Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Το Ιράν Ήταν ο Μοναδικός Νικητής στον Πόλεμο του Ιράκ

Το Ιράν Ήταν ο Μοναδικός Νικητής στον Πόλεμο του Ιράκ


Η καθυστερημένη και πολυαναμενόμενη μελέτη του αμερικανικού στρατού για τον πόλεμο του Ιράκ κατέληξε ότι μόνο το Ιράν επωφελήθηκε από αυτόν, ενώ συμπεραίνει ότι υπάρχουν πολλά διδάγματα για τους μελλοντικούς πολέμους. –Του Todd South στο ArmyTimes


Η δίτομη μελέτη του αμερικανικού στρατού για τον πόλεμο του Ιράκ είναι μια βαθιά εξέταση των λαθών και των επιτυχιών της σχετικής πολεμικής προσπάθειας. Επίσης, στρέφεται και εναντίον όσων θέλουν να ξεφορτωθούν ότι έχει σχέση με αυτόν τον πόλεμο, καθώς οι ΗΠΑ έχουν στραφεί προς τον ανταγωνισμό με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Η μελέτη διατάχθηκε από τον πρώην αρχηγό του αμερικανικού στρατού Ray Odierno, το 2013, και συνεχίστηκε και στις ημέρες του Στρατηγού Mark Milley, αλλά δεν δημοσιεύθηκε, αν και ολοκληρώθηκε το 2016. Κάποιοι είπαν ότι αυτό έγινε για να μη βγουν στη φόρα τα «άπλυτα» για αποφάσεις που πήραν ορισμένοι ηγέτες στη διάρκεια του πολέμου.

Η 1.300 σελίδων, δίτομη, εξιστόρηση, ολοκληρωμένη με περισσότερα από χίλια αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, ξεκινά από την αμερικανική εισβολή το 2003, μέχρι την αμερικανική αποχώρηση, την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) και την επιρροή της Συρίας και του Ιράν.

«Όταν το εγχείρημα ολοκληρώθηκε το 2018, ένα επεκτατικό και αποθρασυνόμενο Ιράν φαίνεται να είναι ο μοναδικός νικητής», έγραψαν οι συγγραφείς της μελέτης στο κεφάλαιο των συμπερασμάτων.

Τη μελέτη συνέγραψαν οι απόστρατοι συνταγματάρχες Frank Sobchak και Joe Rayburn.

Επισημαίνουν τη ζημιά που δημιούργησε ο πόλεμος στη σχέση πολιτικών – στρατιωτικών, ακόμη και στο αμερικανικό κοινό.

«Ο πόλεμος του Ιράκ έχει τη δυναμική να είναι ένας από τους πολέμους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην αμερικανική ιστορία. Διέλυσε μία παλιά πολιτική παράδοση εναντίον των προληπτικών πολέμων», έγραψαν οι συγγραφείς. «Μετά το τέλος του πολέμου το αμερικανικό πολιτικό εκκρεμές πήγε στην ακριβώς αντίθετη πλευρά και επικράτησε βαθύς σκεπτικισμός για τις επεμβάσεις σε ξένες χώρες.».

Επίσης, απευθύνονται και στους επικριτές, που βλέπουν τον συγκεκριμένο πόλεμο μόνο ως παρέκκλιση και αδημονούν να επιστρέψει ο στρατός στον παραδοσιακό του ρόλο, των επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι όσα έμαθε, με σκληρό τρόπο, ο αμερικανικός στρατός για τον ανταρτοπόλεμο δεν θα πρέπει να ξεχαστούν, γιατί θα είναι χρήσιμα και απέναντι σε τρομοκρατικές ομάδες και σε συγκρούσεις με ισοδύναμα κράτη.

«Ο χαρακτήρας του πολέμου αλλάζει, αλλά ακόμη κι αν αντιμετωπίσουμε ισοδύναμους ή σχεδόν ισοδύναμους αντιπάλους στο μέλλον, είναι πιθανόν αυτοί να αναμίξουν συμβατικό και ανορθόδοξο πόλεμο – αυτό που συχνά αποκαλείται υβριδικός πόλεμος ή επιχειρήσεις στη γκρίζα ζώνη», έγραψαν οι συγγραφείς.

Στον πρόλογο του, ο Odierno, έγραψε ότι «αυτοί που απορρίπτουν την ύπαρξη του επιχειρησιακού επιπέδου στον ανταρτοπόλεμο είναι λάθος».

Σημείωσε ότι ως επακόλουθο του πολέμου οι ΗΠΑ εισήλθαν σε «έναν άλλο ιστορικό κύκλο», όπως και με τους προηγούμενους πολέμους, όπου οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί ηγέτες αναγκάζονται να προσδιορίσουν εκ νέου τη θέση τους για τη χρηστικότητα της χερσαίας ισχύος. Και κατέδειξε την υπερεπέκταση του αμερικανικού στρατού, ακόμη και με τον υψηλότερο αριθμό στρατευμάτων που είναι διαθέσιμος σήμερα.

Ένα θέμα που αναφέρεται συχνά στη μελέτη είναι ότι από τις ταξιαρχίες που ήταν ανεπτυγμένες στο Ιράκ δεν ήταν δυνατό να διατεθούν στρατεύματα αλλού, όπως στο Αφγανιστάν, καθώς και το έλλειμμα μιας εφεδρείας του θεάτρου επιχειρήσεων, που να είναι ικανή να ανταποκριθεί σε σημαντικές καταστάσεις.

Όμως, η μελέτη δεν εστιάζει μόνο στην αποτυχία των στρατιωτικών να διαβλέψουν την αλλαγή στη φύση του πολέμου.

Ο Odierno χαρακτηρίζει τη μελέτη ως «την εκπληκτική ιστορία ενός στρατού, που έκυψε μέσα στον εαυτό του για να μάθει και για να προσαρμοστεί στο μέσο ενός πολέμου που οι ΗΠΑ έχαναν».

Ο Milley στον πρόλογο του χαρακτηρίζει τη μελέτη σημείο σταθμό «στην προσπάθεια του στρατού να κατανοήσει την εμπειρία της OIF (Operation Iraqi Freedom)».

Και τη βλέπει ως την αρχή μιας εκτενέστερης ανάλυσης του πολέμου που θα ακολουθήσει.

«Η OIF είναι μία σοβαρή υπενθύμιση ότι οι τεχνολογικές πρόοδοι και τα όπλα μακρού πλήγματος από μόνα τους δεν μπορούν να φέρουν το αποτέλεσμα· ότι η υπόσχεση των σύντομων πολέμων είναι συχνά φευγαλέα· ότι οι σκοποί, οι τρόποι και τα μέσα πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία μεταξύ τους· ότι ο στρατός μας πρέπει να καταλάβει το είδος του πολέμου στο οποίο εμπλέκεται για να προσαρμοστεί ανάλογα· ότι το αποφασιστικό αποτέλεσμα στον πόλεμο συμβαίνει στο έδαφος, στη λάσπη και στο χώμα· και ότι οι διαχρονικοί παράγοντες όπως η ανθρώπινη φύση, η τύχη και η αποφασιστικότητα του εχθρού διαμορφώνουν το αποτέλεσμα», έγραψε.

Στα ενδιαφέροντα σημεία της μελέτης συμπεριλαμβάνονται η επιβεβαίωση επικριτικών απόψεων που είχαν διατυπωθεί στα χρόνια που ο πόλεμος διεξάγονταν και άλλων απόψεων που έγιναν κατανοητές στα χρόνια που ακολούθησαν.

Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η τεχνολογία δεν μπορεί πάντα να υποκαθιστά τις ελλείψεις προσωπικού, ο συμμαχικός πόλεμος ήταν σε «μεγάλο βαθμό ανεπιτυχής» για διάφορους λόγους, ότι η αδυναμία να κατανοηθεί η εσωτερική πολιτική σκηνή του Ιράκ και οι ανταγωνισμοί μεταξύ διάφορων τοπικών ομάδων, σήμαινε ότι οι ενέργειες κάποιας στρατιωτικής μονάδας μπορεί να χειροτέρευε τα πράγματα.

Και ότι οι διοικητές που έβρισκαν καινοτόμες λύσεις στα προβλήματα στο έδαφος, συχνά, όχι μόνο δεν επιβραβεύονταν αλλά τιμωρούνταν γιατί δεν ακολουθούσαν την πολιτική.

Η «υπόθεση του σύντομου πολέμου» και η υπεραισιόδοξη προοπτική δημιουργούσε προβλήματα γιατί χρήματα και στρατεύματα διατίθονταν για μελλοντικά σχέδια, επειδή η νίκη ήταν πάντα 18 μήνες μακριά.

Η ανασυγκρότηση του στρατού για να δημιουργηθούν περισσότερες ταξιαρχίες είχε ως αποτέλεσμα λιγότερες μονάδες να είναι διαθέσιμες για το θέατρο των επιχειρήσεων, φτάνοντας τις ενεργές μονάδες στα όρια τους και απαιτώντας την εμπλοκή της εθνοφρουράς σε έναν μεγάλο πόλεμο, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο της Κορέας.

Οι μισές ταξιαρχίες στο Ιράκ, στις εκλογές του 2005, ήταν της εθνοφρουράς. Αν και οι συγγραφείς αναφέρονται θετικά στις μονάδες της εθνοφρουράς για την απόδοση τους, επισημαίνουν ότι ρίχτηκαν σε ένα κρίσιμο σημείο του πολέμου χωρίς την απαιτούμενη εμπειρία και υποστήριξη σε πόρους.

Και το πώς οι διοικητές αξιολογούσαν την απόδοση τους στον πόλεμο υπέφερε από ένα έλλειμμα κατανόησης του τι ήταν σημαντικό.

Ασχολούνταν περισσότερο με αριθμητικά παρά με ποιοτικά δεδομένα, για παράδειγμα, πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν, πόσοι Ιρακινοί εκπαιδεύτηκαν ή πόσοι αντάρτες σκοτώθηκαν ή συνελήφθηκαν – αντί για το αν υπήρχε περισσότερη συνεργασία με τους ντόπιους ή αν είχαν μειωθεί οι επιθέσεις.

«Οι ηγέτες του στρατού έχουν αποκτήσει φετίχ με τις στατιστικές και τις μετρήσεις, όταν αυτά παρέχουν μόνο μια στιγμιαία εικόνα στον χρόνο ενός μέρους της κατάστασης», έγραψαν οι συγγραφείς.

Άλλα ενδιαφέροντα σημεία περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
  • Η ανάγκη για περισσότερα στρατεύματα: Σε καμία στιγμή του πολέμου δεν υπήρχαν αρκετά στρατεύματα για να νικηθούν ταυτόχρονα η σουνιτική εξέγερση και οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν σιίτες παραστρατιωτικοί.
  • Η αποτυχία να αντιμετωπιστούν το Ιράν και η Συρία: Το Ιράν και η Συρία παρείχαν καταφύγιο σε σιίτες και σουνίτες παραστρατιωτικούς αντίστοιχα. Οι ΗΠΑ δεν ανέπτυξαν καμία στρατηγική για να το σταματήσουν αυτό.
  • Ο συμμαχικός πόλεμος ήταν ανεπιτυχής: Η ανάπτυξη των συμμαχικών στρατευμάτων είχε πολιτική αξία, αλλά ήταν «σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχής», γιατί οι σύμμαχοι δεν έστελναν αρκετά στρατεύματα και περιόριζαν τον σκοπό των επιχειρήσεων τους.
  • Η εθνοφρουρά χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση: Ενώ πολλές μονάδες της εθνοφρουράς απέδωσαν καλά, κάποιες ταξιαρχίες είχαν τέτοια δυσκολία να προσαρμοστούν ώστε σταμάτησαν να τους δίνουν δικιά τους περιοχή ευθύνης. Η μελέτη κατέληξε ότι οι μονάδες της εθνοφρουράς χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση και χρηματοδότηση.
  • Η αποτυχία να δημιουργηθούν αξιόπιστες ιρακινές δυνάμεις:: Η προσπάθεια, στην οποία ηγήθηκαν οι ΗΠΑ, να εκπαιδεύσουν και να εξοπλίσουν ιρακινές στρατιωτικές δυνάμεις, δεν υποστηρίχθηκε με τους αναγκαίους πόρους για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου. Η πρόωρη απόφαση να μεταφερθεί η κυριαρχία στους Ιρακινούς έκανε δυσκολότερο να μετριασθεί η πολιτική πίεση που ασκούσαν οι Ιρακινοί αξιωματούχοι στους Ιρακινούς διοικητές.
  • Η αναποτελεσματική πολιτική για τους κρατούμενους: Οι ΗΠΑ αποφάσισαν από την αρχή να μην αντιμετωπίσουν τους συλληφθέντες αντάρτες και παραστρατιωτικούς ως αιχμάλωτους πολέμου, αλλά ποτέ δεν ανέπτυξαν έναν αποτελεσματικό τρόπο για να διαχειριστούν αυτούς που κρατούσαν. Πολλοί σουνίτες αντάρτες επέστρεφαν στο πεδίο της μάχης.
  • Η δημοκρατία δεν φέρνει κατ΄ ανάγκη τη σταθερότητα: Οι αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές πίστευαν ότι οι ιρακινές εκλογές του 2005 θα έφερναν ηρεμία, αλλά αυτές, αντίθετα, ενέτειναν τις εθνικιστικές και θρησκευτικές εντάσεις.

Η μελέτη εξάρει τις αντι-ανταρτικές προσπάθειες, πολλές από τις οποίες αποδίδονται στους στρατηγούς Odierno, Petraeus και McMaster, που πρόσφατα ήταν σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του προέδρου Τραμπ.

Ταυτόχρονα, η μελέτη στέκεται επικριτικά στην απόφαση του πρώην αρχηγού στου στρατού Στρατηγού Peter Shoemaker να προσχωρήσει με την ανασυγκρότηση των ταξιαρχιών, ως μέρος της μετεξέλιξης του στρατού. Επίσης, η παραμονή του στρατού σε μεγάλες βάσεις οδήγησε σε κενό ασφαλείας γύρω από τη Βαγδάτη, απόφαση που αποδίδεται στον τότε Στρατηγό George Casey.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου