Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ευέλικτη Ανταπόδοση

Ευέλικτη Ανταπόδοση


Η δεκαετία του ΄60 είδε μία θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονταν την πυρηνική τους στρατηγική και την άμυνα της Δυτικής Ευρώπης. Η νέα αντίληψη συνοψίζονταν σε δύο φράσεις: «Ευέλικτη Ανταπόδοση» – «Προωθημένη Άμυνα». Η παρούσα ανάρτηση αφορά την «Ευέλικτη Ανταπόδοση». 

Το δόγμα των «Μαζικών Αντιποίνων»

Τη δεκαετία του ΄50 η προεδρία Αϊζενχάουερ διακήρυξε ότι οποιαδήποτε σοβιετική επιθετικότητα θα αντιμετωπίζονταν με μαζικό πυρηνικό πλήγμα. Το δόγμα των «Μαζικών Αντιποίνων» υιοθετήθηκε επίσημα από το ΝΑΤΟ το 1957 με την απόφαση MC 14/2. Η βασική υπόθεση που διατυπώνονταν εκεί ήταν ότι με δεδομένη την υπεροχή του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ η απειλή της χρήσης του θα ήταν αρκετή για να αποτρέψει κάθε επιθετική ενέργεια.

Πολύ γρήγορα, όμως, εκδηλώθηκαν δεύτερες σκέψεις για την αξιοπιστία του δόγματος. Το παράδειγμα του Πολέμου της Κορέας έδειχνε ότι ούτε το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ μπορούσε να αποτρέψει κάθε επιθετικότητα ούτε η Αμερική ήταν έτοιμη να κάνει χρήση των πυρηνικών της για να αντιμετωπίσει μία συμβατική επίθεση. Η αντίδραση στην αμυντική πολιτική του Αϊζενχάουερ κορυφώθηκε με την παραίτηση του αρχηγού του αμερικανικού στρατού Στρατηγού Μάξγουελ Τέηλορ, το 1959, ο οποίος εγκατέλειψε το αξίωμα του για να διατυπώσει δημόσια την αντίθεση του.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού παρόμοιες απόψεις με αυτές του Τέηλορ είχαν και οι στρατιωτικοί διοικητές της Συμμαχίας (SACEURSupreme Allied Commander Europe). Αξίζει να αναφερθεί η άποψη του Πτεράρχου Λόρις Νόρσταντ, ο οποίος υπηρέτησε ως SACEUR μεταξύ 1956 και 1963, κατά την οποία το ΝΑΤΟ δεν θα έπρεπε να στηρίζεται αποκλειστικά στα πυρηνικά, αλλά θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί με συμβατικές δυνάμεις, έστω και για περιορισμένο χρόνο. Ο Νόρσταντ εισήγαγε την ιδέα της «επιχειρησιακής παύσης», σύμφωνα με την οποία το ΝΑΤΟ, στο Κεντρικό Μέτωπο, θα έπρεπε να είναι σε θέση να επιβάλλει μία προσωρινή παύση στη σοβιετική επίθεση, ώστε να υπάρξει χρόνος να εκτιμηθεί εάν θα προσέφευγε στα πυρηνικά, αντί αυτό να είναι μία αυτοματοποιημένη διαδικασία. Αντίθετα προς τους Αμερικανούς στρατιωτικούς οι πολιτικές ηγεσίες των δυτικοευρωπαϊκών [1] χωρών ήταν ικανοποιημένες με το δόγμα των «Μαζικών Αντιποίνων» και ιδιαίτερα με τη δυνατότητα που τους προσέφερε να έχουν μειωμένους αμυντικούς προϋπολογισμούς.

Στις ΗΠΑ η κριτική στη μονοδιάστατη λογική των «Μαζικών Αντιποίνων» δεν περιορίζονταν στους στρατιωτικούς, αλλά περιλάμβανε και ακαδημαϊκούς, όπως ο Γουίλιαμ Κάουφμαν και ο Χένρυ Κίσσιγκερ. Στους πολιτικούς, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, το 1960, για την προεδρία, γερουσιαστής Τζ. Φ. Κένεντυ, τάχθηκε απέναντι στην πυρηνική στρατηγική του Αϊζενχάουερ και στις μειώσεις στους αμυντικούς προϋπολογισμούς που εκείνος είχε επιφέρει, και υποσχέθηκε να τα ανατρέψει και τα δύο. Κατά την άποψη του Κένεντυ οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είχαν αρκετές δυνάμεις όλων των τύπων ώστε να μπορούν να απαντήσουν ανάλογα με την απειλή.

Η νέα αντίληψη

Ο Κένεντυ κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση. Στο πρόσωπο του υπουργού του της άμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα βρήκε τον ιδανικό υποστηρικτή της νέας στρατηγικής. Κατ΄ αυτούς η βασική προϋπόθεση του δόγματος των «Μαζικών Αντιποίνων», δηλαδή η συντριπτική υπεροχή του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ, δεν θα ίσχυε στο μέλλον. Έτσι, οι Κένεντυ και Μακναμάρα είχαν πειστεί ότι όσα χρήματα κι αν δαπανούσαν θα ήταν αδύνατο να εξολοθρεύσουν το πυρηνικό οπλοστάσιο της ΕΣΣΔ μ΄ ένα χτύπημα. Επομένως, μια επίθεση με πυρηνικά όπλα θα κατέληγε σε ανταλλαγή χτυπημάτων, δηλαδή σε πυρηνικό πόλεμο. Όμως, ένας πλήρους κλίμακας πυρηνικός πόλεμος θα άφηνε τόσες καταστροφές που, κατά τους ίδιους, δεν θα είχε νόημα να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων. Η κατάληξη του σκεπτικού τους ήταν ότι τα πυρηνικά όπλα είναι μέσο τελευταίας καταφυγής και όχι πρώτης επιλογής. Μπορούσαν να αποτρέπουν μία επίθεση με πυρηνικά, αλλά όχι μία συμβατική επίθεση, ειδικά εάν αυτή είχε περιορισμένους σκοπούς.

Οι συμβατικές δυνάμεις παρείχαν την ευελιξία που επιθυμούσε ο Κένεντυ γιατί, εάν ήταν ισχυρές, μπορούσαν να αποτρέπουν μία επίθεση με συμβατικά όπλα, και σε περίπτωση που η αποτροπή αποτύγχανε μπορούσαν να αμυνθούν, βοηθώντας έτσι να ελεγχθεί η κλιμάκωση και να μην καθίσταται αυτόματη η προσφυγή στα πυρηνικά. Ακόμη, όμως, και αν οι ΗΠΑ έπρεπε να καταφύγουν στα πυρηνικά όπλα οι Κένεντυ και Μακναμάρα θεωρούσαν ότι και εκεί υπήρχαν βαθμίδες κλιμάκωσης που περιλάμβαναν στην αρχή τα Τοπικά Πυρηνικά Όπλα (ΤΠΟ), στη συνέχεια την προσβολή μόνο στρατιωτικών στόχων εντός της Σοβιετικής Ένωσης (έγινε γνωστό ως δόγμα «όχι πόλεις») και στο τέλος το γενικό πυρηνικό χτύπημα.

Η νέα αντίληψη έφερε σε πρώτο πλάνο το ζήτημα της ενίσχυσης των συμβατικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, το οποίο ήταν παραμελημένο. Οι Κένεντυ και Μακναμάρα πίστευαν ότι αυτές θα έπρεπε να ενισχυθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε το ΝΑΤΟ να μπορεί να αντιμετωπίσει μία συμβατική επίθεση στο Κεντρικό Μέτωπο χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στα πυρηνικά. Η ενίσχυση των συμβατικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ περιλάμβανε τις ενέργειες που έγιναν για να ενισχυθούν οι συμβατικές δυνατότητες των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων (που δεν θα μας απασχολήσει εδώ) και την προσπάθεια να πειστούν οι Δυτικοευρωπαίοι για την αναγκαιότητα του νέου δόγματος, που είναι το αντικείμενο μας.

Η σύνοδος της Αθήνας

Τον Ιούνιο του 1961 ο Χρουστσόφ στη συνάντηση του με τον Κένεντυ στη Βιέννη απαίτησε την απομάκρυνση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων από το Βερολίνο, ως αποτέλεσμα της συνεχούς διαρροής Ανατολικογερμανών στο δυτικό τμήμα της πόλης. Η κρίση που προέκυψε έληξε τον χειμώνα του 1962 με την κατασκευή του Τείχους. Ο Κένεντυ θεώρησε ότι στην κρίση εκείνη βρήκε την επιβεβαίωση των απόψεων του για την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των πυρηνικών και τη συμβατική αδυναμία του ΝΑΤΟ. Εάν οι Σοβιετικοί είχαν καταλάβει το δυτικό τμήμα της πόλης, το ΝΑΤΟ δεν είχε τη δυνατότητα να διεξάγει μία νικηφόρα εκστρατεία για να την απελευθερώσει. Θα έπρεπε είτε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά είτε να μην κάνει τίποτα. Το άλλο συμπέρασμα στο οποίο έφτασε ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν ότι θέματα όπως η αναγνώριση της Ανατολικής Γερμανίας (ταμπού για τους Δυτικογερμανούς) θα μπορούσαν να προσεγγιστούν, για να εξομαλυνθούν οι εντάσεις στην Κεντρική Ευρώπη.




Οι απόψεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης εκτέθηκαν επίσημα για πρώτη φορά στους Συμμάχους τον Μάιο του 1962, στη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών & άμυνας του ΝΑΤΟ στην Αθήνα. [2] Εκεί, ο Μακναμάρα, αφού διαβεβαίωσε ότι η πυρηνική εγγύηση των ΗΠΑ στην άμυνα της Δύσης παρέμενε, ξεδίπλωσε το σκεπτικό της νέας πολιτικής. Ξεκίνησε επισημαίνοντας ότι ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορούσε ολότελα να αποκλειστεί, γι΄ αυτό και το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να έχει μία στρατηγική για τη διεξαγωγή του. Η άποψη της νέας προεδρίας ήταν ότι η στρατηγική αυτή δεν θα έπρεπε να εξαντλείται σε ένα αυτοματοποιημένο μαζικό πλήγμα, αλλά θα έπρεπε να προβλέπει τη χρήση πυρηνικής ισχύος ανάλογης προς τους σκοπούς που επιδιώκονταν, οι οποίοι, όπως και σε κάθε πόλεμο θα μπορούσαν να είναι περιορισμένοι. Το ίδιο ίσχυε και σε ό,τι αφορούσε τα ΤΠΟ, η χρήση των οποίων θα έπρεπε να είναι λελογισμένη και για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος κάθε φορά, και όχι υπό τον τύπο πυρηνικού μπαράζ που θα εκτοξεύονταν επί όλου του θεάτρου επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα προέτρεψε τους Συμμάχους να εγκαταλείψουν τα εθνικά τους πυρηνικά προγράμματα και να επενδύσουν αυτά τα χρήματα στη συμβατική τους άμυνα. Κατά την άποψη του η κλιμάκωση στα πυρηνικά, εάν καθίστατο αναγκαία, θα έπρεπε να ήταν κεντρικά ελεγχόμενη και η ύπαρξη των άλλων συμμαχικών πυρηνικών οπλοστασίων κατακερμάτιζε τη διαδικασία λήψης απόφασης.

Στη συνέχεια πέρασε στο ζήτημα των συμβατικών δυνάμεων. Κατά τον ίδιο, οι συμβατικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θα έπρεπε να αρκούνταν στο να επιφέρουν μία προσωρινή παύση στη σοβιετική επίθεση πριν το τελικό άλμα στην άβυσσο, αλλά θα έπρεπε να μπορούν να την αντιμετωπίσουν επιτυχώς. Για να στηρίξει την άποψη του παράθεσε λεπτομερή στοιχεία των σοβιετικών δυνάμεων τα οποία αποδείκνυαν ότι η αναλογία συμβατικών δυνάμεων στο Κεντρικό Μέτωπο δεν ήταν τόσο άσχημη όσο την παρουσίαζαν οι Δυτικοευρωπαίοι, οπότε η προσπάθεια για τη βελτίωση της ήταν εντός των δυνατοτήτων τους, ιδιαίτερα αφού, πλέον, οι οικονομίες τους είχαν ανακάμψει αρκετά ώστε να μπορούν να στηρίξουν το εγχείρημα.

Τέλος, ήταν σημαντικό για τον Μακναμάρα να επισημάνει ότι δεν θεωρούσε τις συμβατικές δυνάμεις και τα ΤΠΟ εναλλάξιμα μεταξύ τους, δηλαδή δεν πίστευε ότι η αδυναμία σε συμβατικά όπλα μπορούσε να αναπληρωθεί από τα ΤΠΟ. Το σκεπτικό ήταν το εξής. Ήδη από τη δεκαετία του ΄50 οι δύο πλευρές είχαν μάθει να διασπείρουν τις συμβατικές τους δυνάμεις για να μειώσουν την τρωτότητα τους έναντι των πυρηνικών όπλων. Αυτό σήμαινε ότι το ΝΑΤΟ για να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα των ΤΠΟ θα έπρεπε να αναγκάσει τους Σοβιετικούς να συγκεντρωθούν σε κάποια περιοχή. Αυτό θα συνέβαινε, όμως, εάν συγκεντρώνονταν, αντίστοιχα, και οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ, πράγμα που θα τις εξέθετε στα σοβιετικά ΤΠΟ. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε τα σοβιετικά ΤΠΟ θα άνοιγαν κενά στη νατοϊκή διάταξη, επιτρέποντας στα σοβιετικά στρατεύματα να συνεχίσουν την επίθεση διεσπαρμένα, χωρίς να εκτεθούν στα νατοϊκά αντίποινα. Έτσι τα ΤΠΟ φαίνονταν να ευνοούν τον επιτιθέμενο παρά τον αμυνόμενο. Επιπλέον, τα ΤΠΟ ευνοούσαν την πλευρά με τις μεγαλύτερες και όχι με τις μικρότερες συμβατικές δυνάμεις, γιατί είτε θα καταστρέφονταν και οι δύο στρατοί είτε θα επιβίωνε μέρος της πλευράς με τις μεγαλύτερες δυνάμεις. Τίποτα από τα δύο όμως δεν συνέφερε το ΝΑΤΟ γιατί οι Σοβιετικοί μπορούσαν να φέρουν ευκολότερα δυνάμεις από την ανατολή απ΄ ότι οι Αμερικανοί από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το ΝΑΤΟ χρειάζονταν να επιβραδύνει τον ρυθμό των επιχειρήσεων για να πετύχει τη στρατηγική του συγκέντρωση και τα ΤΠΟ έδειχναν ότι τον επιτάχυναν. Επομένως, τα ΤΠΟ δεν μπορούσαν να θεωρηθούν υποκατάστατο ανεπαρκών συμβατικών δυνάμεων, αλλά θα έπρεπε, και τα δύο, να αντιμετωπίζονται ως μία ολότητα, για να μπορούν να ανταποκριθούν σε οποιονδήποτε συνδυασμό συμβατικού και πυρηνικού πολέμου.

Η αντίδραση των Συμμάχων

Η παρουσίαση του Αμερικανού υπουργού άμυνας στην Αθήνα δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, αφού οι απόψεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας είχαν γίνει γνωστές στην Ευρώπη, αλλά δεν έγινε και δεκτή με ενθουσιασμό· το αντίθετο μάλιστα. Εκτός από τον Γάλλο υπουργό που ήταν ξεκάθαρα αρνητικός, οι υπόλοιποι απέφυγαν να δεσμευτούν επιτόπου και δήλωσαν ότι το θέμα θα έπρεπε να τύχει περεταίρω μελέτης στις πρωτεύουσες τους.

Στο Λονδίνο, η βρετανική κυβέρνηση δεν ήταν εξολοκλήρου αντίθετη στις ιδέες του Μακναμάρα, αλλά δεν πίστευε ότι οι συμβατικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να αντισταθούν σε μία σοβιετική επίθεση για περισσότερο από μερικές ημέρες πριν καταφύγουν στα πυρηνικά. Στο Παρίσι, ο Ντε Γκωλ είδε στις αμερικανικές απόψεις την επιβεβαίωση των φόβων του ότι οι ΗΠΑ δεν θα διακινδύνευαν το μητροπολιτικό τους έδαφος για να υπερασπιστούν την Ευρώπη, οπότε για τον ίδιο η ιδέα της ελεγχόμενης κλιμάκωσης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια να εξασφαλιστεί ότι δεν θα γίνονταν διηπειρωτικός πυρηνικός πόλεμος. Ταυτόχρονα, ένιωθε δικαιωμένος για την επιλογή του η Γαλλία να αποκτήσει το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο.

Στη Βόννη, οι Δυτικογερμανοί δεν θα μπορούσαν να είναι υπέρμαχοι της γρήγορης κλιμάκωσης στη χρήση πυρηνικών όπλων, αφού το στάδιο της ανταλλαγής ΤΠΟ θα αφάνιζε σε μεγάλο βαθμό τη χώρα τους, αλλά ήταν εξίσου βέβαιοι ότι μόνο η πυρηνική εγγύηση των ΗΠΑ μπορούσε να αποτρέπει τους Σοβιετικούς, οπότε κάθε παρέκκλιση επ΄ αυτού τους έκανε να ανησυχούν. Επιπλέον, ο Αντενάουερ έβλεπε με καχυποψία τη διάθεση του Κένεντυ να συζητήσει το ζήτημα της αναγνώρισης της Αν. Γερμανίας, ενώ δεν ήθελε να αναγκαστεί να πάρει θέση στον διαφαινόμενο ανταγωνισμό Ουάσιγκτον – Παρισίου.

Γενικά μιλώντας, οι Δυτικοευρωπαίοι μοιράζονταν την άποψη ότι ο κύριος σκοπός του ΝΑΤΟ ήταν η αποτροπή του πολέμου παρά η προετοιμασία για τη διεξαγωγή του. (Για παράδειγμα, το 1957 ο Χάρολντ Μακμίλαν είχε πει: «Ας μην αυταπατώμεθα. Σήμερα, οι ένοπλες δυνάμεις δεν είναι για να διεξάγουν πόλεμο, αλλά για να τον προλαβαίνουν»). [3] Εκ τούτου, πίστευαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διαφυλαχθεί η αποτροπή ήταν η επίδειξη αποφασιστικότητας να χρησιμοποιηθούν στρατηγικά όπλα αμέσως με την εκδήλωση μιας σοβιετικής επίθεσης. Η προσπάθεια ενίσχυσης του συμβατικού τους οπλοστασίου μπορεί να ερμηνεύονταν από τους Σοβιετικούς ως έλλειψη αυτής της αποφασιστικότητας. Ήταν δε πεπεισμένοι ότι οι οδύνες μιας συμβατικής εκστρατείας δεν αρκούσαν για να αποθαρρύνουν τους Σοβιετικούς. Οι Δυτικοευρωπαίοι δεν μπορούσαν παρά να επισημάνουν ότι τώρα που οι ίδιες οι ΗΠΑ απειλούνταν από τους σοβιετικούς διηπειρωτικούς πυραύλους οι Αμερικανοί φαίνονταν να κάνουν πίσω στις δεσμεύσεις τους για την άμυνα της Ευρώπης, το δε νέο δόγμα με την ιδέα της ελεγχόμενης κλιμάκωσης ίσως να ήταν ένα σήμα στην άλλη πλευρά ότι ένας πόλεμος στην Ευρώπη δεν ήταν απαραίτητο να καταλήξει σε αμοιβαία καταστροφή, εάν και οι δύο υπερδυνάμεις σέβονταν τους κανόνες. Εν ολίγοις, οι Δυτικοευρωπαίοι δεν επιθυμούσαν να βάλουν το χέρι βαθύτερα στην τσέπη για να ικανοποιήσουν το αμφίβολο όραμα ενός νέου Αμερικανού προέδρου ούτε ήθελαν να προετοιμάσουν τις κοινωνίες τους για ένα νέο μεγάλο πόλεμο στην Ευρώπη, λιγότερο από είκοσι χρόνια από τη λήξη του προηγούμενου.

Διαφορετική προσέγγιση ίδιος στόχος

Ο Μακναμάρα θεωρούσε ότι η εμμονή των Συμμάχων με την αποτροπή δεν τους επέτρεπε να δουν τους κινδύνους της συμβατικής τους αδυναμίας και να αντιληφθούν ότι το νέο δόγμα επεδίωκε να θέσει το βάρος της κλιμάκωσης στα πυρηνικά στους ώμους των Σοβιετικών αντί του ΝΑΤΟ. Απέρριπτε δε τους ισχυρισμούς περί αμερικανικής απεμπλοκής από την ευρωπαϊκή άμυνα επισημαίνοντας τα 7.000 ΤΠΟ που οι ΗΠΑ ανέπτυσσαν στην Ευρώπη. Στο τέλος του 1962, όμως, η δυσπιστία των Δυτικοευρωπαίων έναντι των αμερικανικών προθέσεων ήταν τέτοια ώστε να μην μπορεί να προωθηθεί η επιδιωκόμενη αλλαγή στρατηγικής. Για τον Αμερικανό υπουργό άμυνας ήταν η ώρα να συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να επιδείξει ευελιξία αντίστοιχη με αυτήν που ευαγγελίζονταν,

Έτσι, ο Μακναμάρα έριξε τους τόνους της δημόσιας αντιπαράθεσης και υποχώρησε στη ρητορική του σε ό,τι αφορούσε το δόγμα «όχι πόλεις», που εκλαμβάνονταν από τους επικριτές του ως μία προσπάθεια εξασφάλισης ότι ένας πυρηνικός πόλεμος θα άφηνε ανέπαφο το αμερικανικό και σοβιετικό έδαφος. Σε ένα αριστοτεχνικό ελιγμό, ο Μακναμάρα, άρχισε να υποστηρίζει δημόσια τα πυρηνικά, τα οποία έθεσε υπό την ομπρέλα μιας νέας αντίληψης, που ονομάστηκε «MAD» (Mutual Assured Distraction – Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή), και σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες απόψεις του δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ανάγκη να ελεγχθεί η κλιμάκωση μέσω της προσβολής κατ΄ αρχήν στρατιωτικών στόχων, ώστε να υπάρξει ένα παράθυρο συνεννόησης πριν ο όλεθρος μεταφερθεί στις πόλεις. Για τον Μακναμάρα το δόγμα «ΜΑD» εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: Καθησύχαζε τους Συμμάχους σε ό,τι αφορούσε τη δέσμευση του στρατηγικού οπλοστασίου των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης και ενίσχυε, έμμεσα, το βασικό του επιχείρημα ότι ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί. Η καινούρια προσέγγιση έγινε ευμενώς αποδεκτή στη Δ. Ευρώπη, όπου θεωρήθηκε ότι, επιτέλους, οι ΗΠΑ ξανάβαζαν μπροστά την αποτροπή και όχι την προετοιμασία για διεξαγωγή πολέμου.

Σε μια κίνηση αποκατάστασης της εμπιστοσύνης οι ΗΠΑ, τον Μάιο του 1963, δέχτηκαν την παρουσία συνδέσμου από το SHAPE (Supreme Headquarters Allied Powers Europe) στο κέντρο επιχειρήσεων της SAC (Strategic Air Command) στη Νεμπράσκα, ώστε να διαβεβαιωθούν οι Σύμμαχοι ότι το στρατηγικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ παρέμενε δεσμευμένο στην άμυνα της Ευρώπης, ενώ σε μία επιπλέον κίνηση καλής θελήσεως ο Μακναμάρα, το 1965, πρότεινε τη σύσταση ενός οργάνου που θα επέτρεπε μεγαλύτερη πρόσβαση των Συμμάχων στον πυρηνικό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Το όργανο αυτό ονομάστηκε «Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού» και αποτελούνταν από τέσσερα μόνιμα μέλη (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Δ. Γερμανία, Ιταλία – η Γαλλία δεν θέλησε να συμμετάσχει) και τρία μέλη από τις υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ που θα εναλλάσσονταν. Η Ομάδα αυτή είχε λόγο σε θέματα πυρηνικής στρατηγικής και γνώση των αμερικανικών σχεδίων. Με τη νέα του προσέγγιση ο Μακναμάρα κατάφερε να εξομαλυνθούν οι εντάσεις με τους Δυτικοευρωπαίους, ώστε να μπορέσει να επιδιώξει ξανά τους αρχικούς του στόχους, αλλά σε καλύτερο κλίμα.

Ένα πρώτο βήμα είχε γίνει τον Μάιο του 1963 στη σύνοδο των υπουργών του ΝΑΤΟ στην Οτάβα, όπου αποφασίστηκε η συγκρότηση επιτροπής που θα πρότεινε τρόπους καλύτερης αξιοποίησης των ήδη υπαρχόντων πόρων για την ενίσχυση των συμβατικών δυνατοτήτων, ζήτημα πολιτικά ανώδυνο. Η έκθεση που υπέβαλε αυτή η επιτροπή ονομάστηκε «Force Planning Exercise» και μέσω αυτής ο Αμερικανός υπουργός άμυνας έλπιζε να ωθήσει τα πράγματα στην κατεύθυνση που επιδίωκε. Η «FPE» έγινε ένα ανεπίσημο φόρουμ στο οποίο τίθονταν ζητήματα και επιτυγχάνονταν συναινέσεις που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν στα επίσημα φόρα μεταξύ των πολιτικών.

Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η στρατιωτική επιτροπή του ΝΑΤΟ εξέδωσε ένα προσχέδιο (MC 100/1) όπου εισηγούνταν την «προωθημένη άμυνα», απέρριπτε τη λογική ότι οι συμβατικές δυνάμεις θα ήταν ένα απλό προστάδιο της χρήσης πυρηνικών (tripwire concept) και υιοθετούσε βαθμίδες κλιμάκωσης της έντασης σε όλα τα επίπεδα (συμβατικό, πυρηνικά θεάτρου επιχειρήσεων, στρατηγικά πυρηνικά). Ο Μακναμάρα δεν προώθησε το έγγραφο στη σύνοδο των υπουργών για να αποφύγει μία απευθείας αντιπαράθεση με τους Γάλλους, όμως ο SACEUR, Στρατηγός Λάιμαν Λέμνιτζερ, κινήθηκε, στα όρια των αρμοδιοτήτων του, στην κατεύθυνση των προβλέψεων της. Έτσι, στις ασκήσεις προβλέφθηκε η διεξαγωγή συμβατικών επιχειρήσεων χωρίς την άμεση προσφυγή στα πυρηνικά, και στη συνέχεια σταδιακή κλιμάκωση. Το 1965 οι Γάλλοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην άσκηση «FALLEX», διαμαρτυρόμενοι γιατί το σενάριο της απομακρύνονταν από τις προβλέψεις της MC 14/2.

Η αποχώρηση της Γαλλίας

Τον Μάρτιο του 1966 η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ο Ντε Γκωλ διαφωνούσε απόλυτα με τη λογική του Μακναμάρα περί σταδιακής κλιμάκωσης και προετοιμασίας για ένα νέο συμβατικό πόλεμο στην Ευρώπη. Ακόμη περισσότερο, όμως, ενοχλούνταν από την επιδίωξη των Αμερικανών για μία οικονομική ένωση της Δ. Ευρώπης, που όμως θα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από το στρατηγικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ. Ο Ντε Γκωλ δεν ήταν αντίθετος σε μια δυτικοευρωπαϊκή ένωση, αλλά υπό ευρωπαϊκή (γαλλική) ηγεσία και ευρωπαϊκή (γαλλική) πυρηνική εγγύηση.

Ο Γάλλος ηγέτης δεν επιθυμούσε την όξυνση με τη Σοβιετική Ένωση, το αντίθετο μάλιστα, γι΄ αυτό και δεν στήριζε το αίτημα της γερμανικής ενοποίησης, αλλά παρέμενε καχύποπτος απέναντι στους Σοβιετικούς, οπότε θεωρούσε αναγκαίο να υπάρχει ένα στρατιωτικό αντίβαρο στη σοβιετική ισχύ. Ο Ντε Γκωλ δεν πίστευε ότι οι συμβατικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μία σοβιετική επίθεση χωρίς πυρηνικά, αλλά δεν εμπιστεύονταν και τις προθέσεις των Αμερικανών. Το γαλλικό πυρηνικό οπλοστάσιο ήταν μικρό, αλλά οι Γάλλοι ήταν διατεθειμένοι να προσβάλλουν στρατηγικούς στόχους στη Σοβιετική Ένωση αμέσως με την εκδήλωση μιας σοβιετικής εισβολής. Όπως το έθετε ο ίδιος: «Η Γαλλία δεν χρειαζόταν να είναι ικανή να καταστρέψει τη Σοβιετική Ένωση, αλλά μονάχα να της ξεριζώσει ένα χέρι.». [4]

Για τον ίδιο οι Αμερικανοί είχαν υπάρξει απολύτως απαραίτητοι για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης, αλλά αυτή η αναγκαιότητα είχε πλέον παρέλθει. Η στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ ήταν το όργανο ελέγχου της Δ. Ευρώπης από την Ουάσιγκτον και ένα ασφυκτικό πλαίσιο το οποίο η Γαλλία δεν μπορούσε να αντέξει. Με τη Γερμανία ηττημένη και τη Βρετανία απασχολημένη με τη διατήρηση της αυτοκρατορίας της ο Ντε Γκωλ πίστευε ότι η ώρα της Γαλλίας να ηγηθεί της Ευρώπης είχε έρθει.

MC 14/3

Με την αποχώρηση της Γαλλίας το σημαντικότερο εμπόδιο στην υιοθέτηση της αμερικανικής στρατηγικής άρθηκε. Στη σύνοδο των υπουργών του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 1966 ο Μακναμάρα βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει τις παλιότερες θέσεις του. Επανέλαβε ότι η αντιμετώπιση των Σοβιετικών συμβατικών δυνάμεων δεν ήταν εκτός δυνατοτήτων και ότι ο ίδιος δεν έβλεπε τόσο το πρόβλημα στους πόρους που δαπανούσαν οι χώρες μέλη για την άμυνα τους όσο στην αποδοτικότερη χρησιμοποίηση τους. Δεν παρέλειψε, όμως, να επισημάνει ότι οι ΗΠΑ σήκωναν δυσανάλογα μεγάλο βάρος εντός της Συμμαχίας και ότι οι Δυτικοευρωπαίοι θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα. Ολοκλήρωσε προτείνοντας ένα δεκαετές χρονοδιάγραμμα ενεργειών για την επαύξηση των συμβατικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ. Την επόμενη χρονιά, στις 12/12/1967, η σύνοδος των υπουργών του ΝΑΤΟ ενέκρινε την απόφαση MC 14/3, που περιείχε το νέο δόγμα. Το έγγραφο της απόφασης τιτλοφορούνταν «Flexibility in Response» και έγινε γνωστό ως «Flexible Response» (Ευέλικτη Ανταπόδοση).

Η MC 14/3 υπήρξε προϊόν συμβιβασμού. Η επιτυχία της ήταν ότι ενώ κανείς δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος, όλοι ένιωθαν ότι κάτι πήραν, ότι σε κάποιο βαθμό πέρασαν τις θέσεις τους. Στις επιτυχίες του Μακναμάρα συγκαταλέγονταν η αποδοχή από την πλευρά των Δυτικοευρωπαίων ότι το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να μπορεί να αμυνθεί με συμβατικές δυνάμεις στο Κεντρικό Μέτωπο, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια μιας εισβολής, οπότε ήταν αναγκαία η ενίσχυση των συμβατικών τους δυνατοτήτων. Σε ποιο βαθμό θα έπρεπε να γίνει αυτό δεν καθορίστηκε και αποτέλεσε σημείο τριβής με τους Αμερικανούς.

Μία δεύτερη «νίκη» του Μακναμάρα ήταν ότι οι Σύμμαχοι αποδέχτηκαν ότι η αποτροπή μπορούσε να αποτύχει κι έτσι ο στόχος της MC 14/3 ήταν η άμυνα και όχι η αποτροπή. Εκ πρώτης τα δύο μπορεί να φαίνονται ίδια, αλλά η διαφορά είναι ουσιαστική. Η αποτροπή αποσκοπεί στο να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του αντιπάλου στην επιτυχία του, προβάλλοντας (εμφαντικά) τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει και το κόστος που θα καταβάλει. Η αποτροπή χρειάζεται όσες δυνάμεις είναι αναγκαίες για να διαμορφώσει τις αντιλήψεις του αντιπάλου πριν αρχίσει η μάχη. Η «άμυνα» αναφέρεται στο πως θα διεξαχθεί ο αγώνας αφότου έχει αρχίσει η μάχη. Η άμυνα χρειάζεται όσες δυνάμεις είναι αναγκαίες ώστε ο αμυνόμενος να έχει εμπιστοσύνη στον ίδιο ότι θα αντιμετωπίσει επιτυχώς τον εισβολέα με αποδεκτές θυσίες. Αυτό σημαίνει ότι ο σχεδιασμός της άμυνας απαιτεί περισσότερες δυνάμεις από τον σχεδιασμό της αποτροπής, επιχείρημα που ενίσχυε τη θέση του Μακναμάρα.

Από την άλλη πλευρά, η Ουάσινγκτον συνειδητοποίησε ότι η αμερικανική πυρηνική εγγύηση έναντι όλων των περιστάσεων ήταν το τίμημα που οι Αμερικανοί έπρεπε να πληρώσουν για να δεσμευτούν οι Δυτικοευρωπαίοι στην ενίσχυση των συμβατικών τους δυνάμεων, γι΄ αυτό και η MC 14/3 δεν αποκήρυξε την επιλογή να περάσει το ΝΑΤΟ πρώτο το πυρηνικό κατώφλι.

Η MC 14/3 προέβλεπε τρία επίπεδα κλιμάκωσης:

  • Άμεση άμυνα.
  • Σκόπιμη κλιμάκωση.
  • Γενική πυρηνική ανταπόδοση.

Η «άμεση άμυνα» αφορούσε την απόκρουση της εχθρικής επίθεσης και την καταστροφή των επιτιθέμενων δυνάμεων. Θα διενεργούνταν κυρίως με συμβατικά μέσα, αλλά μπορούσε να περιλαμβάνει και πυρηνικά. Η «σκόπιμη κλιμάκωση» αποσκοπούσε στο να επηρεάσει την πολιτική βούληση του αντιπάλου να συνεχίσει την επιθετική του προσπάθεια. Κατά κύριο λόγο θα αφορούσε τη χρήση πυρηνικών όπλων. Η «γενική πυρηνική ανταπόδοση» ήταν το τελευταίο στάδιο και θα αφορούσε την καταστροφή στρατηγικών στόχων στη Σοβιετική Ένωση. Η MC 14/3 προέβλεπε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν αρκετές δυνάμεις σε κάθε επίπεδο, ώστε να μπορούν να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, και διευκρίνιζε ότι το έλλειμμα δυνάμεων σε ένα επίπεδο δεν αντισταθμίζονταν από τις δυνάμεις του επόμενου.

Προβλέπονταν ότι το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να έχει αρκετές δυνάμεις στο Κεντρικό Μέτωπο ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν μία αιφνιδιαστική σοβιετική επίθεση, που θα μπορούσε να αναληφθεί με ό,τι δυνάμεις είχαν άμεσα διαθέσιμες οι Σοβιετικοί. Έτσι, αν οι Σοβιετικοί ήταν αναγκασμένοι να μετακινήσουν δυνάμεις, ακόμη και για μια επίθεση περιορισμένου σκοπού, αυτό θα γίνονταν αντιληπτό και το ΝΑΤΟ θα συγκέντρωνε έγκαιρα τις δικές του. Τελικός σκοπός ήταν το ΝΑΤΟ να μπορεί να αντιμετωπίσει μια επίθεση 80 – 100 μεραρχιών χωρίς να καταφύγει στα πυρηνικά. Δεν προσδιορίστηκε όμως ο χρόνος στον οποίο το ΝΑΤΟ θα έφτανε να διαθέτει αυτή την ικανότητα. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζονταν ότι μία συμβατική άμυνα μπορεί να ηττηθεί εάν ο επιτιθέμενος είναι διατεθειμένος να καταβάλει το τίμημα. Εκεί, οι πυρηνικές δυνάμεις παρείχαν την αποτροπή που έλλειπε από τις συμβατικές. Οι Σοβιετικοί θα έπρεπε να τηρούνται σε αμφιβολία σε σχέση με το πότε το ΝΑΤΟ θα κλιμάκωνε στα πυρηνικά, γι΄ αυτό και η φάση της «άμεσης άμυνας» θα έπρεπε να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε το ΝΑΤΟ να έχει την άνεση να κάνει την επιλογή του.

Το ζήτημα της κλιμάκωσης στα πυρηνικά, όμως, τηρούσε σε αμφιβολία και την ίδια τη Συμμαχία, αφού το σημείο μετάβασης δεν μπορούσε να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Έτσι, οι Δυτικοευρωπαίοι διατήρησαν την καχυποψία τους ότι οι ΗΠΑ μπορεί να διεξήγαγαν έναν πυρηνικό πόλεμο που θα περιορίζονταν στην Ευρώπη, και οι Αμερικανοί φοβόντουσαν ότι παρ΄ όλες τις προβλέψεις που προσπάθησαν να βάλουν στην MC 14/3 οι Δυτικοευρωπαίοι θα τους έσυραν σε μία γρήγορη κλιμάκωση. Όπως αναφέρθηκε η MC 14/3 ήταν προϊόν συμβιβασμού, οπότε μπορεί να μην ήταν η καλύτερη στρατηγική, στο τέλος όμως ήταν ικανοποιητική για όλους. Το σημαντικό ήταν ότι αφού το ΝΑΤΟ μπόρεσε να συμφωνήσει στη βασική του στρατηγική στη συνέχεια μπόρεσε να ασχοληθεί ουσιαστικότερα με το ζήτημα της ενίσχυσης των συμβατικών του δυνάμεων

Υποσημειώσεις

[1] Στο κείμενο χρησιμοποιούνται οι λέξεις «Δυτικοευρωπαίοι», «Σύμμαχοι» και τα παράγωγα τους προς αποφυγή της γλωσσικής μονοτονίας, αλλά με αυτές, κατά κύριο λόγο, εννοούνται οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ που είχαν στρατιωτικές δυνάμεις στη Δ. Γερμανία εκείνη την εποχή.

[2] Richard L. Kugler, The Great Strategy Debate: NATO’s Evolution in the 1960s, (Santa Monica, CA: RAND, 1991), 30.

[3] Μάικλ Κάρβερ, «Συμβατικοί Πόλεμοι Κατά την Πυρηνική Εποχή», στο Peter Paret (επιμ.), Οι Δημιουργοί της Σύγχρονης Στρατηγικής: Από τον Μακκιαβέλλι στην Πυρηνική Εποχή, (Αθήνα: Τουρίκης, 2004), 927.

[4] Τζορτζ Φρήντμαν, Σημεία Ανάφλεξης: Η Αναδυόμενη Κρίση στην Ευρώπη, (Αθήνα, Ενάλιος, 2015), 203.

2 σχόλια :

  1. καλημέρα και χρόνια πολλά. Συμπέρασμα.. 70 χρόνια μετά οι ευρωπαίοι και ΝΑΤΟ ακόμη να βρουν άκρη σχετικά με τους πόρους που πρέπει να δαπανώνται εκατέρωθεν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή