι «άνθρωποι της αεροπορικής ισχύος»"
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου πέφτει σήμερα η ζυγαριά? Η αεροπορική υπεροχή εξασφαλίζει την καταστροφή της αντίπαλης αεράμυνας, της αντίπαλης αεροπορίας και του αντίπαλου ναυτικού. Μπορεί όμως να καταστρέψει τα χιλιάδες θωρακισμένα οχήματα του αντιπάλου στο έδαφος, ώστε οι φίλιες χερσαίες δυνάμεις να επικεντρωθούν στην εξουδετέρωση του αντίπαλου ΠΖ?
Σίγουρα μπορεί να γίνει με επιθετικά ελικόπτερα, αλλά κάτι τέτοιο θα απαιτούσε έναν τεράστιο στόλο. Μήπως μπορεί να γίνει με πιο φθηνό τρόπο? Δηλαδή με έναν συνδυασμό UAV και ΠΒ που το πρώτο θα καταδεικνύει στόχους στο δεύτερο. Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει ακόμα για τεχνικούς λόγους, αλλά θεωρητικά βγάζει νόημα. Ή μήπως όχι? Θα ήθελα τη γνώμη σας. Ευχαριστώ!
To κείμενο που έγραψα είναι ένα κείμενο στρατιωτικής ιστορίας, αναφέρεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στις δεκαετίες του 70 και του 80. Δεν αναφέρεται στο σήμερα. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει να εμπλέκομαι σε γενικές συζητήσεις επί παντός επιστητού, με ενδιαφέρει να μελετώ διεξοδικά συγκεκριμένα ζητήματα κάθε φορά. Μόνο έτσι βρίσκω ότι κατακτιέται κάποια γνώση. Ευχαριστώ!
Διαγραφή"Afterwards, the Army turned its major attention back to the threat of a mid or high intensity conflict in Europe, and doubts reemerged about the value of helicopters in that sort of arena. Some military leaders believed that the helicopter could not survive and perform an essential role in a heavy combat environment. To gain general acceptance and ensure further success, Army Aviation continued to develop new doctrine, tactics, aircraft, equipment, and organizational structure. New or radically modified aircraft were adopted from the late 1970s into the mid-1980s. These included the Sikorsky UH-60 Black Hawk, Boeing AH-64 Apache, D-model of the CH-47 Chinook, and OH-58D version of the Kiowa."
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας το παραπάνω και μιας και ασχολούμαστε με τα 70s και 80s, μου δημιουργήθηκε η εξής απορία:
Τελικά τα ΕΕΠ αναπτύχθηκαν επειδή ο US Army ήθελε μια οργανική αεροπορία, αλλά μπορούσε να φτιάξει μόνο rotary wing ή πράγματι έχουν κάποιο πλεονέκτημα συγκριτικά με τα αντίστοιχα fixed wing της USAF?
Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε αυτός ο περιορισμός, θα είχαμε Apache σήμερα ή μόνο Α10, αλλά σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς και με περισσότερες δυνατότητες?
Υπήρχε και το Cobra που μπήκε σε υπηρεσία το 1967, αλλά η ερώτηση παραμένει, καθώς η περίφημη συμφωνία Johnson-McConnell έγινε το 1966.
Πράγματι, χωρίς τη Συμφωνία ο αμερικανικός στρατός ίσως να μην επιδίωκε ένα ικανότερο ΕΕ/Π όπως το Cheyenne στην αρχή και μετά το Απάτσι.
Διαγραφή