Ο αμερικανικός στρατός υιοθέτησε τη διοίκηση δια της αποστολής (mission command) από τη δεκαετία του ΄80 όμως ο διάλογος για την καταλληλότητα αυτής της επιλογής δεν σταμάτησε ποτέ, με σημαντική μερίδα να έχει διαφορετική, ισχυρή, άποψη. Ο Δρ. Conrad Crane υπήρξε μόνιμος αξιωματικός, καθηγητής στην αμερικανική σχολή πολέμου και διευθυντής του ινστιτούτου στρατιωτικής ιστορίας του αμερικανικού στρατού. Στο παρακάτω άρθρο κάνει μία αναδρομή στη σχέση του αμερικανικού στρατού με αυτή τη μορφή διοίκησης και εκφράζει τις επιφυλάξεις του κατά πόσο αυτή τον υπηρέτησε ωφέλιμα μέχρι τώρα ή μπορεί να το κάνει αυτό στο μέλλον.
Όταν εισήλθα στον στρατό το 1974 καταλαβαίναμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα μας απέναντι στις σοβιετικές ορδές ήταν το σύστημα διοίκησης μας που ενθάρρυνε την πρωτοβουλία. Ενώ μπορούσαμε να προβλέψουμε τις ενέργειες τους, βασισμένοι σε πίνακες και λίστες ελέγχου, αυτές τελικά θα αντιμετώπιζαν τις δικές μας ανεξάρτητες αντενέργειες, κατάλληλα προσαρμοσμένες σε κάθε μοναδική κατάσταση. Μερικές φορές θα έπρεπε να απαντήσουμε με έναν προσεκτικά χορογραφημένο τρόπο, ανάλογα με τη φύση της αποστολής και την απειλή. Δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο όνομα για όλα αυτά. Γίνονταν κατανοητά ως καλή ηγεσία. Το αναδυόμενο δόγμα της Αερο-Χερσαίας Μάχης έδωσε έμφαση στην ευκαμψία και στην πρωτοβουλία ως κρίσιμες επιχειρησιακές αντιλήψεις αλλά συμπεριέλαβε τον συγχρονισμό, την απαίτηση για προσεκτικό συντονισμό όλων των ενεργειών στο πεδίο της μάχης ώστε να επιτευχθεί «ενότητα των προσπαθειών σε όλη τη δύναμη».
Όταν εισήλθα στον στρατό το 1974 καταλαβαίναμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα μας απέναντι στις σοβιετικές ορδές ήταν το σύστημα διοίκησης μας που ενθάρρυνε την πρωτοβουλία. Ενώ μπορούσαμε να προβλέψουμε τις ενέργειες τους, βασισμένοι σε πίνακες και λίστες ελέγχου, αυτές τελικά θα αντιμετώπιζαν τις δικές μας ανεξάρτητες αντενέργειες, κατάλληλα προσαρμοσμένες σε κάθε μοναδική κατάσταση. Μερικές φορές θα έπρεπε να απαντήσουμε με έναν προσεκτικά χορογραφημένο τρόπο, ανάλογα με τη φύση της αποστολής και την απειλή. Δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο όνομα για όλα αυτά. Γίνονταν κατανοητά ως καλή ηγεσία. Το αναδυόμενο δόγμα της Αερο-Χερσαίας Μάχης έδωσε έμφαση στην ευκαμψία και στην πρωτοβουλία ως κρίσιμες επιχειρησιακές αντιλήψεις αλλά συμπεριέλαβε τον συγχρονισμό, την απαίτηση για προσεκτικό συντονισμό όλων των ενεργειών στο πεδίο της μάχης ώστε να επιτευχθεί «ενότητα των προσπαθειών σε όλη τη δύναμη».
Εκείνη την εποχή η ηγεσία του στρατού ανέπτυσσε ένα νέο
δόγμα υπό την καθοδήγηση του Στρατηγού William DePuy, διοικητή της νέας Διοίκησης Δόγματος και Εκπαίδευσης του στρατού (TRADOC). Ο Β΄ Π.Π. και οι πόλεμοι στην Κορέα και στο Βιετνάμ του δίδαξαν ότι το
πεδίο της μάχης είναι ένα «τρομακτικό μέρος» και οι στρατιώτες αποδίδουν
καλύτερα όταν δέχονται πολύ συγκεκριμένες διαταγές. O DePuy συσσώρευσε μεγάλη εμπειρία από τις μάχες του εναντίον των
Γερμανών. Αυτό που τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα δεν ήταν η υποτιθέμενη εμπιστοσύνη
τους στην ευελιξία και στην πρωτοβουλία των τακτικών «τύπου αποστολής» (mission-type tactics - Auftragstaktik) αλλά η συνεχής τους επικοινωνία κατά τη διάρκεια της μάχης και η
ενεργητική ηγεσία που επιδείκνυαν στο πεδίο της μάχης. Το 1986 σε μία
συνέντευξη του ο DePuy παραδέχτηκε ότι αν κάτι πάει
στραβά, αν οι επικοινωνίες διακοπούν ή ο εχθρός ενεργήσει με απρόσμενο τρόπο
τότε η πρωτοβουλία παίρνει τον πρώτο ρόλο αλλά πίστευε ότι ακούγονταν απίθανες
ανοησίες για τον βαθμό ελευθερίας που θα έπρεπε πάντα να δίνεται στους
υφιστάμενους.
Ο Robert Citino, έγκριτος ειδικός στη γερμανική στρατιωτική ιστορία, συμφωνεί στο κλασικό
του έργο «The German Way of War» ότι πολλά από αυτά που αποδίδονται ως Auftragstaktik είναι μύθος. Αυτό που οι Γερμανοί εξάσκησαν στον Β΄ Π.Π. ήταν Bewegungskrieg μία μορφή πολέμου που περιλάμβανε την ανάληψη αυξημένου
ρίσκου στο επιχειρησιακό επίπεδο επειδή η Γερμανία δεν μπορούσε να αντέξει έναν
μακρόσυρτο πόλεμο. Όταν πλέον ο Χίτλερ και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του
γερμανικού στρατού Στρατηγός Franz Halder συνειδητοποίησαν το δίλημμα που αντιμετώπιζαν μετά την αποτυχία να
καταλάβουν τη Μόσχα τον Δεκέμβριο του 1941 και ο Χίτλερ απέκτησε υπερβολική
αυτοπεποίθηση στις ικανότητες του απέσυραν την ελευθερία των υφισταμένων να
παίρνουν πρωτοβουλίες για να διατηρηθούν οι δυνάμεις τους. Ο Halder εξηγεί:
Το καθήκον της στρατιωτικής υπακοής δεν αφήνει κανένα περιθώριο για τους
προβληματισμούς των υφιστάμενων διοικήσεων. Αντίθετα απαιτεί την καλύτερη και
ταχύτερη εκτέλεση των διαταγών με την πρόθεση που είχε αυτός που τις εξέδωσε.
Στην πραγματικότητα ο στρατός που περισσότερο επίμονα
εκτέλεσε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «mission command» στον Β΄ Π.Π. δεν ήταν ο γερμανικός αλλά ο ιαπωνικός. Η πρακτική αυτή είχε
πολύ καλά αποτελέσματα στη Μαλαισία το 1942 όταν οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να
ακολουθήσουν τον ρυθμό των δυνάμεων του Yamashita Tomoyuki αλλά αποδείχθηκε καταστροφική στην εκστρατεία της Kohima-Imphal το 1944 όταν η φιλόδοξη προέλαση του Mutaguchi Renya εκμηδενίστηκε από την επιδέξια άμυνα του William Slim.
Στα τέλη του 2009 ο διοικητής της TRADOC Στρατηγός Martin Dempsey επέφερε την αλλαγή του ονόματος της πολεμικής λειτουργίας
«command and control» (διοίκηση & έλεγχος) σε «mission command» καθιστώντας την έτσι μέρος του δόγματος του αμερικανικού στρατού. Εάν
κάποιος ρωτήσει τους μαθητές στη σχολή πολέμου του στρατού, όπου διδάσκω, τι
σημαίνει αυτός ο όρος θα πάρει έναν αντικρουόμενο ορισμό που βασικά τους
επιτρέπει να κάνουν ότι θέλουν μέσα σε ένα χαλαρό πλαίσιο από τους
προϊσταμένους τους ενώ ταυτόχρονα οι υφιστάμενοι τους πρέπει να κάνουν ακριβώς
αυτό που διατάχθηκαν. Η παρούσα αντίληψη έχει έξι αρχές: δημιουργήστε
συνεκτικές ομάδες μέσω της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, δημιουργήστε κοινή
κατανόηση, διατυπώστε ξεκάθαρα την πρόθεση σας, εξασκήστε πειθαρχημένη
πρωτοβουλία, χρησιμοποιήστε διαταγές τύπου αποστολής και αποδεχτείτε
λελογισμένο ρίσκο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτή την αντίληψη είναι ότι οι
ορισμοί για το τι εστί «πειθαρχημένο» και «λελογισμένο» είναι υποκειμενικοί και
συνήθως εξαρτώνται από το αποτέλεσμα.
Ο Γερμανός σωματάρχης Heinz Guderian εξυμνήθηκε για τον διασταλτικό τρόπο με τον οποίο
ερμήνευσε τις διαταγές να εκτελέσει «ισχυρή αναγνώριση» τον Μάιο του 1940 με συνέπεια
τα τεθωρακισμένα του να οδηγήσουν το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα στη θάλασσα,
στη Δουνκέρκη, ενώ ο Mutaguchi, ένας μέραρχος του
ιαπωνικού στρατού στην εκστρατεία της Σιγκαπούρης που έγινε διοικητής της
Βιρμανίας, και οι υφιστάμενοι του καταδικάζονται για παρόμοιου τύπου
πρωτοβουλίες στην εκστρατεία της Kohima-Imphal. Ποιο από τα ρίσκα που ανέλαβε ο Στρατηγός Douglas MacArthur ήταν περισσότερο λελογισμένο: η απόφαση του να εισβάλει
στην Inchon αντίθετα από την άποψη αναρίθμητων επικριτών ή η απόφαση
του να προελάσει με διαμοιρασμένες τις δυνάμεις του προς τον ποτ. Yalu όταν ο αεροπορικός του διοικητής υποσχέθηκε ότι μπορούσε
να αποτρέψει τις κινεζικές δυνάμεις από το να παρέμβουν στη Μαντζουρία; Στην
πρώτη περίπτωση η ενέργεια του διέλυσε τον βορειοκορεατικό στρατό ενώ στη
δεύτερη περίπτωση η ενέργεια του οδήγησε στην ήττα των δυνάμεων του ΟΗΕ και στη
μεγαλύτερη υποχώρηση στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία.
Έχουν υπάρξει αρκετά, αξιόλογα πρόσφατα άρθρα που
καταδεικνύουν τα λάθη στην υπάρχουσα «λατρεία» της «διοίκησης δια της αποστολής».
Στο τελευταίο τεύχος του Joint Forces Quarterly οι Andrew Hill και Heath Niemi υποστηρίζουν ότι αυτή είναι «στην πραγματικότητα μία από
τις πολλές πιθανές απαντήσεις στο ζήτημα του ελέγχου και δεν είναι πάντα η
σωστή». Μία άλλη διαφωτιστική πρόσφατη ανάλυση στο ίδιο κλίμα παρουσιάστηκε από
τον Επίλαρχο Amos Fox στη Στρατιωτική Επιθεώρηση με τον θαυμάσιο τίτλο «Κόβοντας τα Πόδια μας για να Χωρέσουν στα Παπούτσια μας» όπου τονίζεται ότι υπάρχουν
πολλοί παράγοντες που επιδρούν στην έκταση του ελέγχου που είναι απαραίτητος
στο πεδίο της μάχης. Καθιστώντας ως πρότυπο ένα ιδεώδες αποκέντρωσης (της διοίκησης)
το οποίο είναι «ακατάστατο, αναποτελεσματικό και ακατάληπτο» δεν
ανταποκρινόμαστε στις πραγματικότητες της σύγχρονης μάχης. Αντίθετα, υποστηρίζει
ο Fox, η ηγεσία πρέπει να προσαρμόζεται σε ένα συνεχές ελέγχου που διαμορφώνεται
από την κατάσταση, το ίδιο που αναφέρεται και από τους Hill και Niemi.
Η ασάφεια του όρου έγινε ξεκάθαρη, σε εμένα, σε ένα
πρόσφατο συνέδριο για το θέμα στη σχολή πολέμου του στρατού τον Φεβρουάριο. Εκεί
διαπίστωσα ότι ο στρατός τώρα έχει μία αντίληψη, ένα δόγμα και μία πολεμική
λειτουργία που λέγεται «mission command» με διαφορετικούς ορισμούς. Αυτοί που ανέπτυξαν την αντίληψη στο Fort Leavenworth συζητούν την αναθεώρηση της ώστε να ενθαρρύνει ακόμη
περισσότερη τόλμη και αποκέντρωση ενώ οι συγγραφείς του δόγματος, που υπηρετούν
επίσης στο Fort Leavenworth, πιστεύουν ότι θα μπορούσε να λάβει έντονα συγκεντρωτική μορφή εάν αυτό
καταστεί αναγκαίο. Ένας ομιλητής υποστήριξε τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν
εφαρμόζοντας την σε διακλαδικό και δια-υπηρεσιακό περιβάλλον, δύο περιβάλλοντα οι
άνθρωποι των οποίων στην καλύτερη περίπτωση αγνοούν τον όρο και στην χειρότερη είναι
εχθρικοί απέναντι του. Ο αντιπρόσωπος των πεζοναυτών δεν μπορούσε να καταλάβει
γιατί χρειάζεται μία ιδιαίτερη αντίληψη καθώς όλα όσα συζητούνταν αναφέρονταν
σε αυτό που θα ονόμαζε καλή ηγεσία.
Η θέληση να υιοθετηθεί ένα διαφορετικό στυλ ηγεσίας, όπως
αυτό που προτείνουν οι Hill, Niemi και Fox, θα είναι ιδιαίτερα
σημαντική για την εφαρμογή αυτού που τώρα γίνεται αντιληπτό ως «Πολύ-Χωρική Μάχη». Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι οι μελλοντικοί αντίπαλοι των
ΗΠΑ θα έχουν τις δυνατότητες για να επιδιώξουν στρατηγικές που θα απαγορεύουν
την πρόσβαση στους διαφορετικούς χώρους του πολέμου. Νάρκες και πύραυλοι
επιφανείας θα φράξουν τις θαλάσσιες γραμμές. Προηγμένες αεράμυνες θα απαιτήσουν
πολύπλοκες επιχειρήσεις καταστολής τους ώστε τα βομβαρδιστικά να περάσουν.
Αντι-δορυφορικά όπλα και Η/Π θα επιδράσουν στα δορυφορικά συστήματα και σε
άλλες μορφές επικοινωνίας. Η ηλεκτρονική παρείσφρηση, παραπλάνηση και η αποδιοργάνωση
των συστημάτων θα παραλύσει τον κυβερνοχώρο. Ο διοικητής της διακλαδικής
δύναμης που θα βρεθεί σε αυτό το πολύπλοκο περιβάλλον θα πρέπει να δημιουργήσει
και να εκμεταλλευτεί «παράθυρα ευκαιρίας υπεροχής» στους διαφορετικούς χώρους
με μία προσεκτικά χορογραφημένη σειρά γεγονότων.
Πρόσφατα ο ιστότοπος War on the Rocks ανήρτησε ένα διαφωτιστικό άρθρο των Στρατηγών Robert Brown και David Perkins όπου περιέγραψαν πως θα μοιάζει η Πολύ-Χωρική Μάχη και
πως θα επιδράσει στον στρατό. Τόνισαν την ανάγκη να προσαρμοστεί το δόγμα για
δημιουργηθούν πολύ-χωρικές συνδυασμένες δυνάμεις που θα ενσωματώνουν «οργανικές
και διακλαδικές ικανότητες για να εξασφαλίσουν την ελευθερία ενεργείας των
αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων». Οι μελλοντικοί διοικητές θα πρέπει να έχουν
«πολύ μεγάλο πλάτος και βάθος πληροφόρησης και πρόσβαση σε δυνατότητες
δια-χωρικών δυνατοτήτων, ελιγμού και πυρών». Αυτό το «συνολικό πακέτο λύσεων»
πρέπει να ενσωματωθεί σε όλους τους κλάδους. Οι Στρατηγοί ισχυρίζονται ότι
«πρέπει να αποεπενδύσουμε από το παρόν και να επενδύσουμε στο μέλλον». Αυτή η
διαδικασία θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και μία κριτική ματιά σε ότι γνωρίζουμε
ως «mission command». Στο μελλοντικό, ενσωματωμένο και χορογραφημένο πεδίο της μάχης η
αντίληψη της «πειθαρχημένης ανυπακοής» που προσπάθησε να «πουλήσει» ο αρχηγός
του στρατού μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική, προκαλώντας χειρότερες
πανωλεθρίες από την Kohima-Imphal με σοβαρότερες επιπτώσεις σε μία περισσότερο εύθραυστη δύναμη.
Η γερμανική εμπειρία στον Β΄ Π.Π. μπορεί πράγματι να
παρέχει ένα μοντέλο ηγεσίας που αξίζει μίμησης σε αυτό το είδος πολέμου αλλά
αυτό δεν βασίζεται στη μυθολογία του Auftragstaktik. Αντίθετα αξίζει να σκεφτούμε την ενεργητική ηγεσία που παρατήρησε ο DePuy. Οι διοικητές και τα επιτελεία τους πρέπει συνεχώς να συγχρονίζουν και να
διευθύνουν μία πολύπλοκη σειρά ενεργειών. Θα υπάρξουν στιγμές που οι εχθρικές
ενέργειες θα υποχρεώσουν τις υφιστάμενες μονάδες να εξασκήσουν ανεξάρτητη
πρωτοβουλία αλλά αυτό δεν μπορεί πλέον να είναι η αυτοματοποιημένη λύση και
ίσως ούτε καν η επιθυμητή.
Οι απαιτήσεις της Πολύ-Χωρικής Μάχης θα πρέπει να
οδηγήσουν τον στρατό και τους άλλους κλάδους να κοιτάξουν πολύ κριτικά το δόγμα
τους σε ότι αφορά τη διοίκηση και τον έλεγχο ως μέρος της διαδικασίας που οι
Στρατηγοί Brown και Perkins πρότειναν. Η αντίληψη «mission command» όχι μόνο αποδέχεται αυξημένο ρίσκο για μία δύναμη που πλέον είναι
λιγότερο ικανή να δεχθεί αυξημένες απώλειες αλλά φαίνεται και να μην είναι πρακτική
για τον συγχρονισμό που απαιτείται απέναντι σε έναν ικανό, ισοδύναμο αντίπαλο.
Θα πρέπει να θεωρείται ως μία πιθανή επιλογή αλλά όχι ως η μοναδική. Η έκδοση
του 1941 του FM 100-5 δήλωνε τα παρακάτω σε ότι αφορά το πώς οι μάχες θα πρέπει να οργανώνονται:
Η απόφαση του διοικητή για τη μονάδα του συνολικά και οι αποστολές προς τις
υφιστάμενες του μονάδες που υποστηρίζουν την απόφαση του επικοινωνούνται στους
υφισταμένους με ξεκάθαρες και περιεκτικές διαταγές, που τους δίνουν την
αρμόζουσα ελευθερία ενεργείας ανάλογα με την επαγγελματική τους γνώση, την
κατάσταση, την αξιοπιστία τους και την ομαδική προσπάθεια που απαιτείται.
Τέτοιου είδους καθοδήγηση είναι σχετική ακόμη και σήμερα
όπως ήταν και τότε. Και δεν χρειάζεται κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Είναι απλώς καλή
ηγεσία.
Σχετικές αναρτήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου