Το
παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος του άρθρου «Το Επιθετικό Στοιχείο στην Άμυνα»
που δημοσιεύτηκε εδώ.
Ο μεγάλος θεωρητικός του πολέμου Καρλ φον Κλαούζεβιτς όρισε τον πόλεμο ως «μία πράξη βίας προκειμένου να εξαναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέληση μας». Η βία, η οποία δυνητικά ενυπάρχει σε κάθε ανθρώπινη σύγκρουση, εκλύεται με αιματηρό τρόπο στον πόλεμο, ο οποίος διαφέρει από τη δολοφονία κατά το ότι η υπόθεση του αφορά το σύνολο της κοινότητας, και οι πολεμιστές που τον διεξάγουν χαίρουν της ηθικής αποδοχής των μελών της.
Στους πρωτόγονους λαούς ήταν δυνατή η σύγκρουση των δύο μερών σε μία και μόνο μάχη, όπου η βία εκλύονταν αχαλίνωτα μέχρι την καθυπόταξη του αντιπάλου. Καθώς ο πληθυσμός των ανθρώπων αυξήθηκε και η πολυπλοκότητα των κοινωνιών τους μεγάλωσε, η πολεμική δραστηριότητα κατακερματίστηκε στον χώρο και στον χρόνο και υποτάχτηκε στη δυνατότητα των κοινωνιών αυτών να σταθμίζουν τα μέσα προς τους σκοπούς τους. Το δυναμικό των «πολιτισμένων» κοινωνιών έγινε τέτοιο ώστε να απαιτείται η δυνατότητα για διεύθυνση του πολέμου μακροπρόθεσμα, καθώς ήταν αδύνατο το δυναμικό αυτό να συμπυκνωθεί και να εξαντληθεί σε μία μόνο μάχη. Από την απαίτηση αυτή προέκυψε και η ανάγκη για διάκριση ανάμεσα στη διεύθυνση της μάχης και στη διεύθυνση του πολέμου.
Στο διάβα του χρόνου οι άνθρωποι παρατήρησαν ότι ο σκοπός της μάχης επιτυγχάνονταν με κάποια συγκεκριμένη χρησιμοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεων, ενώ δεν επιτυγχάνονταν με κάποια άλλη. Το γεγονός αυτό είναι και ο λόγος ύπαρξης της τακτικής. Ο Κλαούζεβιτς ορίζει την τακτική ως τη δραστηριότητα εκείνη που ασχολείται με τη χρήση των ενόπλων δυνάμεων στη μάχη. Τα μέσα της τακτικής είναι οι στρατιωτικές δυνάμεις και ο σκοπός της η νίκη.
Κατά τον Κλαούζεβιτς η μάχη είναι: «η μοναδική αποτελεσματική δραστηριότητα του πολέμου· μέσα στη μάχη και μέσω αυτής συντελείται η καταστροφή των αντιτιθέμενων σε μας δυνάμεων, που συνιστά το μέσο για να φτάνουμε στους στόχους μας». Η μάχη είναι το πλαίσιο, αλλά και το όριο, μέσα στο οποίο εφαρμόζεται η τακτική. Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι για τον Κλαούζεβιτς οι δυνητικές μάχες παράγουν εξίσου «χειροπιαστά» αποτελέσματα με τις πραγματικές. «Όλος ο στρατηγικός σχεδιασμός στηρίζεται μόνο στα τακτικά αποτελέσματα, είτε αυτά παράγονται με αιματηρό είτε με αναίμακτο τρόπο.».
Οι νίκες που επιτυγχάνει η τακτική χρησιμοποιούνται από τη στρατηγική για την επίτευξη του σκοπού του πολέμου. Ο σκοπός της στρατηγικής ταυτίζεται με τον σκοπό του ίδιου του πολέμου· η κατάκτησή του πρέπει να οδηγεί άμεσα στην επιθυμητή ειρήνη. Η ειρήνη, όμως, δεν βρίσκεται στη σφαίρα της στρατηγικής, αλλά της πολιτικής, επομένως ποιος είναι ο σκοπός της στρατηγικής; Κατά τον Κλαούζεβιτς, ο σκοπός της στρατηγικής είναι ο αφοπλισμός του εχθρού. Από αυτό, βέβαια, δεν θα πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπέδειξε τον υποχρεωτικό σφαγιασμό των στρατιωτών του αντιπάλου. Ο αφοπλισμός αναφέρεται υπό την έννοια ότι ο αντίπαλος θα πρέπει να βρεθεί σε τέτοια θέση ώστε: «Κάθε αλλαγή που θα προκαλούσε η συνέχιση της πολεμικής δραστηριότητας να πρέπει, θεωρητικά τουλάχιστον, να τον οδηγεί σε μία ακόμα δυσμενέστερη κατάσταση». Ή, με άλλα λόγια, ο αντίπαλος θα πρέπει να οδηγείται σε κατάσταση δυσμενέστερη από τη θυσία που του ζητείται.
Ο Κλαούζεβιτς πιστεύει ότι στη στρατηγική, αντίθετα από την τακτική, δεν υπάρχει νίκη παρά μόνο επιτυχία. Η επιτυχία στη στρατηγική συνίσταται στην ευνοϊκή προετοιμασία για μία τακτική νίκη και στην εκμετάλλευση της επιτευχθείσας νίκης. Ο ίδιος θεωρεί ότι η συνύφανση στρατηγικής και πολιτικής είναι αξεδιάλυτη. Αφού «η πολιτική είναι εκείνη που προκαλεί τον πόλεμο», «το να κρίνει κανείς ένα μεγάλο στρατιωτικό συμβάν ή το σχέδιο αυτού του συμβάντος από μία οπτική γωνία αποκλειστικά στρατιωτική είναι απαράδεκτο κι επομένως ολέθριο». Και καταλήγει: «Η τέχνη του πολέμου, στο υψηλότερο επίπεδο της, γίνεται πολιτική, μία πολιτική όμως που μάχεται αντί να συντάσσει διπλωματικά υπομνήματα.». Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι η «στρατηγική» του Κλαούζεβιτς βρίσκεται πλησιέστερα σε ό,τι σήμερα ονομάζουμε «στρατιωτική στρατηγική».
Ο Κλαούζεβιτς φαίνεται ότι είχε εντοπίσει μία σειρά από στρατιωτικές ενέργειες που δεν ανήκαν απολύτως ούτε στην τακτική ούτε στη στρατηγική, γι΄ αυτό και εισήγαγε τον όρο εκστρατεία, επειδή χρειαζόταν μία στρατιωτική επιχείρηση ανάμεσα στη «μάχη» και στον «πόλεμο», καθώς η απόσταση μεταξύ τους στον χώρο και στον χρόνο ήταν πολύ μεγάλη. Όμως, δεν εισήγαγε ένα νέο επίπεδο του πολέμου μεταξύ στρατηγικής και τακτικής γιατί δεν είχε ένα διαφορετικό ζευγάρι μέσου – σκοπού για να του αποδώσει. Στην πορεία του χρόνου το ενδιάμεσο αυτό επίπεδο έγινε αποδεκτό από τους στρατούς και ονομάστηκε «επιχειρησιακό».
Η αναφορά στα επίπεδα του πολέμου είναι απαραίτητη για να γίνει κατανοητή η θέση του Κλαούζεβιτς για την αμυντική μορφή του πολέμου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πολεμική δραστηριότητα μπορεί να πάρει δύο διακριτές μορφές: την άμυνα και την επίθεση. Ως «αμυνόμενο», ο Κλαούζεβιτς, αντιλαμβάνεται αυτόν που επιθυμεί τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, ενώ ως «επιτιθέμενο» αυτόν που επιθυμεί την ανατροπή της μέσω της κατάκτησης. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον σκοπό της επίθεσης «θετικό» και τον σκοπό της άμυνας «αρνητικό», επειδή δεν επιδιώκει κάτι άλλο πέρα από την άρνηση του σκοπού της επίθεσης. Όμως, το αρνητικό του σκοπού της άμυνας θα πρέπει να εκληφθεί φιλοσοφικά, ως το αντίθετο του σκοπού της επίθεσης, και δεν θα πρέπει να συνδεθεί με μία εγγενή παθητικότητα. Ο ίδιος γράφει: «Θα ήταν θεμελιώδες λάθος να φανταστεί κανείς ότι ο αρνητικός σκοπός υπονοεί μία προτίμηση προς την αποφυγή της μάχης, αντί για την καταστροφή του εχθρού.». Όμως, αν ο σκοπός της άμυνας είναι η διατήρηση, πως ο σκοπός αυτός μπορεί να οδηγήσει στην επιδίωξη της καταστροφής του εχθρού;
Κατά τον Κλαούζεβιτς, φιλοσοφικά, ο αμυνόμενος είναι εκείνος που «ρίχνει την πρώτη σφαίρα του πολέμου», επειδή ο επιτιθέμενος, κάλλιστα, θα προτιμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση του χωρίς μάχη. Έτσι, η άμυνα στη φύση της, όπως και ο πόλεμος, είναι αγώνας. Το στοιχείο του αγώνα, λοιπόν, είναι αυτό που οδηγεί τον αμυνόμενο να μην περιοριστεί σε μία μονομερή παθητικότητα και να επιδιώξει να ανταποδώσει τα πλήγματα.
Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε πως μπορούμε να διακρίνουμε την αμυντική από την επιθετική μορφή; Ο Κλαούζεβιτς αναφέρει ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της άμυνας, και το μόνο που τη διακρίνει απόλυτα από την επίθεση, είναι η αναμονή του χτυπήματος. Ο επιτιθέμενος, απολαμβάνοντας μία υπεροχή δυνάμεων, επιλέγει τον τόπο και τον χρόνο του χτυπήματος, ενώ ο αμυνόμενος αναμένει το χτύπημα και το αποκρούει όπου και όταν αυτό καταφέρεται. Η πράξη της αναμονής όμως, δηλαδή η τήρηση της αμυντικής στάσης, αφορά, κάθε φορά, συγκεκριμένο επίπεδο του πολέμου, ενώ σε χαμηλότερα επίπεδα μπορούν να λαμβάνουν χώρα επιθετικές ενέργειες. Ο Κλαούζεβιτς το εξηγεί αυτό αντιπαραβάλλοντας στρατιωτικές επιχειρήσεις και την αναμενόμενη εχθρική ενέργεια: «Μία εκστρατεία είναι αμυντική εάν αναμένουμε εισβολή στο θέατρο των επιχειρήσεων μας… μία μάχη είναι αμυντική εάν περιμένουμε την επίθεση του εχθρού… μία συμπλοκή είναι αμυντική εάν περιμένουμε την εχθρική έφοδο στις θέσεις μας.» Και συμπεραίνει ότι: «…μία αμυντική εκστρατεία μπορεί να διεξαχθεί με επιθετικές μάχες… σε μία αμυντική μάχη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επιθετικά κάποιες μεραρχίες… ακόμη και σε μία αμυντική θέση οι σφαίρες μας επιτίθενται στον εχθρό». Επομένως, ο αμυνόμενος πολεμά χρησιμοποιώντας αμυντικές και επιθετικές ενέργειες, που αναγνωρίζονται ως τέτοιες σε συγκεκριμένο επίπεδο του πολέμου, χωρίς αυτό να αλλάζει τη μορφή του πολέμου, που παραμένει αμυντική.
Θα πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η πολιτική «μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή όλων των δυνατών μορφών πραγματικού πολέμου, από τον πόλεμο εκμηδενίσεως έως την απλή ένοπλη επιτήρηση». Επομένως, ο επιτιθέμενος μπορεί να επιδιώξει περιορισμένους σκοπούς, η επίτευξη των οποίων δεν θα επιφέρει την κλιμάκωση της επιθετικής του προσπάθειας. Ο Κλαούζεβιτς στα Κεφάλαια 28 και 30 του Βιβλίου VI μελετά την περίπτωση όπου οι αντιμαχόμενοι δεν επιδιώκουν αποφασιστικό αποτέλεσμα, δεν επιθυμούν να διακινδυνεύσουν την καταστροφή των στρατιωτικών τους δυνάμεων και αρκούνται στην απόκτηση μικρών κερδών, όπως ήταν το σύνηθες στους πολέμους των ανακτοβουλίων του 18ου αιώνα. Βέβαια, η λέξη «μικρών», στην προηγούμενη πρόταση, έχει το νόημα που αποκτά ανάλογα με τα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας. Ο Κλαούζεβιτς αποφαίνεται ότι η ιστορική πείρα δεν έχει να αποδώσει αρχές, κανόνες ή μεθόδους γι΄ αυτό το είδος του πολέμου και καταλήγει ότι η αρχή «Μακάριοι οι κατέχοντες» παίρνει τη θέση της αποφασιστικής λύσης.
Σημαντικό στοιχείο της κλαουζεβίτσιας αντίληψης είναι το «σημείο κορύφωσης» κάθε επιθετικής προσπάθειας. Το σημείο, δηλαδή, όπου ο επιτιθέμενος έχει εξαντλήσει την επιθετική του ισχύ, δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, και μπορεί μόνο να μεταπέσει στην άμυνα. Ο Κλαούζεβιτς πιστεύει ότι ακριβώς τότε ο αμυνόμενος αποκτά ένα σημαντικό πλεονέκτημα και θα έχει ένα περιορισμένο παράθυρο ευκαιρίας για να το εκμεταλλευτεί. Θα πρέπει, δηλαδή, να μεταπέσει αμέσως στην επίθεση και να επιδιώξει τον «θετικό» σκοπό. «Η ξαφνική και απότομη μετάβαση στην επίθεση –το απαστράπτον ξίφος της εκδίκησης- είναι η κορυφαία στιγμή του αμυνόμενου». Ο ίδιος πιστεύει ότι η ιδέα της μετάπτωσης από την άμυνα στην επίθεση θα πρέπει να βρίσκεται στο σχέδιο του αμυνόμενου διοικητή από την αρχή του πολέμου.
"Ο ίδιος πιστεύει ότι η ιδέα της μετάπτωσης από την άμυνα στην επίθεση θα πρέπει να βρίσκεται στο σχέδιο του αμυνόμενου διοικητή από την αρχή του πολέμου."
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα , συνεπώς ο αμυνόμενος διοικητής πρέπει εξ αρχής να έχει το μυαλό του στις εφεδρείες ώστε να μπορέσει να πραγματώσει ταχέως τη μετάπτωση? εκτός και αν σαρωθεί τελικά από την ισχύ του επιτιθέμενου..
Καλημέρα, σωστά, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και ότι:
Διαγραφή«το να κρίνει κανείς ένα μεγάλο στρατιωτικό συμβάν ή το σχέδιο αυτού του συμβάντος από μία οπτική γωνία αποκλειστικά στρατιωτική είναι απαράδεκτο κι επομένως ολέθριο»
Οπότε, ο αμυνόμενος διοικητής, και φυσικά μιλάμε για τον ανώτατο διοικητή, καλό είναι πριν φτιάξει το σχέδιο του να έχει μιλήσει με την κυβέρνηση του. Ίσως ακόμη καλύτερα να το είχε κάνει πριν αναλάβει τη θέση!