Πριν μερικά χρόνια έδειξα σε έναν ανώτερο αξιωματικό το προσχέδιο ενός εγγράφου στρατηγικής. Το κοίταξε και μετά κοίταξε εμένα με την απογοήτευση που έχει ένα ορφανό που δεν πήρε δώρο τα Χριστούγεννα και μου είπε: «Πρέπει να εξηγούμε καλύτερα στην ανάλυση μας τους σκοπούς, τους τρόπους και τα μέσα», υπονοώντας έτσι ότι αυτό που του παρουσίασα δεν ήταν στρατηγική. Μη έχοντας πειστεί από τα επιχειρήματα του αλλά από τον βαθμό του συνέταξα ξανά το έγγραφο ώστε να περιλαμβάνει τη φόρμουλα.
Οι Αμερικανοί στρατηγιστές γνωρίζουν αυτή τη φόρμουλα
καλά. Εμφανίστηκε από τον Συνταγματάρχη Arthur Lykke στην Στρατιωτική Επιθεώρηση το 1989 και από τότε
διδάσκεται στην Αμερικανική Σχολή Πολέμου: «Η στρατηγική ισούται με το άθροισμα των σκοπών (σκοποί
τους οποίους κάποιος επιδιώκει), των τρόπων (τρόποι ενεργείας) και των μέσων
(τα μέσα με τα οποία ένας σκοπός μπορεί να επιτευχθεί)». Η φόρμουλα αυτή είναι βολική και περιεκτική, είναι αρκετά μικρή ώστε να
χωράει σε μία διαφάνεια του PowerPoint και αρκετά ξεκάθαρη ώστε να μπορεί να εκφραστεί με μία
απλή εξίσωση: σκοποί + τρόποι + μέσα = στρατηγική (λιγότερο εναπομείναν ρίσκο).
Η απλότητα αυτή οδήγησε στην καθολική της υιοθέτηση: σχεδόν κάθε έγγραφο
στρατηγικής που έχουν παραγάγει οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις είναι άμεσα ή
έμμεσα επηρεασμένο από τη φόρμουλα του Lykke.
Μήπως όμως αυτή η κυρίαρχη αντίληψη κάνει κακό στην
αμερικανική στρατηγική, όπως επισημαίνει ο Jeffrey Meiser σε ένα πρόσφατο δοκίμιο του; Ο Meiser παραδέχεται ότι η φόρμουλα έχει κάποια αξία λέει όμως ότι αυτή «έχει γίνει
δεκανίκι που υπονομεύει τις προσπάθειες δημιουργικής και αποτελεσματικής
στρατηγικής σκέψης» επειδή καθοδηγεί τους σχεδιαστές να «βλέπουν τη στρατηγική
ως ένα πρόβλημα συμφωνίας σκοπών – μέσων» (π.χ. έχουμε αρκετά στρατεύματα για
να κάνουμε τη δουλειά;). Έχει ο Meiser δίκιο; Είναι η φόρμουλα
του Lykke ένας στενός κορσές που περιορίζει τους Αμερικανούς
στρατηγιστές;
Πιστεύω ότι το μοντέλο του Lykke είναι προβληματικό σε τέσσερα σημεία:
1. Είναι υπερβολικά φορμαλιστικό.
2. Οι σκοποί (ends) δεν τελειώνουν (end) πουθενά.
3. Ελαχιστοποιεί την επίδραση του αντιπάλου.
4. Η στρατηγική μας απόδοση από τότε που την υιοθετήσαμε
δεν έχει να επιδείξει κάτι σπουδαίο.
Η στρατηγική δεν μπορεί να παρασταθεί με εξισώσεις. Οι
μονάδες μέτρησης του πολέμου είναι τόσο διαφορετικές όσο οι βόμβες με τους
επιδέσμους. Ένας ορισμένος αριθμός τυφεκίων δεν μετατρέπεται απευθείας σε
αίσθημα ασφαλείας (στην πραγματικότητα, μερικές φορές, το συνολικό αίσθημα
ασφαλείας μειώνεται όσο αυξάνουν τα όπλα!). Οι εξισώσεις μπορεί να λειτουργούν
για λογιστικούς υπολογισμούς (π.χ. εάν ο σκοπός είναι να πάμε ένα άρμα μάχης
στο Τιμπουκτού τότε αυτό θα απαιτήσει 500 γαλόνια καυσίμου) αλλά η στρατηγική
δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Όπως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Αντγος H.R. McMaster έχει κατακρίνει το PowerPoint ως «επικίνδυνο» γιατί «κάποια προβλήματα στον κόσμο δεν αναλύονται
με κουκκίδες» έτσι και τα στρατηγικά προβλήματα του κόσμου δεν έχουν τη μορφή
εξισώσεων. Στην καλύτερη περίπτωση η στρατηγική είναι «νεφελώδης».
Και ας το αντιμετωπίσουμε, ούτε οι σκοποί (ends) στην πραγματικότητα τελειώνουν (end), που είναι και ο λόγος
που ο ιστότοπος στρατηγικής Infinity Journal χρησιμοποιεί τη ρήση «Γιατί η Στρατηγική δεν Σταματά
Ποτέ». Ακόμη και στην ολοκλήρωση αποφασιστικών συγκρούσεων όπως ο Β΄ Π.Π. η
ανάγκη για μία στρατηγική για τη Γερμανία και την Ιαπωνία δεν τέλειωσε με τον
θάνατο του Χίτλερ και την καταστροφή της Χιροσίμα. Οι ΗΠΑ έφεραν σε πέρας
εξαιρετικά σημαντικούς σκοπούς στο παρελθόν και παρ΄ όλα αυτά είμαστε σήμερα
εδώ! Ή αναλογιστείτε τη λίστα των στρατηγιστών και των διοικητών που έχουν
δηλώσει, με βεβαιότητα, ότι «αυτή» είναι η «αποφασιστική» χρονιά στο Αφγανιστάν
– όπου πλησιάζουμε το «τέλος» (end) κάθε χρονιά εδώ και
δύο δεκαετίες. Το οποίο φέρνει το ερώτημα: υπάρχει ένα κοντινό και οριστικό
«τέλος» (end) στον Παντοτινό Πόλεμο, τον Μακρύ Πόλεμο ή στην «εποχή της μόνιμης σύγκρουσης»; Ενώ θα πρέπει πάντα να στοχεύουμε σε κάποιον επιθυμητό σκοπό ή
κάποια καλύτερη κατάσταση, θα πρέπει να το κάνουμε με μετριοφροσύνη
αναγνωρίζοντας ότι η στρατηγική δεν είναι ποτέ τελική και είναι πάντα αβέβαιη.
Αυτή η αβεβαιότητα υπάρχει γιατί ο εχθρός έχει τη δική
του ψήφο στην εκπόνηση της στρατηγικής, ένας παράγοντας που δεν υπάρχει καθόλου
στη φόρμουλα του Lykke. Αυτό δεν είναι μία μικρή
λεπτομέρεια· είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Η φόρμουλα του Lykke ασχολείται μόνο με τους δικούς μας σκοπούς, τους δικούς
μας τρόπους, τα δικά μας μέσα – ένα διανοητικό ημίμετρο που αναπόφευκτα οδηγεί
στη μυωπία που ο στρατηγιστής Edward Luttwak περιέγραψε ως στρατηγικό «αυτισμό». Είναι σχεδόν
κοινοτυπία να το επισημάνω αλλά οποιοσδήποτε ορισμός ή μέθοδος διατύπωσης
στρατηγικής πρέπει να έχει στον πυρήνα του μία βαθιά αντίληψη του αντιπάλου
(και της αλληλεπίδρασης με αυτόν τον αντίπαλο). Οτιδήποτε λιγότερο είναι
επαγγελματικός ναρκισσισμός.
Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η εξίσωση του Lykke συνυπήρξε με μία όχι σπουδαία περίοδο της αμερικανικής
στρατηγικής ιστορίας. Ο ιστορικός Richard Kohn παρατήρησε το 2009 ότι η μετα-Ψυχροπολεμική εποχή έδειξε
τον «μαρασμό της στρατηγικής ως κεντρικού σημείου εστίασης για τις ένοπλες
δυνάμεις και αυτό έγινε φανερό με σειρά στρατιωτικών προβλημάτων»
συμπεριλαμβανομένων του ημιτελούς αποτελέσματος στον Πόλεμο του Κόλπου, της
αιματηρής αποχώρησης από τη Σομαλία και των «αρχικά επιτυχημένων εκστρατειών»
στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν που «μετατράπηκαν σε ατέρμονους… ανταρτοπόλεμους
φθοράς που δοκίμασαν την αμερικανική υπομονή και θέληση». Η συσχέτιση δεν
αποτελεί αιτιότητα αλλά είναι παράξενο ότι αυτή η αποτυχημένη εποχή κύλησε
παράλληλα με την ανάπτυξη στρατηγικής που βασίζονταν σε μια εξίσωση που
αποζητούσε τον σκοπό αλλά ξεχνούσε τον αντίπαλο.
Η δικιά μου εξήγηση για τη θηλιά του Lykke στη στρατηγική είναι ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις
(όπως όλες οι ένοπλες δυνάμεις) προτιμούν να σχεδιάζουν για την αντιμετώπιση
της βεβαιότητας και όχι της αβεβαιότητας. Ο Στρατηγός Omar Bradley κάποτε (σχεδόν αποκρυφιστικά) είπε: «Οι ερασιτέχνες
μιλούν για τη στρατηγική. Οι επαγγελματίες για τη διοικητική μέριμνα». Το
συναίσθημα που βγαίνει από αυτή τη δήλωση είναι αυτό που επικρατεί ότι δηλαδή
για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις η στρατηγική είναι απλώς το αναγκαίο κακό
– ας ξεμπερδέψουμε γρήγορα με αυτό το «σκοποί-τρόποι-μέσα»
πράγμα για να ασχοληθούμε με τα σοβαρά ζητήματα (όπως ο ανεφοδιασμός).
Έχοντας πει αυτά, δεν θα πρέπει να απορρίπτουμε
οποιοδήποτε χρήσιμο εργαλείο ακόμη κι αν η αξία του είναι περιορισμένη· θα
πρέπει αντίθετα να εξασφαλίζουμε ότι το εργαλείο χρησιμοποιείται σωστά. Η
φόρμουλα του Lykke είναι σίγουρα καλύτερη στη σχεδίαση και όχι στην εκπόνηση
της στρατηγικής ως εργαλείο για τον έλεγχο του εφικτού των σκοπών σε σχέση με
τα μέσα.
Οπότε, αν δεν στραφούν στον Lykke που θα πρέπει να στραφούν οι στρατηγιστές για να
αναζητήσουν τη βασική λογική που διέπει την ανάπτυξη της στρατηγικής;
Εδώ ξαναγυρνάμε στον Meiser που μας δείχνει προς τον Barry Posen για τη μεγάλη στρατηγική («η θεωρία ενός κράτους για το
πώς μπορεί καλύτερα να παράγει ασφάλεια για τον εαυτό του») και στον Eliot Cohen για τη στρατηγική («θεωρία νίκης»). Η λέξη κλειδί εδώ
είναι «θεωρία». Άλλοι όπως ο Tami Biddle και ο Colin Gray συμφωνούν. Ο Gray έχει γράψει ότι «οι
στρατηγικές είναι θεωρίες, είναι ισχυρισμοί για το πώς επιθυμητά αποτελέσματα
μπορούν να επιτευχθούν εφαρμόζοντας απειλές και ενέργειες σε μία συγκεκριμένη
διαδοχή». Η θεωρία αναγκάζει τον στρατηγιστή να περιγράψει γιατί και πως θα
έρθει η επιτυχία απέναντι σε έναν ανταγωνιστικό εχθρό.
Σκεπτόμενοι τη στρατηγική ως θεωρία έχει το διακριτό
πλεονέκτημα ότι εστιάζουμε στη συμπλοκή με τον εχθρό ενώ μειώνεται η σημασία
του να φτάσουμε σε κάποιο «τέλος» (end). Αυτό είναι καλύτερο.
Σχετικές αναρτήσεις
Ένα σχετικό άρθρο
ΑπάντησηΔιαγραφήBEYOND ENDS, WAYS, AND MEANS: WE NEED A BETTER STRATEGIC FRAMEWORK TO WIN IN AN ERA OF GREAT POWER COMPETITION
https://mwi.usma.edu/beyond-ends-ways-and-means-we-need-a-better-strategic-framework-to-win-in-an-era-of-great-power-competition/