Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος του άρθρου «Το Επιθετικό Στοιχείο στην Άμυνα» που δημοσιεύτηκε εδώ.
Το τέλος του Πολέμου των Έξι Ημερών βρήκε τον αραβικό κόσμο τραυματισμένο και ταπεινωμένο. Στην Αίγυπτο, την ηγέτιδα δύναμη των Αράβων, πολιτισμικά και πληθυσμιακά, το 1970, πέθανε ο χαρισματικός της ηγέτης, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, και τον διαδέχτηκε ο Ανουάρ Σαντάντ. Ο Σαντάντ πίστευε ότι η χώρα του έπρεπε να εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση και να στραφεί προς τις ΗΠΑ, που ήταν και οι μόνες που μπορούσαν να πιέσουν το Ισραήλ. Η διπλωματική διαδικασία στη Μέση Ανατολή είχε αποτελματωθεί ανάμεσα στη θέση του Ισραήλ που ζητούσε την αναγνώριση του κράτους του ως προϋπόθεση διαπραγματεύσεων και στη θέση των Αράβων που ζητούσαν την αποχώρηση του Ισραήλ από τα εδάφη που είχε καταλάβει το 1967 ως προϋπόθεση του διαλόγου. Ο Σαντάντ πείστηκε ότι μόνο ένα ισχυρό σοκ θα μπορούσε να φέρει το Ισραήλ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αποφάσισε τη διεξαγωγή πολέμου, με περιορισμένους σκοπούς, για να το πετύχει. Οι πολιτικοί σκοποί του Σαντάντ ήταν:
- Να αποκαταστήσει την αυτοπεποίθηση των Αράβων μετά την ήττα του 1967.
- Να διαλύσει το μύθο που είχε δημιουργηθεί περί ισραηλινού αήττητου.
- Να μεταβάλει την αμερικανική στάση σε ό,τι αφορούσε την αραβοϊσραηλινή διένεξη.
Η στρατιωτική στρατηγική του Σαντάντ συνίστατο στη:
- Διάβαση της Διώρυγας του Σουέζ.
- Εγκατάσταση προγεφυρωμάτων στην ανατολική όχθη και συντριβή των ισραηλινών αντεπιθέσεων.
- Προώθηση των επιχειρησιακών εφεδρειών και κατάληψη των κρίσιμων διαβάσεων Μίτλα και Γκίντι, 50 χιλιόμετρα ανατολικά της Διώρυγας.
- Διατήρηση των κεκτημένων μέχρις ότου η διεθνής πίεση επέβαλε την κατάπαυση του πυρός, με την Αίγυπτο να έχει το πάνω χέρι.
Ο αιγυπτιακός στρατός αν και θα διεξήγαγε μία επιθετική εκστρατεία, προέβλεπε την ταχεία μετάπτωση του στην άμυνα, ώστε να δώσει την αποφασιστική μάχη με όρους φθοράς, για να εκμεταλλευτεί το μέγεθός του και το πλήθος των αντιαρματικών πυραύλων που κατείχε, και να αρνηθεί στους Ισραηλινούς το πλεονέκτημα που απολάμβαναν στις μάχες ελιγμών.
Μετά το 1967 το Ισραήλ έζησε με τη ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να πετύχει την ειρήνη με τους Άραβες χωρίς να παραχωρήσει τα εδαφικά του κέρδη. Η περίπτωση μιας αιγυπτιακής επίθεσης δεν αποκλείονταν, αλλά η εκτίμηση των Ισραηλινών ήταν ότι οι Αιγύπτιοι, κατ΄ ανάλογο τρόπο προς τους ίδιους, θα έπρεπε να είναι σε θέση να εξουδετερώσουν την ισραηλινή αεροπορία στο έδαφος πριν επιχειρήσουν οτιδήποτε. Η Αίγυπτος δεν θα μπορούσε να έχει αρκετά πολεμικά αεροσκάφη για να το πράξει αυτό πριν το 1975. Η εκτίμηση αυτή καθησύχαζε το Ισραήλ, μαζί με τη βεβαιότητα ότι οι υπηρεσίες των πληροφοριών του θα παρείχαν έγκαιρη προειδοποίηση. Όμως, οι Αιγύπτιοι σκόπευαν να αντιμετωπίσουν την υπεροχή της ισραηλινής αεροπορίας με το πυκνό δίκτυο αντιαεροπορικών πυραύλων που είχαν προμηθευθεί και με το περιορισμένο βάθος στο οποίο θα έφταναν οι δυνάμεις τους. Η στρατιωτική στρατηγική του Ισραήλ συνίστατο στην απαγόρευση στους Άραβες απόκτησης οποιουδήποτε ουσιώδους πλεονεκτήματος και στην κατάληψη εδάφους, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Η αιγυπτιακή πλευρά εφάρμοσε με επιτυχία ένα εκτενές σχέδιο παραπλάνησης, με αποτέλεσμα όταν στις 14:00 της 6ης Οκτωβρίου 1973 οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν στο Σινά και οι Σύριοι στο Γκολάν, το Ισραήλ να αιφνιδιαστεί πλήρως. Το περιορισμένο του σκοπού της αιγυπτιακής επίθεσης δεν σήμαινε και περιορισμένες δυνάμεις για την επίτευξη του. Ο αιγυπτιακός στρατός επιτέθηκε με δύο στρατιές, με τη 2η Στρατιά στο βόρειο τμήμα του μετώπου και με την 3η Στρατιά στο νότιο. Οι δύο αυτές στρατιές συγκέντρωναν πέντε μεραρχίες πεζικού, υποστηριζόμενες από ανεξάρτητες ταξιαρχίες διαφόρων όπλων, ενώ δύο τεθωρακισμένες και τρεις μηχανοκίνητες μεραρχίες αποτελούσαν τις εφεδρείες τους.
Η διάβαση της Διώρυγας από τον αιγυπτιακό στρατό, έναντι της ισραηλινής γραμμής «Μπαρ-Λεβ», ήταν επιτυχής και μάλιστα με μικρές απώλειες. Οι άμεσες αντεπιθέσεις της ισραηλινής Νότιας Διοίκησης απέτυχαν να εξαλείψουν τα προγεφυρώματα και επέφεραν σημαντικές απώλειες στα ισραηλινά τεθωρακισμένα, όμως η άφιξη των εφέδρων επέτρεψε την ανάσχεση της περεταίρω αιγυπτιακής προωθήσεως. Μέχρι το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου οι Ισραηλινοί παρέτασσαν τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες στο μέτωπο του Σινά, ενώ οι Αιγύπτιοι είχαν διευρύνει τα προγεφυρώματα τους σε βάθος 6 - 8 χιλιομέτρων και είχαν διαπεραιώσει στην ανατολική όχθη εκατό χιλιάδες στρατιώτες, χίλια άρματα μάχης και δεκατρεισήμισι χιλιάδες άλλα οχήματα.
Ο Σαντάντ, την πρώτη μέρα του πολέμου, μέσω του συμβούλου του εθνικής ασφαλείας Χαφέζ Ισμαήλ, απέστειλε επιστολή στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία περιείχε τη συνήθη αραβική ρητορική περί υποχωρήσεως του Ισραήλ στα σύνορα του 1967, δήλωνε όμως ότι η Αίγυπτος δεν επιθυμούσε να κλιμακώσει περεταίρω τη σύγκρουση. Αυτό ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι ο Σαντάντ επιθυμούσε να ηγηθούν οι ΗΠΑ της ειρηνευτικής διαδικασίας που κάποια στιγμή θα ακολουθούσε. Οι ΗΠΑ, αφότου είχαν αρχίσει οι εχθροπραξίες, είχαν τις ακόλουθες επιδιώξεις:
- Να μην αναδυθεί η Σοβιετική Ένωση ως εκπρόσωπος των Αράβων.
- Να μην απομονωθούν οι ίδιες από τον αραβικό κόσμο και να μη διχαστούν με τους Δυτικοευρωπαίους.
- Να εκμεταλλευτούν την ισραηλινή νίκη, που θεωρούσαν βέβαιη, ώστε στη συνέχεια να κυριαρχήσουν στη διπλωματική διαδικασία.
Επειδή οι Αμερικανοί διέβλεπαν την ισραηλινή νίκη ως επικείμενη επικεντρώθηκαν στο να απαγορεύσουν την περίπτωση μίας κατάπαυσης του πυρός ενόσω, ακόμη, οι Αιγύπτιοι βρίσκονταν στην ανατολική όχθη. Από την άλλη πλευρά, η ισραηλινή νίκη δεν θα έπρεπε να έχει τέτοια έκταση ώστε οι Άραβες να ταπεινωθούν και οι Ισραηλινοί να γίνουν αδιάλλακτοί. Οπότε οι Αμερικανοί πίστευαν ότι είχαν μόνο να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να επέμβουν.
Στις 8
Οκτωβρίου η Νότια Διοίκηση εκτόξευσε την κύρια αντεπίθεση της, η οποία απέτυχε
για τεχνικούς και τακτικούς λόγους. Αυτό οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι τα
αιγυπτιακά προγεφυρώματα δεν μπορούσαν να αρθούν και χρειάζονταν μία
διαφορετική, πιο δημιουργική, προσέγγιση. Ο ισραηλινός στρατός δεν μπορούσε να
δώσει την αποφασιστική μάχη ως έναν αγώνα φθοράς έναντι των πολυαρίθμων
Αιγυπτίων, αλλά έπρεπε να ξαναβρεθεί στο στοιχείο του που ήταν η κίνηση. Στις
10 Οκτωβρίου μία ισραηλινή αναγνωριστική μονάδα ανακάλυψε το όριο μεταξύ της 2ης
και της 3ης Στρατιάς, βορείως της Μεγάλης Πικρής Λίμνης. Η περίπτωση
της διάβασης της Διώρυγας υπήρχε ήδη στον σχεδιασμό της Νότιας Διοίκησης και
είχαν γίνει προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με αυτό. Όμως στη δυτική όχθη
παρέμεναν εννιακόσια αιγυπτιακά άρματα μάχης, η ύπαρξη των οποίων καθιστούσε
αμφίβολη την επιτυχία μιας διάβασης.
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων στο Σινά μεταξύ 6 και 13 Οκτωβρίου 1973.
Η ισραηλινή αποτυχία της 8ης Οκτωβρίου αιφνιδίασε δυσάρεστα τους Αμερικανούς και τους οδήγησε στη διαπίστωση ότι θα χρειαζόταν μία μαζική προσπάθεια εφοδιασμού του Ισραήλ με πολεμικό υλικό. Ο Σαντάντ διατήρησε ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας μαζί τους και σε μήνυμα του στις 9 Οκτωβρίου εξέφρασε την εκτίμηση του για τις καλές προθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Το κρίσιμο για τους Αμερικανούς ήταν να πείσουν τους Άραβες ότι μόνο οι ΗΠΑ μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την ειρηνευτική διαδικασία που θα ακολουθούσε, αλλά για να διαπραγματευτούν με τους Αιγύπτιους χρειάζονταν μία ισραηλινή νίκη, και γι΄ αυτό θα έπρεπε να περιμένουν.
Στο Γκολάν οι Ισραηλινοί είχαν αναχαιτίσει τη συριακή επίθεση και είχαν ανακαταλάβει το έδαφος που είχαν χάσει. Στη συνέχεια πέρασαν στην επίθεση και προέλασαν προς την κατεύθυνση της Δαμασκού, φτάνοντας περίπου 30 χιλιόμετρα νοτίως της συριακής πρωτεύουσας. Οι Σύριοι ζήτησαν επιτακτικά από τους Αιγύπτιους να επιτεθούν στο Σινά, για να ανακουφιστεί το δικό τους μέτωπο, καθώς η Δαμασκός βρίσκονταν σε απόσταση βολής του ισραηλινού πυροβολικού. Καθώς η ηθική υποχρέωση της Αιγύπτου ως ηγέτιδας δύναμης των Αράβων ήταν μεγάλη, οι Αιγύπτιοι μετέφεραν τις δύο τεθωρακισμένες μεραρχίες τους στην ανατολική όχθη και επιτέθηκαν στις 14 Οκτωβρίου. Η επίθεση τους συντελέστηκε επί ευρέως μετώπου και απέτυχε. Η ενέργεια αυτή οδήγησε τις αιγυπτιακές δυνάμεις να φτάσουν στο σημείο κορύφωσης της επιθετικής τους προσπάθειας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις της ισραηλινής επιθετικής επιστροφής.
Η απόφαση
της διάβασης λήφθηκε από την ισραηλινή πλευρά το βράδυ της 14ης
Οκτωβρίου και άρχισε να υλοποιείται από το πρωί της επομένης. Η διάβαση θα
λάμβανε χώρα στην περιοχή του Ντεβερσουάρ, βορείως της Μεγάλης Πικρής Λίμνης,
στο ευπαθές όριο της 2ης Στρατιάς. Σκοπός των Ισραηλινών ήταν να περάσουν
τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες στη δυτική όχθη και να κυκλώσουν την 3η
Στρατιά. Οι Ισραηλινοί δεν διέθεταν κάποια ανέγγιχτη εφεδρεία για να
διενεργήσουν την επίθεση. Η δύναμη της επιθετικής επιστροφής δημιουργήθηκε χάρη
στην εφαρμογή μέτρων οικονομίας δυνάμεων. Η Νότια Διοίκηση κάλυψε το μέτωπο της
με τις ελάχιστες δυνατές δυνάμεις και συγκέντρωσε το 80% της ισχύος της για την
επίθεση.
Τη νύχτα 15/16 Οκτωβρίου ισραηλινές δυνάμεις διέσχισαν τη Διώρυγα και εγκατέστησαν το αρχικό προγεφύρωμα, ενώ η μάχη για την εξασφάλιση των γραμμών ανεφοδιασμού τους στην ανατολική όχθη μαίνονταν. Οι Αιγύπτιοι αιφνιδιάστηκαν από την ισραηλινή ενέργεια και αρχικά την υποτίμησαν, εκτιμώντας ότι ήταν περιορισμένου σκοπού για προπαγανδιστικούς λόγους. Η είδηση της διάβασης έλυσε τα χέρια των Αμερικανών, οι οποίοι πλέον δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν την πιθανότητα μίας κατάπαυσης του πυρός με το Ισραήλ σε μειονεκτική θέση. Στις 15 Οκτωβρίου ο Χαφέζ Ισμαήλ απέστειλε μήνυμα του Σαντάντ στην αμερικανική κυβέρνηση στο οποίο ανέφερε την επιθυμία του αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας να παραμείνει ανοιχτός και επεσήμανε ότι κανένα άλλο μέρος δεν μιλούσε εξ ονόματος της Αιγύπτου, υπονοώντας ότι η Μόσχα δεν εκπροσωπούσε το Κάιρο. Επιπλέον, στο ίδιο μήνυμα γίνονταν το εκπληκτικό βήμα να προσκληθεί ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών στην Αίγυπτο για επίσκεψη.
Την 17η Οκτωβρίου οι δύο αιγυπτιακές στρατιές εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις για να εξαλείψουν τον ισραηλινό διάδρομο στην ανατολική όχθη και το ισραηλινό προγεφύρωμα στη δυτική. Οι αιγυπτιακές επιθέσεις απέτυχαν και διευρύνθηκαν τόσο ο διάδρομος όσο και το προγεφύρωμα. Τη νύχτα 17/18 Οκτωβρίου η δεύτερη ισραηλινή τεθωρακισμένη μεραρχία διαπεραιώθηκε στη δυτική όχθη. Σε μία πρώιμη επίδειξη «πολυχωρικής μάχης» τα ισραηλινά τεθωρακισμένα κατέστρεψαν τις αιγυπτιακές αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, επιτρέποντας στην ισραηλινή αεροπορία να εισέλθει αποφασιστικά στον αγώνα. Τη νύχτα 18/19 Οκτωβρίου η τρίτη ισραηλινή τεθωρακισμένη μεραρχία διαπεραιώθηκε στη δυτική όχθη και η ισραηλινή διάταξη πήρε την πλήρη της ανάπτυξη. Την 21η Οκτωβρίου ισραηλινές δυνάμεις απέκοψαν την οδό Σουέζ – Καΐρου απομονώνοντας την 3η Στρατιά από τις κύριες βάσεις ανεφοδιασμού της. Με πρωτοβουλία των Σοβιετικών ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών μετέβη στη Μόσχα για συνομιλίες, η κατάληξη των οποίων ήταν το Ψήφισμα 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας που απαιτούσε την κατάπαυση του πυρός μέχρι τις 18:52 της 22ας Οκτωβρίου. Η κατάπαυση του πυρός δεν τηρήθηκε στον τομέα της 3ης Στρατιάς και οι δύο πλευρές κατηγόρησαν η μία την άλλη. Την 24η Οκτωβρίου ισραηλινές δυνάμεις έφτασαν μέχρι την πόλη του Σουέζ. Πλέον, σαράντα πέντε χιλιάδες στρατιωτικού προσωπικού της 3ης Στρατιάς και η πόλη του Σουέζ είχαν αποκοπεί.
Η αμερικανική πλευρά χρειάζονταν μία ισραηλινή στρατιωτική νίκη, αλλά μία τέτοια που θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να παραμείνουν σε επαφή και με τις δύο πλευρές, οπότε η 3η Στρατιά δεν μπορούσε να καταστραφεί. Η απελπιστική θέση της αιγυπτιακής στρατιάς έγινε φανερή στους Αμερικανούς όταν ο Σαντάντ στις 23 Οκτωβρίου σε ένα εκπληκτικό μήνυμά του ζήτησε από τις ΗΠΑ να παρέμβουν, ακόμη και με δυνάμεις, για να επιβληθεί πλήρως η κατάπαυση του πυρός. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν στις 24 Οκτωβρίου όταν ο Σαντάντ ζήτησε την αποστολή Αμερικανών και Σοβιετικών παρατηρητών ή στρατευμάτων για την επιβολή της κατάπαυσης του πυρός. Οι Σοβιετικοί είχαν ήδη θέσει σε συναγερμό εφτά αερομεταφερόμενες μεραρχίες και συγκέντρωναν αεροσκάφη για τη μεταφορά τους. Οι Αμερικανοί συνεγέρθηκαν στην πιθανότητα σοβιετικά στρατεύματα να αναπτύσσονταν στις δύο πλευρές της Διώρυγας, επ΄ αόριστον, νομιμοποιημένα από κάποιο ψήφισμα του ΟΗΕ. Η διπλωματική τους προσπάθεια στράφηκε στο να πιεστεί ο Σαντάντ να αποσύρει την πρότασή του. Την επόμενη μέρα ο Χαφέζ Ισμαήλ διαμήνυσε ότι η Αίγυπτος θεωρούσε καλύτερη εγγύηση τη συνδυασμένη αμερικανοσοβιετική παρουσία, αλλά ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την παρουσία διεθνούς δύναμης.
Στις 26 Οκτωβρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το Ψήφισμα 340 που καλούσε τις δύο πλευρές να επιστρέψουν στις θέσεις που κατείχαν στις 22 Οκτωβρίου και προέβλεπε μία διεθνή δύναμη για την επίβλεψη της κατάπαυσης του πυρός. Η 3η Στρατιά όμως παρέμενε αποκομμένη και το προσωπικό της λιμοκτονούσε. Οι Ισραηλινοί προσέφεραν τη δυνατότητα της αποχώρησης του προσωπικού της 3ης Στρατιάς με τον ατομικό του οπλισμό, χωρίς τα βαριά του όπλα και τα τεθωρακισμένα του οχήματα. Αυτή ήταν μία κίνηση με σκοπό να ταπεινώσει τους Αιγύπτιους και οι Αμερικανοί δεν τη συζήτησαν καν. Κατόπιν αμερικανικών πιέσεων το Ισραήλ αποδέχτηκε να επιτρέψει σε αιγυπτιακή φάλαγγα ανεφοδιασμού να καταφθάσει στην 3η Στρατιά, με αντάλλαγμα οι Αιγύπτιοι να δεχτούν να συνομιλήσουν απευθείας με Ισραηλινό στρατηγό. Έτσι, στις 01:30, στις 28 Οκτωβρίου, ο Αιγύπτιος Υποστράτηγος Άμπτελ Γανί ελ Γκαμασί και ο Ισραηλινός Υποστράτηγος Αχαρόν Γιαρίβ, συναντήθηκαν στο 101ο χιλιόμετρο της οδού Καΐρου – Σουέζ, για να διαπραγματευτούν την κατάπαυση του πυρός. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα μιας μακράς διαδικασίας που οδήγησε στη Συνθήκη Ειρήνης, που υπογράφηκε στις 26 Μαρτίου 1979 στην Ουάσινγκτον.
Κατά την ταπεινή μου άποψη ο πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ προσφέρει πολύτιμα διδάγματα σχετικά με τον στρατηγικό αιφνιδιασμό, την διέλευση υδάτινων κολλημάτων και τις συνδυασμένες επιχειρήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή