Αποχαρακτηρισμένα έγγραφα από αμερικανικά και ρωσικά αρχεία
δείχνουν ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι οδήγησαν τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν,
το 1993, να πιστέψει ότι η Συνεργασία για την Ειρήνη (Partnership for Peace - PfP) ήταν η εναλλακτική για την επέκταση του ΝΑΤΟ, αντί για τον προάγγελο της,
ενώ ταυτόχρονα σχεδίαζαν την επέκταση μετά την επανεκλογή του Γιέλτσιν το 1996,
λέγοντας επανειλημμένα στους Ρώσους ότι το μελλοντικό ευρωπαϊκό σύστημα
ασφαλείας θα συμπεριλάμβανε και δεν θα απέκλειε τη Ρωσία. –στο National Security Archive.
Η αποχαρακτηρισμένη, αμερικανική, περιγραφή μιας
σημαντικής συνομιλίας που έλαβε χώρα στις 22
Οκτωβρίου 1993 (Έγγραφο 8 στο πρωτότυπο άρθρο) δείχνει τον υπουργό
εξωτερικών Γουώρεν Κρίστοφερ να διαβεβαιώνει τον Γέλτσιν στη Μόσχα ότι η PfP σκόπευε να συμπεριλάβει τη Ρωσία μαζί με τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες και όχι να δημιουργήσει μία ξεχωριστή λίστα κάποιων ευρωπαϊκών
χωρών για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ο Γιέλτσιν τότε απάντησε: «αυτό είναι ευφυέστατο!».
Ο Κρίστοφερ αργότερα υποστήριξε στα απομνημονεύματα του ότι ο Γιέλτσιν δεν είχε καταλάβει –ίσως επειδή ήταν μεθυσμένος- το πραγματικό μήνυμα που ήταν ότι η PfP «θα οδηγούσε στη σταδιακή επέκταση του ΝΑΤΟ», [1] αλλά το πραγματικό κείμενο που είχε στείλει η αμερικανική πρεσβεία περιγράφοντας τη συζήτηση επιβεβαιώνει τους μεταγενέστερους ρωσικούς ισχυρισμούς ότι είχαν παραπλανηθεί. [2]
Ο Κρίστοφερ αναρωτήθηκε στα απομνημονεύματα του εάν ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών Αντρέι Κόζιρεφ εσκεμμένα δεν προειδοποίησε τον Γιέλτσιν για την αναπόφευκτη επέκταση του ΝΑΤΟ, ή αν ο Γιέλτσιν ήταν ικανοποιημένος επειδή η επέκταση δεν θα συνέβαινε αμέσως, ή αν ο Γιέλτσιν απλά είχε «μία κακή μέρα». Αλλά, ο Κρίστοφερ είχε πει στον Κόζιρεφ νωρίτερα εκείνη τη μέρα, σύμφωνα με το αποχαρακτηρισμένο αμερικανικό μήνυμα (Έγγραφο 7 στο πρωτότυπο άρθρο) ότι «δεν θα υπάρξουν προαποφασισμένα νέα μέλη» στο ΝΑΤΟ και ότι «τονίζουμε πως η PfP είναι ανοιχτή για όλους».
Η περιγραφή του Στρόυμπ Τάλμποτ για τη συνάντηση της 22ας Οκτωβρίου με τον Γιέλτσιν είναι πιο αναλυτική και κάπως διαφορετική από αυτήν του Κρίστοφερ, αλλά αφήνει την εντύπωση ότι ο Γιέλτσιν άκουσε μόνο αυτά που ήθελε να ακούσει και με κάποιον τρόπο δεν επέτρεψε στους Αμερικανούς να του εξηγήσουν ότι το αληθινό μήνυμα ήταν «PfP σήμερα, επέκταση αύριο». [3] «Όταν μας υποδέχτηκε ο Γιέλτσιν έμοιαζε με αποσβολωμένο ταύρο» και εκφώνησε ένα «μακρύ, ασυνάρτητο μονόλογο», πριν διακόψει την παρουσίαση του Κρίστοφερ για το ΝΑΤΟ και την PfP («Μην επιτρέποντας στον Κρις να τελειώσει…»). Τα πραγματικά τελευταία λόγια του Κρίστοφερ στον Γιέλτσιν ήταν ότι οι ΗΠΑ θα «εξέταζαν το ζήτημα της συμμετοχής ως μία μακροπρόθεσμη πιθανότητα».
Έγγραφα από τη ρωσική πλευρά δείχνουν ότι η αντίθεση στην επέκταση του ΝΑΤΟ προέρχονταν από όλο το πολιτικό φάσμα και χρονολογούνται από μία συνάντηση υποστηρικτών του Γιέλτσιν με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μάνφρεντ Βέρνερ το καλοκαίρι του 1991 (όπου τους διαβεβαίωσε ότι η επέκταση δεν θα συνέβαινε) μέχρι τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της Δούμας που τάχθηκαν με την αντι-ΝΑΤΟϊκή πλευρά το 1996. Ο αρχηγός της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στη Μόσχα, Τζαίημς Κόλινς, προειδοποίησε τον υπουργό εξωτερικών Κρίστοφερ λίγο πριν τη συνάντηση του τελευταίου με τον Γιέλτσιν τον Οκτώβριο του 1993 (Έγγραφο 6 στο πρωτότυπο άρθρο) ότι το ζήτημα του ΝΑΤΟ «είναι νευραλγικό για τους Ρώσους. Περιμένουν ότι θα καταλήξουν στη λάθος πλευρά της νέας διαίρεσης της Ευρώπης εάν παρθούν αποφάσεις γρήγορα. Εάν το ΝΑΤΟ υιοθετήσει μία πολιτική που προβλέπει την επέκταση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, χωρίς να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για τη Ρωσία, αυτό θα ερμηνευθεί από όλους στη Μόσχα ως μία πράξη ευθέως εναντίον της Ρωσίας και μόνο της Ρωσίας ή μία καινούρια πολιτική «ανάσχεσης».
Ο Γιέλτσιν, ο ίδιος, ξεκίνησε μία ευρεία συζήτηση για την πιθανότητα επέκτασης του ΝΑΤΟ, με τα δημόσια σχόλια του στη Βαρσοβία, τον Αύγουστο του 1993, όταν αναγνώρισε το δικαίωμα των κρατών, από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, να διαλέγουν τις συμμαχίες τους, και φάνηκε να δίνει το «πράσινο φως» για την επέκταση του ΝΑΤΟ. (Έγγραφο 5 στο πρωτότυπο άρθρο)
Το αμερικανικό έγγραφο που αναφέρθηκε στο «πράσινο φως», σημειώνει ότι, σχεδόν αμέσως μετά η Μόσχα «ασχολήθηκε με το να διευκρινίσει τη θέση της». Η επιστολή του Γιέλτσιν στον Κλίντον, στις 15 Σεπτεμβρίου 1993 (Έγγραφο 4 στο πρωτότυπο άρθρο) εξέφρασε την «ανησυχία» για τη συζήτηση για την «ποσοτική επέκταση» και ήταν έντονα υπέρ «ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας» αντί για το ΝΑΤΟ. Ο Γιέλτσιν προειδοποίησε: «Όχι μόνο η αντιπολίτευση, αλλά και μετριοπαθείς κύκλοι στη Ρωσία, χωρίς αμφιβολία θα εκλάβουν αυτό το είδος της νέας απομόνωσης της χώρας μας ως διαμετρικά αντίθετης προς το φυσικό της δικαίωμα εισόδου στον Ευρω-Ατλαντικό χώρο.». Ο Γιέλτσιν υποστήριξε επίσης ότι «το πνεύμα» της συνθήκης της γερμανικής ενοποίησης «αποκλείει την περίπτωση της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα ανατολικά» (αναφέροντας τις προβλέψεις που απαγόρευαν την εγκατάσταση μη-γερμανικών ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας). Αυτή η παράγραφος, στην επιστολή του Γιέλτσιν, ήταν η μοναδική που υπογράμμισε ο Στηβ Πάιφερ, ειδικός σε θέματα Ρωσίας/Ουκρανίας, για τον προϊστάμενο του Στρόουβ Τάλμποτ.
Το αποχαρακτηρισμένο αμερικανικό αρχείο περιλαμβάνει νέες αποδείξεις για το πώς σκέπτονταν τότε οι Αμερικανοί, όπως ένα ημερολόγιο της επέκτασης σε έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1993 (Έγγραφο 2 στο πρωτότυπο άρθρο) που έφτανε μέχρι την τελική αποδοχή από το ΝΑΤΟ της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας, το 2005, μετά την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τις Βαλτικές χώρες. Όμως, η επιστολή του Γιέλτσιν της 15ης Σεπτεμβρίου ενέτεινε τις αντιπαραθέσεις στην Αμερική, περιλαμβανομένης της απόρριψης από το υπουργείο άμυνας του ημερολογίου του υπουργείου εξωτερικών, και οδήγησε στην ιδέα για την PfP αντί για την ευθεία επέκταση του ΝΑΤΟ το φθινόπωρο του 1993. Στις 5 Οκτωβρίου 1993 (Έγγραφο 5 στο πρωτότυπο άρθρο) συνοψίστηκαν οι δύο διαφορετικές απόψεις ως «η προσέγγιση του υπουργείου εξωτερικών για την επέκταση του ΝΑΤΟ» και η προσέγγιση του υπουργείου άμυνας υπέρ «της PfP που μπορεί να οδηγούσε στη συμμετοχή». Η δεύτερη εκδοχή ήταν αυτή που παρουσίασε ο Κρίστοφερ στον Γιέλτσιν στις 22 Οκτωβρίου, «συνεργασία για όλους, όχι συμμετοχή για κάποιους».
Ο Κρίστοφερ αργότερα υποστήριξε στα απομνημονεύματα του ότι ο Γιέλτσιν δεν είχε καταλάβει –ίσως επειδή ήταν μεθυσμένος- το πραγματικό μήνυμα που ήταν ότι η PfP «θα οδηγούσε στη σταδιακή επέκταση του ΝΑΤΟ», [1] αλλά το πραγματικό κείμενο που είχε στείλει η αμερικανική πρεσβεία περιγράφοντας τη συζήτηση επιβεβαιώνει τους μεταγενέστερους ρωσικούς ισχυρισμούς ότι είχαν παραπλανηθεί. [2]
Ο Κρίστοφερ αναρωτήθηκε στα απομνημονεύματα του εάν ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών Αντρέι Κόζιρεφ εσκεμμένα δεν προειδοποίησε τον Γιέλτσιν για την αναπόφευκτη επέκταση του ΝΑΤΟ, ή αν ο Γιέλτσιν ήταν ικανοποιημένος επειδή η επέκταση δεν θα συνέβαινε αμέσως, ή αν ο Γιέλτσιν απλά είχε «μία κακή μέρα». Αλλά, ο Κρίστοφερ είχε πει στον Κόζιρεφ νωρίτερα εκείνη τη μέρα, σύμφωνα με το αποχαρακτηρισμένο αμερικανικό μήνυμα (Έγγραφο 7 στο πρωτότυπο άρθρο) ότι «δεν θα υπάρξουν προαποφασισμένα νέα μέλη» στο ΝΑΤΟ και ότι «τονίζουμε πως η PfP είναι ανοιχτή για όλους».
Η περιγραφή του Στρόυμπ Τάλμποτ για τη συνάντηση της 22ας Οκτωβρίου με τον Γιέλτσιν είναι πιο αναλυτική και κάπως διαφορετική από αυτήν του Κρίστοφερ, αλλά αφήνει την εντύπωση ότι ο Γιέλτσιν άκουσε μόνο αυτά που ήθελε να ακούσει και με κάποιον τρόπο δεν επέτρεψε στους Αμερικανούς να του εξηγήσουν ότι το αληθινό μήνυμα ήταν «PfP σήμερα, επέκταση αύριο». [3] «Όταν μας υποδέχτηκε ο Γιέλτσιν έμοιαζε με αποσβολωμένο ταύρο» και εκφώνησε ένα «μακρύ, ασυνάρτητο μονόλογο», πριν διακόψει την παρουσίαση του Κρίστοφερ για το ΝΑΤΟ και την PfP («Μην επιτρέποντας στον Κρις να τελειώσει…»). Τα πραγματικά τελευταία λόγια του Κρίστοφερ στον Γιέλτσιν ήταν ότι οι ΗΠΑ θα «εξέταζαν το ζήτημα της συμμετοχής ως μία μακροπρόθεσμη πιθανότητα».
Έγγραφα από τη ρωσική πλευρά δείχνουν ότι η αντίθεση στην επέκταση του ΝΑΤΟ προέρχονταν από όλο το πολιτικό φάσμα και χρονολογούνται από μία συνάντηση υποστηρικτών του Γιέλτσιν με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μάνφρεντ Βέρνερ το καλοκαίρι του 1991 (όπου τους διαβεβαίωσε ότι η επέκταση δεν θα συνέβαινε) μέχρι τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της Δούμας που τάχθηκαν με την αντι-ΝΑΤΟϊκή πλευρά το 1996. Ο αρχηγός της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στη Μόσχα, Τζαίημς Κόλινς, προειδοποίησε τον υπουργό εξωτερικών Κρίστοφερ λίγο πριν τη συνάντηση του τελευταίου με τον Γιέλτσιν τον Οκτώβριο του 1993 (Έγγραφο 6 στο πρωτότυπο άρθρο) ότι το ζήτημα του ΝΑΤΟ «είναι νευραλγικό για τους Ρώσους. Περιμένουν ότι θα καταλήξουν στη λάθος πλευρά της νέας διαίρεσης της Ευρώπης εάν παρθούν αποφάσεις γρήγορα. Εάν το ΝΑΤΟ υιοθετήσει μία πολιτική που προβλέπει την επέκταση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, χωρίς να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για τη Ρωσία, αυτό θα ερμηνευθεί από όλους στη Μόσχα ως μία πράξη ευθέως εναντίον της Ρωσίας και μόνο της Ρωσίας ή μία καινούρια πολιτική «ανάσχεσης».
Ο Γιέλτσιν, ο ίδιος, ξεκίνησε μία ευρεία συζήτηση για την πιθανότητα επέκτασης του ΝΑΤΟ, με τα δημόσια σχόλια του στη Βαρσοβία, τον Αύγουστο του 1993, όταν αναγνώρισε το δικαίωμα των κρατών, από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, να διαλέγουν τις συμμαχίες τους, και φάνηκε να δίνει το «πράσινο φως» για την επέκταση του ΝΑΤΟ. (Έγγραφο 5 στο πρωτότυπο άρθρο)
Το αμερικανικό έγγραφο που αναφέρθηκε στο «πράσινο φως», σημειώνει ότι, σχεδόν αμέσως μετά η Μόσχα «ασχολήθηκε με το να διευκρινίσει τη θέση της». Η επιστολή του Γιέλτσιν στον Κλίντον, στις 15 Σεπτεμβρίου 1993 (Έγγραφο 4 στο πρωτότυπο άρθρο) εξέφρασε την «ανησυχία» για τη συζήτηση για την «ποσοτική επέκταση» και ήταν έντονα υπέρ «ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας» αντί για το ΝΑΤΟ. Ο Γιέλτσιν προειδοποίησε: «Όχι μόνο η αντιπολίτευση, αλλά και μετριοπαθείς κύκλοι στη Ρωσία, χωρίς αμφιβολία θα εκλάβουν αυτό το είδος της νέας απομόνωσης της χώρας μας ως διαμετρικά αντίθετης προς το φυσικό της δικαίωμα εισόδου στον Ευρω-Ατλαντικό χώρο.». Ο Γιέλτσιν υποστήριξε επίσης ότι «το πνεύμα» της συνθήκης της γερμανικής ενοποίησης «αποκλείει την περίπτωση της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα ανατολικά» (αναφέροντας τις προβλέψεις που απαγόρευαν την εγκατάσταση μη-γερμανικών ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας). Αυτή η παράγραφος, στην επιστολή του Γιέλτσιν, ήταν η μοναδική που υπογράμμισε ο Στηβ Πάιφερ, ειδικός σε θέματα Ρωσίας/Ουκρανίας, για τον προϊστάμενο του Στρόουβ Τάλμποτ.
Το αποχαρακτηρισμένο αμερικανικό αρχείο περιλαμβάνει νέες αποδείξεις για το πώς σκέπτονταν τότε οι Αμερικανοί, όπως ένα ημερολόγιο της επέκτασης σε έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1993 (Έγγραφο 2 στο πρωτότυπο άρθρο) που έφτανε μέχρι την τελική αποδοχή από το ΝΑΤΟ της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας, το 2005, μετά την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τις Βαλτικές χώρες. Όμως, η επιστολή του Γιέλτσιν της 15ης Σεπτεμβρίου ενέτεινε τις αντιπαραθέσεις στην Αμερική, περιλαμβανομένης της απόρριψης από το υπουργείο άμυνας του ημερολογίου του υπουργείου εξωτερικών, και οδήγησε στην ιδέα για την PfP αντί για την ευθεία επέκταση του ΝΑΤΟ το φθινόπωρο του 1993. Στις 5 Οκτωβρίου 1993 (Έγγραφο 5 στο πρωτότυπο άρθρο) συνοψίστηκαν οι δύο διαφορετικές απόψεις ως «η προσέγγιση του υπουργείου εξωτερικών για την επέκταση του ΝΑΤΟ» και η προσέγγιση του υπουργείου άμυνας υπέρ «της PfP που μπορεί να οδηγούσε στη συμμετοχή». Η δεύτερη εκδοχή ήταν αυτή που παρουσίασε ο Κρίστοφερ στον Γιέλτσιν στις 22 Οκτωβρίου, «συνεργασία για όλους, όχι συμμετοχή για κάποιους».
Οι πρόεδροι Κλίντον, Γιέλτσιν και Λεονίντ Κραβτσούκ της Ουκρανίας, δίνουν τα χέρια για τη συμφωνία αποπυρηνικοποίησης στη Μόσχα, τον Ιανουάριο του 1994. |
Τον Ιανουάριο του
1994 ο Κλίντον είπε στον Γιέλτσιν, στη Μόσχα, ότι η PfP ήταν η νέα πραγματικότητα τώρα. Καθ΄ οδόν για τη Μόσχα ο
Κλίντον εκφώνησε τον περίφημο λόγο «όχι εάν, αλλά πότε» στην Πράγα, που έδωσε
τη λαβή στους υπέρμαχους της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην κυβέρνηση του να νικήσουν
στην εσωτερική διαμάχη. [4] Τα
αποχαρακτηρισμένα πρακτικά των συναντήσεων του Κλίντον στην Πράγα με τους
ηγέτες της Τσεχίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας δείχνουν ότι
ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε ότι η PfP ήταν ένας «δρόμος που οδηγούσε στην ένταξη στο ΝΑΤΟ» και
«δεν θα τραβούσε μία νέα διαιρετική γραμμή στην Ευρώπη λίγες εκατοντάδες μίλια
ανατολικότερα». (Έγγραφο 11 στο πρωτότυπο άρθρο) Ο Κλίντον με κάθε ειλικρίνεια
παραδέχτηκε στον Βάκλαβ Χάβελ ότι «δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των συμμάχων
στο ΝΑΤΟ για την επέκταση των επίσημων εγγυήσεων ασφαλείας» εξαιτίας της
αβεβαιότητας για το ποιες χώρες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν και επειδή «η
αντίδραση της Ρωσίας μπορεί να είναι το αντίθετο από αυτό που θέλουμε».
Από αριστερά: Μίχαλ Κόβατς (Σλοβακία), Λεχ Βαλέσα, Μπιλ Κλίντον, Βάκλαβ Χάβελ (Τσεχία) και Άρπαντ Γκοντζ (Ουγγαρία), στην Πράγα, στις 12 Ιανουαρίου 1994. |
Ο Πολωνός πρόεδρος Λεχ Βαλέσα είπε στον Κλίντον (Έγγραφο
12 στο πρωτότυπο άρθρο): «Η Ρωσία έχει υπογράψει πολλές συμφωνίες, αλλά δεν
κράτησε πάντα τον λόγο της· στο ένα χέρι κρατούσε το στυλό και στο άλλο μία
χειροβομβίδα. Ο Γιέλτσιν είπε στους Πολωνούς, στη Βαρσοβία το προηγούμενο
καλοκαίρι, ότι η Ρωσία δεν είχε αντίρρηση στη συμμετοχή της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ·
ο ίδιος (Βαλέσα) είχε ένα χαρτί με την υπογραφή του Γιέλτσιν που το αποδείκνυε.
Αλλά ο Γιέλτσιν είχε αλλάξει άποψη. Οι χώρες του Βίζεγκραντ που
αντιπροσωπεύονται εδώ, συνέχισε ο Βαλέσα, κράτησαν τον λόγο τους· έχουν Δυτική
κουλτούρα. Η Ρωσία όχι». Ο Τσέχος πρόεδρος Βάκλαβ Χάβελ αμέσως απάντησε, «δεν
ήταν δυνατό, ούτε επιθυμητό να απομονωθεί η Ρωσία».
Οι Αμερικανοί συνέχισαν να προσπαθούν να καθησυχάσουν τον Γιέλτσιν. Τα λόγια του προέδρου Κλίντον στις συζητήσεις του με τον Γιέλτσιν το 1994, και ειδικά στις 27 Σεπτεμβρίου 1994 στον Λευκό Οίκο, δείχνουν ότι ο Κλίντον «έδινε έμφαση στη συμπερίληψη και όχι στον αποκλεισμό… η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν ήταν εναντίον της Ρωσίας· δεν είχε σκοπό να αποκλείσει τη Ρωσία και δεν υπήρχε άμεσο χρονοδιάγραμμα… ο ευρύτερος, υψηλότερος, στόχος είναι η ευρωπαϊκή ασφάλεια, ενότητα και ενσωμάτωση – ένας στόχος που ξέρουμε ότι μοιράζεστε.» [5]
Όμως, οι Ρώσοι άκουγαν το φθινόπωρο του 1994 ότι ο νέος υφυπουργός εξωτερικών, για θέματα Ευρώπης, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, επιτάχυνε τις συζητήσεις για την επέκταση του ΝΑΤΟ, εξουσιοδοτώντας μία μελέτη τον Νοέμβριο για το «πώς και γιατί» των νέων μελών. Ο Γιέλτσιν διαμαρτυρήθηκε με επιστολή του στον Κλίντον, στις 29 Νοεμβρίου 1994, (Έγγραφο 13 στο πρωτότυπο άρθρο) όπου επισήμανε τις ελπίδες της Ρωσίας για τον ΟΑΣΕ, ως «ολοκληρωμένο, πανευρωπαϊκό οργανισμό» και αναρωτήθηκε «δεν γίνεται κατανοητός ο λόγος πίσω από την αναβίωση της συζήτησης για την επιτάχυνση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ».
Στις 1 Δεκεμβρίου ο υπουργός εξωτερικών Κόζιρεφ, απρόσμενα, αρνήθηκε να υπογράψει για την PfP, και στις 5 Δεκεμβρίου ο Γιέλτσιν ήταν δηκτικός στη σύνοδο του ΟΑΣΕ στη Βουδαπέστη, μπροστά στον έκπληκτο Κλίντον: «Γιατί σπέρνετε τον σπόρο της δυσπιστίας; …η Ευρώπη βρίσκεται στον κίνδυνο να περιπέσει σε μία κατάσταση ψυχρής ειρήνης… Η ιστορία δείχνει ότι είναι επικίνδυνη ψευδαίσθηση να υποθέτει κανείς ότι η μοίρα των ηπείρων και του κόσμου μπορεί να καθορίζεται από μία μόνο πρωτεύουσα». [6]
Οι αναστατωμένοι Αμερικανοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η Ρωσία είχε συμπεράνει πως οι ΗΠΑ «υπέτασσαν, εάν δεν εγκατέλειπαν, την ενσωμάτωση της Ρωσίας, προς χάριν της επέκτασης του ΝΑΤΟ». (Έγγραφο 17 στο πρωτότυπο άρθρο) Η Ουάσινγκτον απέστειλε τον αντιπρόεδρο Αλ Γκορ στη Μόσχα να συμμαζέψει τα πράγματα, χρησιμοποιώντας τις υφιστάμενες, προσχεδιασμένες, συναντήσεις της επιτροπής Γκορ – Τσερνομίρντιν ως πρόσχημα. Από τις σημειώσεις του Γκορ για τη συνάντηση του με τον Γιέλτσιν (στο δωμάτιο του νοσοκομείου του τελευταίου) (Έγγραφο 16 στο πρωτότυπο άρθρο) και από το ρωσικό αρχείο της συνάντησης του Γκορ με τον πρόεδρο της Δούμας, Ιβάν Ρίμπκιν, στις 14 Δεκεμβρίου 1994, (Έγγραφο 14 στο πρωτότυπο άρθρο) φαίνεται ότι οι Αμερικανοί επεσήμαναν ότι δεν θα υπήρχε ταχεία επέκταση του ΝΑΤΟ, μόνο μία βαθμιαία, προσεκτική διαδικασία, χωρίς εκπλήξεις, υπό το πνεύμα «της μεγαλύτερης δυνατής κατανόησης» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, και κανένα νέο μέλος δεν θα εισέρχονταν στο ΝΑΤΟ το 1995, χρονιά ρωσικών βουλευτικών εκλογών.
Οι Αμερικανοί συνέχισαν να προσπαθούν να καθησυχάσουν τον Γιέλτσιν. Τα λόγια του προέδρου Κλίντον στις συζητήσεις του με τον Γιέλτσιν το 1994, και ειδικά στις 27 Σεπτεμβρίου 1994 στον Λευκό Οίκο, δείχνουν ότι ο Κλίντον «έδινε έμφαση στη συμπερίληψη και όχι στον αποκλεισμό… η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν ήταν εναντίον της Ρωσίας· δεν είχε σκοπό να αποκλείσει τη Ρωσία και δεν υπήρχε άμεσο χρονοδιάγραμμα… ο ευρύτερος, υψηλότερος, στόχος είναι η ευρωπαϊκή ασφάλεια, ενότητα και ενσωμάτωση – ένας στόχος που ξέρουμε ότι μοιράζεστε.» [5]
Όμως, οι Ρώσοι άκουγαν το φθινόπωρο του 1994 ότι ο νέος υφυπουργός εξωτερικών, για θέματα Ευρώπης, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, επιτάχυνε τις συζητήσεις για την επέκταση του ΝΑΤΟ, εξουσιοδοτώντας μία μελέτη τον Νοέμβριο για το «πώς και γιατί» των νέων μελών. Ο Γιέλτσιν διαμαρτυρήθηκε με επιστολή του στον Κλίντον, στις 29 Νοεμβρίου 1994, (Έγγραφο 13 στο πρωτότυπο άρθρο) όπου επισήμανε τις ελπίδες της Ρωσίας για τον ΟΑΣΕ, ως «ολοκληρωμένο, πανευρωπαϊκό οργανισμό» και αναρωτήθηκε «δεν γίνεται κατανοητός ο λόγος πίσω από την αναβίωση της συζήτησης για την επιτάχυνση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ».
Στις 1 Δεκεμβρίου ο υπουργός εξωτερικών Κόζιρεφ, απρόσμενα, αρνήθηκε να υπογράψει για την PfP, και στις 5 Δεκεμβρίου ο Γιέλτσιν ήταν δηκτικός στη σύνοδο του ΟΑΣΕ στη Βουδαπέστη, μπροστά στον έκπληκτο Κλίντον: «Γιατί σπέρνετε τον σπόρο της δυσπιστίας; …η Ευρώπη βρίσκεται στον κίνδυνο να περιπέσει σε μία κατάσταση ψυχρής ειρήνης… Η ιστορία δείχνει ότι είναι επικίνδυνη ψευδαίσθηση να υποθέτει κανείς ότι η μοίρα των ηπείρων και του κόσμου μπορεί να καθορίζεται από μία μόνο πρωτεύουσα». [6]
Οι αναστατωμένοι Αμερικανοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η Ρωσία είχε συμπεράνει πως οι ΗΠΑ «υπέτασσαν, εάν δεν εγκατέλειπαν, την ενσωμάτωση της Ρωσίας, προς χάριν της επέκτασης του ΝΑΤΟ». (Έγγραφο 17 στο πρωτότυπο άρθρο) Η Ουάσινγκτον απέστειλε τον αντιπρόεδρο Αλ Γκορ στη Μόσχα να συμμαζέψει τα πράγματα, χρησιμοποιώντας τις υφιστάμενες, προσχεδιασμένες, συναντήσεις της επιτροπής Γκορ – Τσερνομίρντιν ως πρόσχημα. Από τις σημειώσεις του Γκορ για τη συνάντηση του με τον Γιέλτσιν (στο δωμάτιο του νοσοκομείου του τελευταίου) (Έγγραφο 16 στο πρωτότυπο άρθρο) και από το ρωσικό αρχείο της συνάντησης του Γκορ με τον πρόεδρο της Δούμας, Ιβάν Ρίμπκιν, στις 14 Δεκεμβρίου 1994, (Έγγραφο 14 στο πρωτότυπο άρθρο) φαίνεται ότι οι Αμερικανοί επεσήμαναν ότι δεν θα υπήρχε ταχεία επέκταση του ΝΑΤΟ, μόνο μία βαθμιαία, προσεκτική διαδικασία, χωρίς εκπλήξεις, υπό το πνεύμα «της μεγαλύτερης δυνατής κατανόησης» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, και κανένα νέο μέλος δεν θα εισέρχονταν στο ΝΑΤΟ το 1995, χρονιά ρωσικών βουλευτικών εκλογών.
Ο πρόεδρος Γιέλτσιν με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Αλ Γκορ στη Μόσχα, τον Δεκέμβριο του 1994. |
Ο Γκορ αργότερα είπε στον Βέλγο πρωθυπουργό ότι «ο
Γιέλτσιν ήταν προετοιμασμένος να αποδεχτεί τη βασική αλήθεια ότι το ΝΑΤΟ θα
επεκτείνονταν». Ένα μήνυμα της αμερικανικής πρεσβείας τον Μάρτιο του 1995
ανέφερε: «Σε συζήτηση με τον Γιέλτσιν στο νοσοκομείο, ο αντιπρόεδρος εξήγησε
ότι η σχέση ΝΑΤΟ – Ρωσίας ήταν ανάλογη με την πρόσδεση του διαστημικού
λεωφορείου στον διαστημικό σταθμό Μιρ, όπου έπρεπε να συνδυαστούν τροχιές και
ταχύτητες. Ο Γιέλτσιν είχε συμφωνήσει, αλλά είχε επισημάνει ότι σε τέτοιους
λεπτούς ελιγμούς ξαφνικές κινήσεις μπορεί να είναι επικίνδυνες». [7]
Οι πρόεδροι Κλίντον και Γιέλτσιν υψώνουν τα ποτήρια τους στο επίσημα γεύμα, στο Κρεμλίνο, τον Μάιο του 1995. |
Ο Γιέλτσιν επέδειξε περιορισμένη συγκατάβαση όταν ο
Κλίντον πήγε στη Μόσχα τον Μάιο του 1995
για τον 50ο εορτασμό της νίκης επί του Χίτλερ στον Β΄ Π.Π. Στο
αμερικανικό αρχείο της συνάντησης των δύο ηγετών στο Κρεμλίνο (Έγγραφο 19 στο
πρωτότυπο άρθρο) εμφανίζονται επαναλαμβανόμενες αντιρρήσεις του Γιέλτσιν: «Δεν
βλέπω τίποτε άλλο παρά ταπείνωση για τη Ρωσία εάν προχωρήσετε… Γιατί θέλετε να
το κάνετε αυτό; Χρειαζόμαστε μία νέα δομή πανευρωπαϊκής ασφάλειας, όχι τις
παλιές!... Αλλά εγώ να συμφωνήσω στην επέκταση των συνόρων του ΝΑΤΟ προς τη
Ρωσία – αυτό θα συνιστούσε προδοσία του ρωσικού λαού». Από την πλευρά του ο
Κλίντον επέμεινε ότι η «σταδιακή, σταθερή, υπολογισμένη» επέκταση του ΝΑΤΟ θα
συνέβαινε: «Μπορείτε να πείτε ότι δεν θέλετε να επιταχυνθεί –σας είπα ότι δεν
θα το κάνουμε αυτό- αλλά μη ζητάτε να επιβραδύνουμε, γιατί θα συνεχίσουμε να
λέμε όχι». Ο Κλίντον καθησύχασε τον Γιέλτσιν «Δεν θα υποστηρίξω οποιαδήποτε
αλλαγή υπονομεύει την ασφάλεια της Ρωσίας ή διαιρεί ξανά την Ευρώπη», και
προέτρεψε τον Γιέλτσιν να συμμετάσχει στην PfP. Στο τέλος οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ θα αναβάλλονταν
για μετά τις προεδρικές εκλογές του 1996.
Οι πρόεδροι Γιέλτσιν και Κλίντον στο Χάλιφαξ, στη Νέα Σκωτία, στις 17 Ιουνίου 1995. |
Στη συνάντηση Κλίντον – Γιέλτσιν τον Ιούνιο του 1995 στο Χάλιφαξ της Νέας Σκωτίας (Έγγραφο 20 στο
πρωτότυπο άρθρο) ο Κλίντον επιδοκίμασε τη συμφωνία της Ρωσίας να μετάσχει στην PfP και πρότεινε περισσότερη συνεργασία μεταξύ των ενόπλων
δυνάμεων των δύο χωρών και περισσότερο διάλογο ΝΑΤΟ – Ρωσίας. Ο Ρώσος ηγέτης
είχε ευγενικά λόγια να πει για τον Αμερικανό πρόεδρο: «Εγώ και η ρωσική ηγεσία
δεν έχουμε καμία αμφιβολία για τη συνεργασίας μας. Θα οικοδομήσουμε τη
συνεργασία μας στη βάση της φιλίας μας, ανάμεσα σε εσάς και εμένα, και θα το
κάνουμε αυτό προς χάριν της παγκόσμιας ειρήνης». Μετά ο Γιέλτσιν επανέλαβε, «πρέπει
να εμείνουμε στη θέση μας ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει ταχεία εξάπλωση του
ΝΑΤΟ» και υποστήριξε ότι «είναι σημαντικό ο ΟΑΣΕ να γίνει ο κύριος μηχανισμός
ανάπτυξης του νέου περιβάλλοντος ασφάλειας για την Ευρώπη. Το ΝΑΤΟ είναι ένας
παράγοντας, βέβαια, αλλά το ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξελιχθεί σε έναν πολιτικό
οργανισμό».
Οι πρόεδροι Γιέλτσιν και Κλίντον στο Χάιντ Παρκ της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1995. |
Ρωσικά αποχαρακτηρισμένα πρακτικά από κλειστές
συνεδριάσεις της Δούμας (Έγγραφο 18 στο πρωτότυπο άρθρο) και εσωτερικά έγραφα
της ρωσικής κυβέρνησης (Έγγραφο 25 στο πρωτότυπο άρθρο) από τη δεκαετία του
1990 παρουσιάζουν τις ρωσικές αντιρρήσεις στην επέκταση του ΝΑΤΟ, η οποία: (1)
απειλούσε τη ρωσική ασφάλεια, (2) υπονόμευε την ιδέα μιας ευρωπαϊκής ασφάλειας
χωρίς αποκλεισμούς που επιδίωκαν ο Γκορμπατσώφ και ο Γιέλτσιν, και (3) τραβούσε
μία νέα διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη. Οι καταγεγραμμένες εξ απαρχής,
σφοδρές, ρωσικές αντιρρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πολλών διαμαρτυριών
του Γιέλτσιν στον Κλίντον, υποστηρίζουν την ανάλυση του Κόλινς από τον Οκτώβριο
του 1993 και αποδυναμώνουν πρόσφατους ισχυρισμούς σε ακαδημαϊκές εργασίες ότι
οι διαμαρτυρίες της Ρωσίας για την επέκταση του ΝΑΤΟ είναι σημερινό κατασκεύασμα
της ρωσικής πολιτικής παρά πραγματικό γεγονός της δεκαετίας του 1990. [8]
Σημειώσεις
[1] Warren Christopher, Chances of a Lifetime: A Memoir, σ. 280, περιγράφει τον Γιέλτσιν ως «άκαμπτο, σχεδόν σαν ρομπότ» που μύριζε
έντονα αλκοόλ.
[2] Ο James Goldgeier ήταν ο πρώτος που επεσήμανε την αντίφαση ανάμεσα στο τι άκουσε
ο Γιέλτσιν και στο τι πραγματικά είχαν στο μυαλό τους οι Αμερικανοί, στην αυθεντική
του περιγραφή της αμερικανικής απόφασης για την επέκταση του NATO, Not Whether But When, σ. 59. Ακόμη
πιο
λεπτομερής του ανάλυση
στο
θέμα στο War On The Rocks, “Promises Made, Promises Broken: What Yeltsin Was Told About NATO in 1993 and Why It Matters,” στις
12 Ιουλίου 2016.
[3] Strobe
Talbott, The Russia Hand, σ. 101.
[4] Εκτενής ανάλυση του πως οι υποστηρικτές της επέκτασης του
NATO κέρδισαν την εσωτερική αντιπαράθεση στο Goldgeier, Not Whether But When, σσ. 57-58 και 62-76. Δείτε ακόμη την περιγραφή
του Ronald D. Asmus, Opening NATO’s Door: How
the Alliance Remade Itself for a New Era (Columbia University Press, 2002).
[5] Talbott, The Russia Hand, σ. 136, για την πλήρη φράση (Ο Talbott ήταν παρών). Το αρχείο της συνομιλίας Κλίντον – Γιέλτσιν της
27ης Σεπτεμβρίου και άλλα αρχεία συνομιλιών από το 1994 δεν έχουν αποχαρακτηριστεί
ακόμη.
[6] Δείτε
Elaine Sciolino, “Yeltsin Says NATO Is Trying to Split Continent Again,” The
New York Times, December 6, 1994.
[7] Amembassy
Brussels to SecState WashDC, Brussels 02688, “Vice President Gore’s February 25
meeting with Belgian PM Dehaene covers NATO enlargement, Russia, NPT and
bilateral issues,” March 6, 1995.
[8] Δείτε
για
παράδειγμα, Kristina Spohr, “Precluded or
Precedent-Setting: The ‘NATO Enlargement Question’ in the Triangular
Bonn-Washington-Moscow Diplomacy of 1990-1991,” Journal of Cold War Studies,
Vol. 14, No. 4, και
ιδίως σσ. 53-54 περί “memory
politics.”
Σχετικές αναρτήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου