Το εξώφυλλο του
περιοδικού ΤΙΜΕ της 25ης Σεπτεμβρίου 1939. ΠΗΓΗ |
Το 1939 η ήττα της Πολωνίας απέναντι σε μία γερμανική επίθεση
ήταν αναμενόμενη. Πέραν της διαφοράς στο στρατιωτικό δυναμικό των δύο χωρών η
στρατηγική κατάσταση της Πολωνίας μετά την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας είχε
καταστεί ανυπόφορη και έγινε ακόμη χειρότερη μετά την υπογραφή του Συμφώνου
Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Έτσι, ενώ κανείς δεν εξεπλάγη από την πολωνική ήττα ο
κόσμος συνταράχθηκε από την ταχύτητα με την οποία αυτή συνέβη.
Η έκπληξη αυτή αποτυπώθηκε με τον χαρακτηριστικότερο ίσως
τρόπο στο αμερικανικό περιοδικό ΤΙΜΕ, στο τεύχος της 25ης
Σεπτεμβρίου 1939, όπου οι επιχειρήσεις στην Πολωνία περιγράφηκαν ως ακολούθως:
«Το μέτωπο έχει χαθεί και μαζί του και η ψευδαίσθηση ότι
είχε υπάρξει ποτέ κάποιο μέτωπο. Γιατί αυτός δεν είναι ένας πόλεμος θέσεων αλλά
ένας πόλεμος γρήγορων εισχωρήσεων και αφανισμού – Blitzkrieg, κεραυνοβόλος πόλεμος. Ταχυκίνητες φάλαγγες αρμάτων και θωρακισμένων οχημάτων
κατέκλυσαν την Πολωνία ενώ βόμβες από τον ουρανό προήγγειλαν την άφιξη τους.
Απέκοπταν τις επικοινωνίες, σκότωναν τα ζώα, διέσπειραν τους πολίτες και σκόρπιζαν
τον τρόμο. Προελαύνοντας 50 χλμ. μπροστά από το πεζικό και το πυροβολικό
κατέστειλαν τις πολωνικές άμυνες πριν καν προλάβουν να οργανωθούν. Και μετά,
ενώ το πεζικό εκκαθάριζε ότι απέμενε, αυτές συνέχιζαν για να χτυπήσουν ξανά
πολύ μακριά από αυτό που αποκαλούνταν μέτωπο».
Μετά από αυτό το κείμενο η λέξη blitzkrieg, ως κάποιου είδους περιγραφή των γερμανικών επιχειρήσεων, διαδόθηκε πρώτα στον
αγγλοσαξονικό κόσμο και στη συνέχεια έγινε παγκόσμια. Υπήρχε όμως κάποιο δόγμα blitzkrieg στον γερμανικό στρατό το 1939;
Blitzkrieg – ένα δόγμα που δεν υπήρξε
ποτέ!
Ο υπηρεσιακός κανονισμός για τις επιχειρήσεις με τον
οποίο εισήλθε στον Β΄ Π.Π. ο γερμανικός στρατός ήταν το εγχειρίδιο HDv 300 «Truppenführung», το οποίο εκδόθηκε σε δύο μέρη το 1933 και το 1934. Η λέξη blitzkrieg δεν υπάρχει πουθενά όπως δεν υπάρχει και στα κείμενα των Γερμανών
θεωρητικών του μηχανοκίνητου πολέμου, για παράδειγμα στο «Achtung Panzer!» του Guderian. Άρα, εύκολα μπορούμε να απαντήσουμε ότι δεν υπήρχε κάποιο δόγμα blitzkrieg στον γερμανικό στρατό το 1939.
Ήταν όμως η λέξη αυτή σε στρατιωτική χρήση; Φαίνεται ότι είχε
εμφανιστεί σε τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε στρατιωτικά περιοδικά ανάμεσα στο
1935 και στο 1938 και αναφέρονταν στην ανάγκη της Γερμανίας για σύντομες νίκες στις πολεμικές επιχειρήσεις για οικονομικούς λόγους. Επιπλέον, ο καθηγητής R.L. DiNardo έχει αναφέρει ότι με τη λέξη αυτή είχε περιγραφεί η
μαζική επίθεση που θα εξαπέλυε μία αεροπορία για να καταστρέψει την αντίπαλη
της. Δεν υπήρξε όμως κάποιος που χρησιμοποιώντας την να είχε περιγράψει
μία συγκεκριμένη επιχειρησιακή πρακτική στον χερσαίο πόλεμο. Η λέξη αυτή λοιπόν
δεν βρίσκονταν σε ευρεία στρατιωτική χρήση ούτε είχε κάποιο συγκεκριμένο
περιεχόμενο πέραν του υπαινιγμού της βιαιότητας και της ταχύτητας. Είναι
άγνωστο αν ο ανταποκριτής του περιοδικού ΤΙΜΕ που έγραψε το παραπάνω κείμενο είχε
διαβάσει κάποιο από αυτά τα στρατιωτικά άρθρα (μάλλον απίθανο) ή απλά γνώριζε
αρκετά γερμανικά ώστε η λέξη αυτή να του φανεί κατάλληλη γι΄ αυτό που
περιέγραφε. Σε κάθε περίπτωση έμεινε.
Στον Γκαίμπελς άρεσε και την χρησιμοποίησε ενώ ο Χίτλερ
την αποκήρυξε ως ιταλικής εμπνεύσεως ανοησία. Πολλοί Γερμανοί στρατηγοί έμαθαν
ότι διεξήγαγαν «blitzkrieg» μετά το τέλος του
πολέμου κατά την αιχμαλωσία τους ενώ άλλοι δήλωσαν ότι είχαν ακούσει τη λέξη αυτή αλλά
την είχαν συνδέσει με την πράξη της αιφνιδιαστικής εισβολής χωρίς την
προηγούμενη κήρυξη πολέμου.
Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε ότι δεν υπήρξε κάποιο δόγμα «blitzkrieg» θα αναζητήσουμε την επιχειρησιακή πρακτική που ακολούθησε ο γερμανικός
στρατός στην Πολώνια και θα διερευνήσουμε αν αυτή ήταν καινοφανής ή αν αποτελούσε
συνέχεια της γερμανικής στρατιωτικής παράδοσης.
Η επιχειρησιακή πρακτική του γερμανικού στρατού στην
Πολωνία - Ερωτήματα προς διερεύνηση
Ερώτημα 1ο
Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο σκοπός της Γερμανίας ήταν η
κατάληψη της πολωνικής επικράτειας μέχρι τη γραμμή που είχε συμφωνηθεί με τους
Σοβιετικούς. Και επειδή το πολωνικό κράτος δεν συναινούσε στον αφανισμό του ο
αφοπλισμός του [1] ήταν ο σκοπός της
πολεμικής ενέργειας.
Ο γερμανικός ελιγμός
στην Πολωνία. ΠΗΓΗ
|
Περνώντας από το στρατηγικό στο επιχειρησιακό επίπεδο και
ρίχνοντας μια ματιά στα σχεδιάγραμμα επιχειρήσεων πάνω αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι
η μορφή του ελιγμού που είχε επιλέξει ο γερμανικός στρατός ήταν η κύκλωση. Δύο
ισχυροί βραχίονες θα εκκινούσαν από τη Σιλεσία και την Ανατολική Πρωσία, θα
κύκλωναν τον όγκο του πολωνικού στρατού και θα τον εκμηδένιζαν ως μάχιμη
δύναμη.
Με την κύκλωση, γενικότερα, επιδιώκεται ο εχθρός να
βρεθεί σε τέτοια θέση ώστε ή να παραδοθεί ή να επιτεθεί με ανεστραμμένο μέτωπο και να καταστραφεί.
Έχοντας διαπιστώσει τη μορφή του επιθετικού ελιγμού
μπορούμε να διατυπώσουμε το πρώτο
ερώτημα προς διερεύνηση: Ήταν η
κύκλωση, στο επιχειρησιακό επίπεδο, μία καινοφανής πρακτική που εφάρμοσε ο
γερμανικός στρατός στην Πολωνία το 1939 ή ήταν απόρροια της σχετικής παραδόσεως
του;
Ερώτημα 2ο
Ο πολωνικός στρατός, σύμφωνα με το σχέδιο του,
εγκατέστησε δυνάμεις σε όλη την έκταση των συνόρων του με το κύριο βάρος της
αμυντικής του προσπάθειας στους άξονες Opole – Βαρσοβία και Nidzica – Βαρσοβία. Επομένως,
δεν υπήρχε ανοιχτό πλευρό και οι επιτιθέμενες δυνάμεις έπρεπε πρώτα να εισχωρήσουν
πριν κινηθούν στο βάθος για να βρεθούν στα νώτα του αντιπάλου.
Εξετάζοντας τη γερμανική ενέργεια, στον άξονα της κύριας
προσπάθειας της, και με τη χρήση του Γεωγραφικού Πλαισίου [2] μπορούμε να πούμε ότι η 10η Στρατιά, ο φορέας που θα
υλοποιούσε την κύρια προσπάθεια, θα ενεργούσε επιχειρήσεις εγγύς στον χώρο μεταξύ της συνοριακής γραμμής και του
ποταμού Warta, και επιχειρήσεις σε βάθος στον
χώρο μεταξύ Warta - Piotrkow - Łysa Góra – Radom ενώ η γερμανική αεροπορία θα ενεργούσε επιχειρήσεις στα μετόπισθεν του αντιπάλου
προσβάλλοντας τους χώρους συγκεντρώσεως των επιστράτων και το δίκτυο μεταφοράς
τους.
Επιχειρήσεις εγγύς και
σε βάθος της 10ης Στρατιάς. ίδια επεξεργασία
|
Ο σκοπός των επιχειρήσεων
εγγύς της 10ης Στρατιάς ήταν η διάρρηξη της πολωνικής τοποθεσίας
συνόρων και στη συνέχεια η διάσπαση της με τη διάβαση του ποταμού Warta. Η 10η Στρατιά ενήργησε με τα δύο μηχανοκίνητα σώματα της σε
πρώτο κλιμάκιο και τις τεθωρακισμένες τους μεραρχίες να ηγούνται της αρχικής
κρούσης. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης ήταν ότι οι τεθωρακισμένες μεραρχίες που
ενήργησαν την αρχική κρούση συνέχισαν και διάβηκαν τον ποταμό Warta χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η μάχη στην περιοχή εγγύς, η
οποία αφέθηκε στις μεραρχίες πεζικού που ακολουθούσαν.
Οι γερμανικές μεραρχίες πεζικού εκτέλεσαν την πολύ
σημαντική λειτουργία της καθήλωσης [3],
ενεπλάκησαν ισχυρά με τις πολωνικές μεραρχίες, δεν τις επέτρεψαν να συμπτυχθούν
προς τα πίσω σύμφωνα με το σχέδιο τους, και εξασφάλισαν ότι οι γραμμές
επικοινωνιών της δράκας των τεθωρακισμένων μεραρχιών που ενεργούσαν σε βάθος
δεν θα αποκόπτονταν.
Διαβαίνοντας τον Warta τα δύο μηχανοκίνητα σώματα στρατού (XV και XVI ΣΣ) της 10ης
Στρατιάς διέσπασαν την τοποθεσία συνόρων, διαχώρισαν τις πολωνικές Στρατιές Lodz και Krakow και απέκτησαν την
ελευθερία ενεργείας τους. Με τις επιχειρήσεις
σε βάθος η 10η Στρατιά επιδίωξε να νικήσει αποφασιστικά την πολωνική
στρατηγική εφεδρεία και να εγκαταστήσει προγεφυρώματα στον Βιστούλα,
ολοκληρώνοντας έτσι τον επιχειρησιακό σκοπό του πολέμου. Κατά τις επιχειρήσεις
σε βάθος τα εκτεταμένα πλευρά της Στρατιάς βρίσκονταν σε κίνδυνο, τουλάχιστον
θεωρητικά, αλλά στην πράξη οι τεθωρακισμένες μεραρχίες εξασφάλισαν τα πλευρά
τους χάρη σε αυτή αύτη την ταχυκινησία τους.
Από τα παραπάνω συνάγουμε ότι ο γερμανικός στρατός, στην
Πολωνία, για να υπηρετήσει τον ελιγμό της κύκλωσης διενήργησε επιχειρήσεις σε
βάθος, με το μηχανοκίνητο τμήμα του, χωρίς προηγουμένως να έχει ολοκληρώσει με
μεθοδικό τρόπο τις επιχειρήσεις εγγύς. Το
δεύτερο ερώτημα που διατυπώνεται είναι εάν η πρακτική της διενέργειας
μη-γραμμικών επιχειρήσεων σε βάθος ήταν και αυτή απόρροια της γερμανικής
στρατιωτικής παράδοσης ή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Πολωνία.
Ερώτημα 1ο - Για το ζήτημα της κύκλωσης
Για να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα θα διερευνήσουμε τις
βασικές απόψεις που κυριαρχούσαν στον γερμανικό στρατό πάνω στο θέμα από το
τέλος των Πολέμων της Γερμανικής Ενοποίησης και μέχρι τον Μεσοπόλεμο.
Σεντάν 1870
Μετά τη νίκη επί των Αυστριακών το 1866 η Πρωσία
κυριάρχησε στον γερμανικό χώρο και κινήθηκε προς την ενοποίηση του. Ο
αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Γ΄ αισθανόμενος βαριά την πρωσική σκιά στην κεντρική
Ευρώπη και επιδιώκοντας να ενισχύσει τη θέση του στο ταραγμένο εσωτερικό της
χώρας του έθεσε τη Γαλλία σε πολεμική τροχιά. Ο καγκελάριος της Πρωσίας Όττο
φον Μπίσμαρκ εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος με τη Γαλλία θα λειτουργούσε
ενοποιητικά στο εσωτερικό της Γερμανίας φρόντισε να κάνει ότι ήταν αναγκαίο για
να εξωθήσει τον Γάλλο μονάρχη στην πολεμική περιπέτεια. Πράγματι, στις 19 Ιουλίου 1870, με αφορμή τη διαδοχή του ισπανικού θρόνου, η Γαλλία κήρυξε
τον πόλεμο στην Πρωσία.
Οι Γάλλοι έχοντας επαγγελματικό στρατό πλεονεκτούσαν στον
αριθμό των δυνάμεων που είχαν άμεσα διαθέσιμο, θα βρίσκονταν όμως σε
μειονεκτική θέση όταν οι Πρώσοι/Γερμανοί θα επιστράτευαν το σύνολο των δυνάμεων
τους. Παρά την προφανή στρατιωτική αναγκαιότητα η γαλλική επίθεση ήταν άνευρη, νωθρή,
απέφερε περιορισμένα εδαφικά κέρδη και στη συνέχεια η πρωτοβουλία των
επιχειρήσεων πέρασε στα χέρια των Πρώσων.
Χωρίς να υπεισέρθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες αρκεί
να πούμε ότι στις αρχές Αυγούστου ο γαλλικός στρατός πέρασε οριστικά στην άμυνα
και στις 18 του ίδιου μήνα οι γαλλικές στρατιές συμπτύσσονταν με μία από τις
δύο να εγκαθίσταται στο οχυρό του Μετς, όπου κυκλώθηκε από τους Πρώσους. Μετά
από έντονη πολιτική πίεση να διασωθεί η στρατιά στο Μετς, αν και οι στρατιωτικές
συνθήκες για κάτι τέτοιο δεν ήταν ευνοϊκές, συγκροτήθηκε η Στρατιά της Châlons η οποία εκτέλεσε μία ευρεία κίνηση για να αποφύγει τους Πρώσους
και βρέθηκε κοντά στα γαλλο-βελγικά σύνορα, στο Σεντάν, για να επιτεθεί από τα
βόρεια. Όμως, η Στρατιά αυτή αναχαιτίστηκε, κυκλώθηκε και τελικά παραδόθηκε
την 1η Σεπτεμβρίου.
Αιχμαλωτίστηκαν 104.000 άνδρες, μαζί τους και ο ίδιος ο Ναπολέων Γ΄.
Η κύκλωση των γαλλικών
δυνάμεων στο Μετς και στο Σεντάν. ΠΗΓΗ: The Franco-Prussian War
|
Η νίκη στο Σεντάν ήταν τέτοιας κλίμακας που υπήρξε
καθοριστική για την εξέλιξη της γερμανικής στρατιωτικής σκέψης. Αποτέλεσε το
ιδεώδες της στρατιωτικής επιτυχίας με το οποίο θα συγκρίνονταν κάθε πολεμική
επιχείρηση στο μέλλον και αναβίβασε τον πρεσβύτερο Μόλτκε στο βάθρο του ημιθέου.
Σλήφεν
Ο πρεσβύτερος Μόλτκε αποδεσμεύτηκε από τα καθήκοντα του
ως Αρχηγός του Μεγάλου Γενικού Επιτελείου το 1888, σε ηλικία 88 ετών. Την ίδια
χρονιά ο 58χρονός Άλφρεντ φον Σλήφεν ανέλαβε τα καθήκοντα του Αρχηγού. Ο Σλήφεν
έχει συνδέσει το όνομα του με το περίφημο σχέδιο για την επίθεση στη Γαλλία
αλλά πριν φτάσουμε εκεί, και για τον σκοπό της παρούσης εργασίας,
οφείλουμε να διερευνήσουμε το σύστημα των ιδεών του.
Ο Σλήφεν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως Αρχηγού
απασχολήθηκε με τρία ζητήματα: η προοπτική ενός πολέμου σε περισσότερα από ένα
μέτωπα, η δυνατότητα των αντιπάλων της Γερμανίας να συγκεντρώσουν υπέρτερες
δυνάμεις έναντι αυτής και η διαχείριση των στρατών των εκατομμυρίων που ήταν
πλέον διαθέσιμοι.
Ο Σλήφεν ξεκινούσε από την παραδοχή ότι η Γερμανία θα
αναγκαζόταν να πολεμήσει σε δύο μέτωπα και αναζήτησε την επιχειρησιακή λύση σε
αυτό το πρόβλημα. Δυστυχώς για τον ίδιο, τη Γερμανία και την Ευρώπη δεν
αντιλαμβάνονταν ότι αυτό ήταν ένα κατ΄ εξοχήν πολιτικό και όχι επιχειρησιακό
ζήτημα και το γεγονός ότι ο Μόλτκε δεν αναγκάστηκε ποτέ να πολεμήσει σε δύο
μέτωπα οφείλονταν στις πολιτικές ικανότητες του Μπίσμαρκ και όχι στην
στρατιωτική ιδιοφυία του Μόλτκε. Εμάς όμως εδώ μας ενδιαφέρει η στρατιωτική
προσέγγιση του Σλήφεν η οποία συνοψίζεται με πληρότητα σε δήλωση του το 1899:
«Στις μάχες του 1870, και μερικώς του 1871, είχαμε την αριθμητική υπεροχή
κι έτσι είχαμε την ικανότητα να καθηλώνουμε πλήρως το γαλλικό μέτωπο και
ταυτόχρονα να τους κυκλώνουμε από το ένα ή και από τα δύο πλευρά και να αποκόπτουμε
τις οδούς υποχωρήσεως τους ώστε να επιτυγχάνουμε μία πραγματικά αποφασιστική νίκη.
Αυτή διαδικασία βρήκε την πιο θαυμαστή έκφραση της στη μάχη του Σεντάν. Μια
τέτοια ευκαιρία όμως δεν θα μας προσφερθεί ξανά στο μέλλον εξαιτίας της δύναμης
των αντιπάλων μας. Εμείς, λοιπόν, με την υποδεέστερη συνολική μας δύναμη, πρέπει
να επιτεθούμε πρώτα στον έναν αντίπαλο με τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ και να
απειλήσουμε τις οδούς υποχωρήσεως του, η ευαισθησία των οποίων αυξάνεται όσο
μεγαλώνουν οι στρατοί. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιτύχουμε
αποφασιστικά αποτελέσματα και το γρήγορο τέλος της μιας εκστρατείας που είναι απαραίτητο
στην περίπτωση μας του πολέμου σε δύο μέτωπα».
Ο Σλήφεν κατέληξε ότι η πρώτη επίθεση έπρεπε να γίνει στη
δύση γιατί το αχανές βάθος της Ρωσίας δεν επέτρεπε μία γρήγορη νίκη. Διαπίστωσε
ακόμη ότι σε αντίθεση με τον Μόλτκε δεν θα είχε τις δυνάμεις να υπερκεράσει τον
αντίπαλο του και από τα δύο πλευρά γι΄ αυτό θα έπρεπε να προσανατολιστεί στην
επίθεση στο ένα πλευρό. ‘Έτσι η μάχη του Μεγάλου Φρειδερίκου στο Leuthen, το 1757, αποτέλεσε το πρώτο του πρότυπο.
Η μάχη του Leuthen. Ο Μέγαςς Φρειδερίκος είχε αναπτύξει την «κάθετη τάξη» σύμφωνα με την
οποία το αδύναμο πρωσικό κέντρο είχε αποστολή να εφελκύσει τον εχθρό ενώ το
μεγαλύτερο μέρος της πρωσικής δύναμης κινούνταν για να επιτεθεί στο πλευρό του.
ΠΗΓΗ
|
Το 1909 διαβάζοντας μία περιγραφή της μάχης των Καννών
του Delbrück εξέλιξε στο μυαλό του την ιδέα της πλήρης κύκλωσης. Έτσι
οι Κάννες έγιναν το νέο πρότυπο. Στη συνέχεια ο Σλήφεν απέρριψε τις άλλες
μορφές επιθετικού ελιγμού γιατί οδηγούσαν σε «συνηθισμένες νίκες» και όχι σε
«αποφασιστικές νίκες». Στο τέλος κατέληξε ότι για να επιτευχθεί το μέγιστο
αποτέλεσμα από την επίθεση στο πλευρό μία μετωπική επίθεση είναι αναγκαία ώστε
να καθηλώσει ένα μεγάλο μέρος της εχθρικής δύναμης.
Ο Σλήφεν συνέγραψε έναν αριθμό ιστορικών μελετών στις
οποίες προέβαλε τις ιδέες του πάνω στα γεγονότα του παρελθόντος, μη διστάζοντας
να τα παραποιήσει για να εξάγει τα συμπεράσματα που επιθυμούσε. Επώνυμοι,
σύγχρονοι του, στρατιωτικοί μελετητές, όπως ο Friedrich von Bernhardi, άσκησαν δριμεία κριτική στα συμπεράσματα του όμως το μεγαλύτερο μέρος των
αξιωματικών και οι ιδιαίτερα οι νεώτεροι αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο»,
τους οποίους ο Σλήφεν δεν δίσταζε να έχει κοντά του σε ασκήσεις και πολεμικά
παίγνια και να τους αναθέτει τη διοίκηση μειζόνων σχηματισμών, τον
αντιμετώπιζαν με δέος και θαυμασμό. Άλλωστε, μετά τις επιτυχίες του Μόλτκε το
στάτους του Αρχηγού του Μεγάλου Γενικού Επιτελείου ήταν ακλόνητο.
Ο Σλήφεν στο σχέδιο του για την επίθεση στη Γαλλία
προέβλεπε τη δημιουργία τεσσάρων ομάδων. Η 1η και η 2η
Στρατιές θα αναπτύσσονταν μεταξύ Βρυξελών και Namur και θα κινούνταν στο βορειότερο άκρο μέχρι και δυτικότερα
από το Παρίσι πριν στραφούν νότια και ανατολικά για να κυκλώσουν τις γαλλικές
στρατιές. Αμέσως νοτιότερα η 3η και 4η Στρατιές θα
αναπτύσσονταν μεταξύ Namur και Mézières και θα υποστήριζαν τη βορειότερη ομάδα φτάνοντας στον ποταμό Oise ανατολικά από το Παρίσι. Στο κέντρο η 5η
Στρατιά θα αναπτύσσονταν μεταξύ Mézières και Verdun με αποστολή να
απομονώσει το οχυρό του Verdun από ΒΔ. Και, τέλος, νοτιότερα
η 6η Στρατιά θα αναπτύσσονταν μεταξύ Verdun και Nancy και θα εκτελούσε μία επίθεση περιορισμένου σκοπού στον
ποταμό Moselle. Η γενική ιδέα του σχεδίου ήταν ότι η ισχυρή δεξιά πτέρυγα,
εκμεταλλευόμενη και το ουδέτερο έδαφος του Βελγίου, και κλιμακωμένη σε μεγάλο
βάθος, θα συνέτριβε οποιαδήποτε αντίσταση έβρισκε μπροστά της και θα
απέκοπτε συνολικά τις γαλλικές στρατιές που βρίσκονταν στα γαλλο-γερμανικά
σύνορα, φέρνοντας την αποφασιστική νίκη που ο Σλήφεν αποζητούσε.
Το σχέδιο Σλήφεν. ΠΗΓΗ
|
Μεσοπόλεμος
Η εφαρμογή του σχεδίου Σλήφεν το 1914 απέτυχε να φέρει τα
επιθυμητά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας δεν έχει σημασία να
εξετάσουμε εάν αυτό συνέβη επειδή ο νεώτερος Μόλτκε απέτυχε στην ορθή εφαρμογή
του σχεδίου ή εάν το σχέδιο το ίδιο ήταν ανεφάρμοστο ούτως ή άλλως. Αυτό που
έχει σημασία να δούμε είναι ποια ήταν η στάση του γερμανικού στρατού απέναντι
στο ζήτημα της κύκλωσης με δεδομένη την αποτυχία στον Α΄ Π.Π.
Η αλήθεια είναι ότι ο γερμανικός στρατός παρέμεινε
προσκολλημένος στην ιδέα της κύκλωσης ενώ ο Σλήφεν ελάχιστα ή καθόλου έχασε από
το κύρος του. Τα στοιχεία που στηρίζουν τον παραπάνω ισχυρισμό είναι πολλά και
παρακάτω αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα από αυτά.
Μετά τον Α΄ Π.Π. πολλοί στρατιωτικοί σε μελέτες και
απομνημονεύματα προσπάθησαν καταρχήν να ρίξουν το βάρος της ήττας στους
πολιτικούς και στη συνέχεια στα καθαρά στρατιωτικά ζητήματα του πολέμου
στράφηκαν κατά κύριο λόγο εναντίον του νεώτερου Μόλτκε και του Falkenhayn, τους οποίους κατηγόρησαν ότι ως Αρχηγοί του Μεγάλου Γενικού Επιτελείου
απομακρύνθηκαν από τις αρχές του Σλήφεν. Ακόμη και ο von Bernhardi, που αναφέρθηκε προηγούμενος ως αντίπαλος του Σλήφεν, το 1920 έγραφε ότι η
νέα δυνατότητα ευκινησίας που προσέφερε η μηχανοκίνηση καθιστούσαν την απλή ή
διπλή υπερκέραση ως τις πλέον ελκυστικές επιλογές.
Στο βασικό εγχειρίδιο που εξέδωσε η Reichswehr για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων το 1921 τονίζονταν ότι
η επίθεση στο πλευρό και στα νώτα του εχθρού παρείχε τις καλύτερες προοπτικές
για την εκμηδένιση του.
Σε ασκήσεις που διεξάγονταν εκείνη την εποχή οι λύσεις
που παρουσιάζονταν ήταν πάντα επίθεση στο πλευρό ή στα πλευρά του εχθρού. Στα
συμπεράσματα μιας άσκησης διαβάζουμε: «Το
πρόβλημα απαιτούσε την επίτευξη αποφασιστικής νίκης από μία μικρότερη δύναμη
έναντι μίας μεγαλύτερης. Η επίθεση στο μέτωπο του εχθρού ακόμη και αν
διενεργηθεί από δυνάμεις κλιμακωμένες σε μεγάλο βάθος δεν θα οδηγήσει στην
επιτυχία. Το εχθρικό πλευρό και τα νώτα θα πρέπει να αποτελούν τον σκοπό. Δεν
θα πρέπει να διστάσει κανείς, εάν οι περιστάσεις το επιτρέπουν, να αφαιρέσει
δυνάμεις από το μέτωπο του, όσο είναι δυνατό, ώστε να εξασφαλίσει ότι η δύναμη
που θα προσβάλει το εχθρικό πλευρό θα έχει συντριπτική υπεροχή».
Το 1933 ο Generalleutnant von Cochenhausen έγραψε ότι «είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι ιδέες του
Σλήφεν δέχτηκαν μεγαλύτερη κριτική στις μέρες του παρά στις μέρες μας» ενώ ο Generalmajor Friedrich von Boetticher συμπλήρωσε ότι «ο πόλεμος δεν διέψευσε τίποτα απ΄ όσα
είχαμε διδαχθεί».
Στο βασικό εγχειρίδιο για τις επιχειρήσεις που εκδόθηκε
το 1933/34 (και αντικατέστησε αυτό του 1921) αναφέρεται ότι η επίθεση στο
πλευρό είναι πιο αποτελεσματική από τη μετωπική επίθεση. Η υπερκέραση του ενός
ή και των δύο πλευρών που εχθρού μέχρι βαθιά στα νώτα του μπορεί να φέρει ως
αποτέλεσμα την καταστροφή του εχθρού [4].
To 1935 o Generalmajor Friedrich von Rabenau έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο υποστήριζε ότι τα σύγχρονα
μέσα που έγιναν διαθέσιμα (μηχανοκίνηση, αεροπορία) ευνοούσαν την κύκλωση. Σε
παρόμοια συμπεράσματα έφτασε το 1938 και ο Generalleutnant Waldemar Erfurth σε βιβλίο του για τον αιφνιδιασμό.
Το 1936 παρουσιάστηκε μία νέα έκδοση της μελέτης «Κάννες»
του Σλήφεν, την οποία προλόγισε ο τότε Αρχηγός του Στρατού Στρατηγός von Fritsch, ο οποίος πολύ χαρακτηριστικά έγραψε: «Οι
φωνές που σηκώθηκαν μετά τον πόλεμο και αμφισβήτησαν την ορθότητα της θεωρίας
του Σλήφεν τώρα έχουν σωπάσει. Αναγνωρίζεται από όλους σήμερα ότι δεν ήταν η
ιδέα της εκμηδενίσεως λάθος αλλά ήταν ο ανεπαρκής τρόπος που εφαρμόστηκε που οδήγησε
στην αποτυχία. Πολλοί από αυτούς που άσκησαν κριτική κατηγόρησαν τον Σλήφεν ότι
προσέγγιζε μονολιθικά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Η φράση «μανία της
περικύκλωσης» φτιάχτηκε γι΄ αυτόν τον λόγο. Εγώ όμως λέω ότι όποιος κατηγορεί
τον Σλήφεν για μονολιθικότητα ελάχιστα εισέδυσε στον κόσμο των ιδεών του».
Την ίδια χρονιά το Γενικό Επιτελείο του Στρατού ανέθεσε
σε μία επιτροπή από τρεις αξιωματικούς να διερευνήσουν τα λάθη που έγιναν στον
πόλεμο και να υποβάλουν προτάσεις για το μέλλον. Όπως προηγουμένως και αυτοί
κατέληξαν ότι η μηχανοκίνηση και η αεροπορία αποκαθιστούσαν την ιδέα της
κύκλωσης και της επακόλουθης εκμηδένισης.
Το 1938 ο Generalleutnant Eugen von Zoellner έγραψε ότι ο Σλήφεν δίδαξε στον γερμανικό στρατό
«εφαρμοσμένη στρατηγική» σε αντίθεση με τη «φιλοσοφική στρατηγική» του
Κλαούζεβιτς.
Τέλος, το 1939 ο Συνταγματάρχης Hermann Foertsch στο βιβλίο του «Η Τέχνη του Πολέμου Σήμερα και στο
Μέλλον» επανέλαβε ουσιαστικά τις απόψεις του Σλήφεν για την καθήλωση του
εχθρικού κέντρου σε συνδυασμό με την επίθεση στο πλευρό γράφοντας: «Όταν το μέτωπο του εχθρού καθηλωθεί από μία
επίθεση ώστε να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μίας εισχώρησης σε συνδυασμό με τον
κίνδυνο της κύκλωσης μόνο τότε η ενέργεια μας είναι επαρκής. Μόνο αυτός ο
κίνδυνος θα κάνει τον εχθρό αναποφάσιστο για το που να εμπλέξει τις εφεδρείες
του και θα καταστήσει βέβαιη την υπεροχή του επιτιθέμενου στην πτέρυγα που
ενεργεί την υπερκέραση».
Συμπέρασμα
Καθίσταται φανερό ότι το 1939 ο γερμανικός στρατός,
διανοητικά, βρίσκονταν υπό τη σκιά του Σλήφεν και πίστευε στην κύκλωση ως το
μέσο που έφερνε το αποφασιστικό αποτέλεσμα. Επομένως η επιλογή του επιθετικού
ελιγμού τον Σεπτέμβριο του 1939 στην Πολωνία βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία με τη
σχετική γερμανική στρατιωτική παράδοση.
Ερώτημα 2ο – Για το ζήτημα των μη-γραμμικών
επιχειρήσεων σε βάθος
Falkenhayn - η διαστροφή της
επιχειρησιακής τέχνης
Στα χρόνια μεταξύ των Πολέμων της Γερμανικής Ενοποίησης
και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις στον οπλισμό (πολυβόλα,
ταχύβολα πυροβόλα, κ.ά.) οι οποίες επαύξησαν την ισχύ της αμύνης αλλά δεν
έγιναν αντιληπτές εώς τέτοιες από τον Σλήφεν και τους συν αυτώ. Έτσι, τον
Σεπτέμβριο του 1914, η επίθεση της δεξιάς γερμανικής πτέρυγας αναχαιτίστηκε και
το Δυτικό Μέτωπο τελματώθηκε σε αυτό που έγινε γνωστό ως «πόλεμος των
χαρακωμάτων».
Τον νεώτερο Μόλτκε διαδέχθηκε ο Erich von Falkenhayn. O Falkenhayn είχε καταλήξει ότι η διάσπαση της εχθρικής αμυντικής
διάταξης ήταν πλέον αδύνατη με τα διαθέσιμα μέσα. Πίστευε όμως ότι οι Γάλλοι ήταν
πιεσμένοι από πλευράς υλικών και ανθρώπινων πόρων αλλά, συναισθηματικά, δεν
ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν έδαφος ακόμη και αν η στρατιωτική
αναγκαιότητα το επέβαλε. Με αυτά τα στοιχεία αποφάσισε μία επίθεση σε
περιορισμένο μέτωπο και με περιορισμένο σκοπό όπου όμως η εθνική υπερηφάνεια θα
επέβαλε στον γαλλικό στρατό να ματώσει μέχρι θανάτου για να μην ηττηθεί. Έτσι επέλεξε
για συμβολικούς λόγους το Βερντέν και περίμενε ότι στο τέλος της μάχης οι
γαλλικές απώλειες θα υπερέβαιναν κατά πολύ τις γερμανικές, οδηγώντας τη Γαλλία
στην κατάρρευση. Με άλλα λόγια ο Falkenhayn επεδίωξε να περάσει
όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσε από τη μηχανή του κιμά ελπίζοντας ότι
οι Γάλλοι θα κατέρρεαν πρώτοι.
Η μάχη του Βερντέν άρχισε στις 21 Φεβρουαρίου του 1916. Ο
Falkenhayn θεωρούσε ότι μία αναλόγια απωλειών 5:1 υπέρ των Γερμανών θα
ήταν εφικτή, στην πραγματικότητα όμως οι Γάλλοι υπέστησαν 362.000 απώλειες και
οι Γερμανοί 336.800. Το αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο δεν άρθηκε. Πιθανότατα, η
επιλογή του Falkenhayn συνιστούσε τη σημαντικότερη οπισθοδρόμηση στην ιστορία της πολεμικής
τέχνης στην Ευρώπη των νεωτέρων χρόνων.
Τάγματα Εφόδου – ευελιξία σε περιβάλλον χαρακωμάτων
Μετά τον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο ο γερμανικός στρατός συνέχισε
να εξάρει την επίθεση σε πυκνή φάλαγγα παρά τις απώλειες που αυτή υφίστατο. Οι
Γερμανοί θεωρούσαν ότι η πιθανή απώλεια του ελέγχου μπορούσε να αποβεί περισσότερο
καταστροφική και πίστευαν ότι η μαζική έφοδος με τη ξιφολόγχη χάριζε τη νίκη. Η
πρώτη ρωγμή σε αυτή την αντίληψη εμφανίστηκε μετά τον πόλεμο των Μπόερς
(1899-1902) όπου οι διεσπαρμένοι Νοτιοαφρικανοί αποδεκάτισαν τις βρετανικές φάλαγγες.
Τα επόμενα χρόνια ο διάλογος μέσα στους κόλπους του γερμανικού στρατού ήταν
έντονος κι όταν ο πόλεμος ξέσπασε το 1914 δεν υπήρχε συμφωνία για το πώς θα
έπρεπε το πεζικό να πολεμήσει. Ο κανονισμός του πεζικού του 1906 είχε
προσπαθήσει να συμπεριλάβει και τις δύο τάσεις. Σύμφωνα με αυτόν η επίθεση του
πεζικού θα συνέβαινε όπως παρακάτω:
[…] οι στρατιώτες εισέρχονται στο πεδίο της μάχης σε
πυκνή φάλαγγα. Καθώς πλησιάζουν στα χίλια μέτρα από την εχθρική θέση τα ελαφρά
πυροβόλα της μεραρχίας ανοίγουν πυρ. Εάν αυτό αναγκάσει τους αμυνόμενους να
καλυφθούν και να μη μπορούν να βάλλουν οι στρατιώτες συνεχίζουν σε πυκνή
φάλαγγα μέχρι ν΄ αρχίσουν να βάλλουν με τα τυφέκια τους. Εάν τα πυρά του
πυροβολικού δεν είναι αποτελεσματικά στο να καθηλώσουν τους αμυνόμενους η
φάλαγγα διασπείρεται σε διμοιρίες και ομάδες, οι οποίες με μικρά άλματα
προσεγγίζουν την αντίπαλη θέση. Στα 400-500 μέτρα από τον εχθρό οι ομάδες και
οι διμοιρίες πρέπει να έρθουν στην ίδια ευθεία και από εκεί να αποκτήσουν
υπεροχή πυρός που θα καθηλώσει τον αντίπαλο. Τότε οι στρατιώτες σηκώνονται και κάνουν
έφοδο με τη ξιφολόγχη.
Όπως και πολλές άλλες φορές το ζήτημα έλαβε την απάντηση
του στο πεδίο της μάχης. Από τις πρώτες συμπλοκές αποδείχθηκε ότι η φάλαγγα του
πεζικού άνηκε στο παρελθόν, όμως, όταν το μέτωπο σταθεροποιήθηκε φάνηκε ότι
ακόμη και οι «τακτικές Μπόερς» δεν επαρκούσαν ώστε το πεζικό να προχωρήσει,
γιατί όλες οι επιθέσεις είχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τη μορφή της
επίθεσης σε οχυρωμένη τοποθεσία με αποτέλεσμα να απαιτούνται νέες τακτικές και
πιθανόν νέα μέσα.
Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1914/15
εργάστηκαν πάνω στο ζήτημα και κατάφεραν να διασχίζουν τη νεκρή ζώνη και να
φτάνουν στο πρώτο χαράκωμα των Γάλλων χωρίς να υφίστανται τις τρομακτικές απώλειες
που είχαν παλιότερα. Σε μια προσπάθεια να εξελίξουν τις τακτικές τους στις 2
Μαρτίου 1915 το 8ο Σώμα Στρατού διατάχθηκε να συγκροτήσει μία
πειραματική μονάδα με τον τίτλο «Τάγμα Εφόδου» (Stormabteilung) επανδρωμένη από προσωπικό του μηχανικού, το οποίο μέχρι τότε είχε και την
ευθύνη των επιθέσεων σε οχυρωμένες τοποθεσίες και διέθετε τα σχετικά υλικά.
Στρατιώτες εφόδου το
1917. ΠΗΓΗ
|
Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη του Τάγματος και των
συναφών τακτικών ήταν η ανάληψη της διοικήσεως του από τον Λοχαγό Willy Martin Rohr ο οποίος το μεταμόρφωσε από δύναμη του μηχανικού σε ελίτ μονάδα
του πεζικού.
Το Τάγμα Εφόδου συμμετείχε στη μάχη του Βερντέν, που
αναφέρθηκε παραπάνω, από την έναρξη της και για περιορισμένο χρόνο. Το Τάγμα
δεν χρησιμοποιήθηκε συνολικά αλλά τμήματα του διαμοιράστηκαν προς υποστήριξη
άλλων μονάδων. Στις αρχές Μαρτίου το Τάγμα αποσύρθηκε από τη μάχη και
εγκαταστάθηκε στη Beauville, κοντά στο Βερντέν, όπου
λειτούργησε ως σχολείο εκπαιδεύσεως αξιωματικών και οπλιτών οι οποίοι στη
συνέχεια θα μεταλαμπάδευαν τις γνώσεις τους στις μονάδες τους. Τα συμπεράσματα
που έβγαλε το Τάγμα από τη συμμετοχή του στο Βερντέν ενίσχυσαν τις αρχικές
υποθέσεις του Rohr, δηλαδή:
- οι ομάδες, διμοιρίες, κλπ έπρεπε να διαθέτουν τη μέγιστη δυνατή οργανική ισχύ πυρός,
- ο συντονισμός των βαρέων όπλων που υποστήριζαν έπρεπε να γίνεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο,
- οι άνδρες έπρεπε να αριστεύουν στον αγώνα εκ του συστάδην και
- οι ομάδες έπρεπε να διοικούνται από υπαξιωματικούς που μπορούσαν να παίρνουν ανεξάρτητες αποφάσεις.
Στις 29 Αυγούστου 1916 ο Erich Ludendorff διαδέχθηκε τον Falkenhayn. Αντίθετα με τον
προκάτοχο του δεν πίστευε ότι είχε έρθει το τέλος του επιχειρησιακού ελιγμού
στο Δυτικό Μέτωπο και είδε στο Τάγμα Εφόδου το τακτικό εργαλείο που θα
αποκαθιστούσε τη δυνατότητα της κίνησης. Έτσι, στις 23 Οκτωβρίου 1916 διέταξε
τις Στρατιές να σχηματίσουν από ένα τάγμα εφόδου η κάθε μία, μέτρο το οποίο
επεκτάθηκε ώστε τον Φεβρουάριο του 1917 να έχουν σχηματισθεί 15 τάγματα εφόδου
και 2 ανεξάρτητοι λόχοι εφόδου. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ορεινές μονάδες, τα
τάγματα κυνηγών (Jäger), ήταν οι πλέον
κατάλληλες από πλευράς φιλοσοφίας και προδιάθεσης για να μετατραπούν σε τάγματα
εφόδου.
Μέσα στο 1917 ο Ludendorff αποφάσισε ότι το ¼ των μεραρχιών που βρίσκονταν στο
Δυτικό Μέτωπο θα έφταναν στα στάνταρτ των ταγμάτων εφόδου. Στην πράξη οι
μεραρχίες αυτές έφτασαν σε αυτό το επίπεδο σε ότι αφορούσε τις τακτικές και την
παρεχόμενη εκπαίδευση αλλά όχι και σε ότι αφορούσε το προσωπικό καθώς στα
τάγματα εφόδου όλοι οι άνδρες ήταν εθελοντές, ανύπαντροι και κάτω των 25 ετών. Οι
μεραρχίες αυτές ονομάστηκαν «Μεραρχίες Επίθεσης» (Angriffsdivisionen).
Ελπίδες που διαψεύσθηκαν και υποθήκες για το μέλλον
Η γερμανική Εαρινή Επίθεση.
ΠΗΓΗ
|
Στις 3 Μαρτίου 1918 η Σοβιετική Ρωσία υπέγραψε τη Συνθήκη
του Brest-Litovsk και αποσύρθηκε από τον πόλεμο. Η Γερμανία θα πολεμούσε πλέον
σε ένα μέτωπο χάρη σε πολιτικές εξελίξεις και όχι χάρη στις πρόνοιες του Σλήφεν.
Σε κάθε περίπτωση η γερμανική στρατιωτική ηγεσία θεώρησε ότι με τα στρατεύματα
που απελευθερώνονταν από το ανατολικό μέτωπο και μέχρι τη μαζική άφιξη των
αμερικανικών ενισχύσεων δημιουργούνταν ένα παράθυρο ευκαιρίας στη Δύση.
Η γερμανική επίθεση προσδιορίστηκε για τις 21 Μαρτίου
1918. Τρεις Στρατιές (η 2η, η 17η και η 18η)
θα συμμετείχαν στην επίθεση. Η 17η και η 2η Στρατιές θα επιτίθονταν
μεταξύ Arras και Perronne, βόρεια του ποταμού Somme ενώ η 18η Στρατιά νότια του Somme. Απέναντι τους βρίσκονταν η βρετανική 5η Στρατιά. Οι
περισσότερες μεραρχίες στις τρεις Στρατιές ήταν Μεραρχίες Επίθεσης. Οι
στρατιώτες εφόδου είχαν 12 ώρες για να εισχωρήσουν σε βάθος 12 χλμ. και να
φτάσουν στις θέσεις του βρετανικού πυροβολικού. Τα ισχυρά σημεία της αντίπαλης
διάταξης που δεν θα καταλαμβάνονταν ή δεν θα παραδίδονταν θα αφήνονταν στα
συντάγματα πεζικού που ακολουθούσαν. Οι Γερμανοί κατάφεραν να διαρρήξουν το
βρετανικό αμυντικό σύστημα σε ένα πλάτος 80 χλμ. αλλά χρειάστηκαν τρεις μέρες για
να φτάσουν στο βάθος του και όχι μία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι Βρετανοί κάνοντας
χρήση φορτηγών αυτοκινήτων και σιδηροδρόμων να μεταφέρουν έγκαιρα ενισχύσεις
και να εγκαταστήσουν μία νέα αμυντική γραμμή
Το 1918 το γερμανικό πεζικό με τις τακτικές «εφόδου»
μπορούσε να εισχωρεί στην αντίπαλη αμυντική διάταξη και αν υπήρχαν αρκετά
τάγματα εφόδου μπορούσε να δημιουργεί ρήγματα πολλών χιλιομέτρων. Όμως, όταν
έφταναν στο πέρας του εχθρικού αμυντικού συστήματος οι στρατιώτες εφόδου ήταν
εξαντλημένοι από την κούραση και τις απώλειες, βρίσκονταν έξω από το βεληνεκές υποστήριξης
του πυροβολικού τους ενώ δέχονταν καταιγισμό πυρών από το εχθρικό πυροβολικό,
δεν μπορούσαν οι ίδιοι να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους και οι σχηματισμοί
που τους ακολουθούσαν δεν μπορούσαν να κινηθούν ταχύτερα από την ταχύτητα με
την οποία κατέφθαναν οι εχθρικές ενισχύσεις.
Συμπέρασμα
Παρά την αποτυχία της Εαρινής Επίθεσης το 1918 ο
γερμανικός στρατός είχε δημιουργήσει τις βάσεις ενός συστήματος που θα του
επέτρεπε να διασπά την εχθρική αμυντική τοποθεσία διενεργώντας μη-γραμμικές
επιθετικές επιχειρήσεις στις οποίες πρυτάνευε η ανεξάρτητη ενέργεια και η
ταχύτατη προώθηση στο βάθος, σε βάρος του συγκεντρωτικού ελέγχου και της
ασφάλειας των πλευρών. Οι Γερμανοί ήταν πεπεισμένοι ότι η σύλληψη τους ήταν
σωστή και το έλλειμμα τους βρίσκονταν στα μέσα - όχι στη βασική ιδέα. Έτσι όταν
η μηχανοκίνηση έγινε διαθέσιμη οι αρετές αυτής της προσέγγισης έγιναν φανερές.
Επομένως, για να απαντήσουμε στο 2ο ερώτημα που θέσαμε, ο γερμανικός
στρατός στην Πολωνία ενήργησε με πρακτικές ταγμάτων εφόδου, παρακάμπτοντας
αντιστάσεις και προωθούμενος με ταχύτητα στο βάθος, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα
την ασφάλεια των πλευρών και σε πρώτη μοίρα την ταχύτητα της ενέργειας. Η στάση
αυτή δεν ήταν μία καινοφανής σύλληψη του 1939 αλλά ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένη
από το τέλος του Α΄ Π.Π. Με τη διαφορά ότι ο γερμανικός στρατός το 1939
μπορούσε να κάνει αυτό που επιχείρησε το 1918 υπό την προστασία θώρακα και με
τη δύναμη του κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Υποσημειώσεις
[1] «... ο σκοπός είναι η επιβολή της θέλησης μας στον
εχθρό. Για να επιτύχουμε αυτό το σκοπό με κάθε βεβαιότητα, πρέπει ν΄
αφοπλίσουμε τον εχθρό, κι αυτός ο αφοπλισμός είναι εξ ορισμού ο ρητός
αντικειμενικός στόχος των πολεμικών επιχειρήσεων». Klausewitz, Βιβλίο Ι, Κεφάλαιο Ι, σ. 32.
[2] ΕΕ 101-1A, σ. 10.
[3] ό.π. σ. 9.
[4] Truppenführung § 316.
Βιβλιογραφία
Citino,
Robert. (1999). The Path to Blitzkrieg.
Επανέκδοση. (2007). Mechanicsburg, PA: Stackpole Books.
Condell, Bruce και David T. Zabecki (επιμ.-μτφ) (2001). On the
German Art of War: Truppenführung.
Lynne Rienner Publishers.
Corum,
James S. (1992). The Roots of Blitzkrieg.
University Press of Kansas.
Creveld,
Martin Van. (1994). Air Power and Maneuver
Warfare. Ανατύπωση. (2002). Χονολουλού: University Press of the Pacific.
DiNardo,
R. L. (1997). Germany’s Panzer Arm.
Westport, CT: Greenwood Press.
ΕΕ 100-1. «Επιχειρήσεις Χερσαίων
Δυνάμεων». ΓΕΣ/ΔΙΔΟ/2008.
ΕΕ 101-1A (ΣΚ 30-1). «Η Σχεδίαση στον Στρατό Ξηράς». ΓΕΣ/ΔΙΣΧΕΑ/2012.
Goerlitz,
Walter. (1952). History of the German
General Staff, 1657-1945. Μετάφραση: Brian Battershaw. (1953). Ανατύπωση.
(1956). Νέα Υόρκη: Praeger.
Guderian,
Heinz. (1937). Achtung – Panzer!. Μετάφραση: Christopher Duffy. (1992). Λονδίνο: Arms & Armour Press.
Gudmundsson,
Bruce I. (1989). Stormtroop Tactics.
Westport, CT: Praeger.
Gudmundsson, Bruce I.
(2004). On Armor. Westport, CT:
Praeger.
Klausewitz,
Karl von. Περί του Πολέμου. Μετάφραση: Νατάσα Ξεπουλιά. (1999).
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
Kurowski, Franz. (1992). Panzer Aces vol. I. Μετάφραση: David Johnston. Επανέκδοση. (2004). Mechanicsburg,
PA: Stackpole Books.
Liddell Hart, B. H. (1954). Η Έμμεσος Στρατηγική. Μετάφραση. (1963). Ανατύπωση. (2000). Αθήνα:
Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ.
Lupfer, Timothy
T. (1981). The Dynamics of Doctrine: The
Changes in German Tactical Doctrine During the First World War. Leavenworth
Paper no. 4. Fort Leavenworth, KS: Combat Studies Institute, U.S. Army Command and
General Staff College.
Paret, Peter. (επιμ.). (1986). Οι Δημιουργοί της Σύγχρονης Στρατηγικής.
Μετάφραση: Ευάγγελος Κατσάνης. (2004). Αθήνα: Εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη.
Schlieffen, Count Alfred von. Cannae. Μετάφραση: U.S.
Army War College.( 1931). Fort Leavenworth, Kansas: The Command and General
Staff Schoolpress.
Wallach,
Jehuda L. (1986). The Dogma of the
Battle of Annihilation. Westport, CT: Greenwood Press.
Wawro, Geoffrey.
(2003). The Franco-Prussian War. Cambridge
University Press.
Zaloga,
Steven J. (2002). Poland 1939: The Birth
of Blitzkrieg. Ανατύπωση. (2003). Οξφόρδη: Osprey Publishing.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου