Οι άνθρωποι αποφασίζουν χωρίς πολύ σκέψη –όχι μόνο
κάποιες φορές, αλλά συστηματικά- και οι καινούριες μας γνώσεις για τις
γνωστικές προκαταλήψεις έχουν επιπτώσεις και για την αποτροπή. Για να
καταδείξουμε πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό θα παρουσιάσουμε την περίπτωση
του Abraham Wald, ενός αξιοσέβαστου καθηγητή από το Κολούμπια, που το 1943 επιλέχθηκε από
το αμερικανικό υπουργείο πολέμου για έναν σημαντικό σκοπό. [1]
Η αμερικανική αεροπορία έχανε πολλά βομβαρδιστικά στην
Ευρώπη εξαιτίας των Α/Α πυρών και σκέφτονταν να προσθέσει πλάκες θωράκισης στα
αεροσκάφη, αλλά για να μην αυξηθεί σημαντικά το βάρος θα έπρεπε να
προσδιοριστεί που ακριβώς θα ήταν πιο αποτελεσματικό να τοποθετηθεί η θωράκιση.
Ο Abraham Wald και η μελέτη του. |
Ο Wald εξέτασε τα βομβαρδιστικά
για να βρει που παρουσίαζαν, συχνότερα, τις περισσότερες ζημιές. Μετά από
ενδελεχή έρευνα ανακάλυψε ότι οι περισσότερες ζημιές ήταν στα φτερά και στην
άτρακτο, ενώ οι κινητήρες και το πιλοτήριο φαίνονταν να προσβάλλονται πολύ
λιγότερο. Αρχικά, το υπουργείο πολέμου υπέθεσε ότι η θωράκιση θα έπρεπε να
προστατέψει τα φτερά και την άτρακτο, αλλά ο Wald εξήγησε ότι αυτό θα ήταν λάθος. Η θωράκιση έπρεπε να μπει εκεί που δεν
υπήρχαν ζημιές γιατί τα βομβαρδιστικά που προσβάλλονταν εκεί δεν γυρνούσαν πίσω
για να μελετηθούν. Με τη συμβουλή του Wald οι θωρακισμένες
πλάκες μπήκαν στο πιλοτήριο και στους κινητήρες.
Ο Wald έδειξε ότι το υπουργείο
πολέμου έκανε ένα κοινό λάθος, γνωστό τώρα ως η προκατάληψη της επιβιωσιμότητας.
[2] Εξετάζοντας ένα στρεβλό δείγμα
–σε αυτή την περίπτωση μόνο τα βομβαρδιστικά που επιβίωσαν από το εχθρικό πυρ-
η λογική του υπουργείου πολέμου παρασύρθηκε. Η προκατάληψη της επιβιωσιμότητας
είναι ένα από τα πολλά, βαθιά ριζωμένα και συστηματικά, λάθη που κάνουν οι
άνθρωποι όταν επεξεργάζονται πληροφορίες.
Κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν
υπόψη τους όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και φτάνουν στην καλύτερη απόφαση.
Στην πραγματικότητα τείνουμε να μην κάνουμε αυτό. Παίρνουμε αποφάσεις για
πολλούς λόγους. Από τη μία πλευρά, η σκέψη χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια κι
έτσι συχνά αναζητούμε ευρετικές συντομεύσεις. [3] Από την άλλη, ως κοινωνικά ζώα ακολουθούμε το κοπάδι. [4] Επιπλέον, συστηματικά παρανοούμε
τον κόσμο. Είμαστε βαθιά ριζωμένοι σε αυτό που ήδη έχουμε, ακόμη και όταν
μπορούμε να έχουμε κάτι καλύτερο. [5]
Αυτά τα γνωρίσματα μας βοήθησαν να προσαρμοστούμε και να μείνουμε ζωντανοί και
τα κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας που επιβίωσαν εξαιτίας τους. [6]
Υπάρχουν τουλάχιστον πενήντα, αποδεδειγμένες,
ιδιορρυθμίες που παραμορφώνουν τον τρόπο που παίρνουμε αποφάσεις. [7] Μία από αυτές είναι η προκατάληψη
της επιβεβαίωσης, όπου τείνουμε να υποτιμούμε τις νέες πληροφορίες που δεν
επιβεβαιώνουν αυτά που ήδη πιστεύουμε. Υπάρχει ακόμη η προκατάληψη της
αισιοδοξίας, που μας κάνει να υπερεκτιμούμε τις πιθανότητες να γλιτώσουμε από
κάτι. [8] Μετά, υπάρχει η
προκατάληψη της κανονικότητας, όπου αρνούμαστε να σχεδιάσουμε για μία
καταστροφή που δεν έχει συμβεί. [9] Υπάρχει
και η προκατάληψη της αντίστασης, το φαινόμενο όπου κάνουμε το αντίθετο από
αυτό που κάποιος θέλει να κάνουμε, απλώς και μόνο για να αντισταθούμε σε αυτό
που θεωρούμε περιορισμό της ελευθερίας επιλογής μας. [10] Αυτές οι προκαταλήψεις επηρεάζουν τη ζωή μας με πολλούς
τρόπους, από τον ποιον παντρευόμαστε μέχρι τις οικονομικές μας επιλογές. Αλλά
έχουν και θεμελιώδη επίδραση στην αποτροπή.
Για να καταλάβουμε την επίδραση αυτών των συστηματικών
λαθών στο πως αποτρέπουμε δυσάρεστες συμπεριφορές, ας σκεφτούμε μία από τις
παλιότερες μορφές αποτροπής, την απειλή της φυλάκισης για να αποθαρρυνθεί η
κλοπή. Σε ένα λογικό υπολογισμό μία επαρκής ποινή φυλάκισης θα πρέπει να είναι
αρκετή για να αποτρέψει σχεδόν όλους από την κλοπή, αλλά οι γνωστικές
προκαταλήψεις σημαίνουν ότι τα πράγματα δεν είναι απαραιτήτως έτσι. Η
προκατάληψη της αντίστασης ωθεί επαναστατικές φύσεις στην κλοπή απλά και μόνο γιατί
είναι παράνομο. Η προκατάληψη της κανονικότητας έχει την καταστροφική επίδραση
να καθιστά πολύ μακρινή μία ποινή φυλάκισης, έτσι δεν επιδρά κατάλληλα στο
μυαλό ενός εγκληματία. Οι εγκληματίες οι οποίοι σχεδιάζουν μία έξυπνη κλοπή και
τη γλιτώνουν σταματάνε να σκέφτονται ότι μπορούν να πιαστούν εξαιτίας της
προκατάληψης της επιβεβαίωσης. Κάποιοι μπορεί να γνωρίζουν κλέφτες που έχουν
ξεφύγει, αλλά όχι τους πολλούς άλλους που έχουν πιαστεί, οπότε υποφέρουν από
την προκατάληψη της επιβιωσιμότητας, όταν υπολογίζουν τις πιθανότητες τους να
ξεφύγουν. Και κάποιοι απλά μπορεί να υποφέρουν από την προκατάληψη της
αισιοδοξίας, όταν μαντεύουν τις πιθανότητες τους.
Έτσι, ενώ κάθε μέρα φυλακίζονται άνθρωποι και αυτό θα
έπρεπε να αποτρέπει κάθε λογικό άτομο, στην πραγματικότητα κάθε μέρα υπάρχουν
άνθρωποι που θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους. Κάθε φυλακισμένος είναι
απόδειξη ότι η αποτροπή αποτυγχάνει.
Αυτές οι προκαταλήψεις μας επηρεάζουν όλους –όχι μόνο
τους εγκληματίες- και μας επηρεάζουν πολύ περισσότερο απ΄ όσο συνειδητοποιούμε.
Σχεδόν όλοι μας υποφέρουμε από την προκατάληψη του τυφλού σημείου: την
αποδεδειγμένη τάση να βλέπουμε τις μεροληψίες των άλλων, αλλά όχι τις δικές
μας. [11]
Οι αποδείξεις ότι οι γνωστικές προκαταλήψεις είναι
αληθινές σημαίνουν ότι οι υποθέσεις που στηρίζουν την παραδοσιακή θεωρία της
αποτροπής είναι λάθος. Ακαδημαϊκοί, όπως ο Thomas Schelling, που ηγήθηκε της σκέψης της αμερικανικής πυρηνικής αποτροπής τις δεκαετίες
του 1950 και 1960, και ο οποίος ήταν σύγχρονος του Abraham Wald, απλώς εφάρμοσαν μία συμβατική υπόθεση από τα οικονομικά της εποχής τους:
ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν πώς να συμπεριφέρονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο
για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους. [12]
Οι άνθρωποι μπορεί να κάνουν λάθη, έλεγε η θεωρία, αλλά σύντομα μαθαίνουν πώς
να διορθώσουν την συμπεριφορά τους επειδή επωφελούνται από αυτό.
Μόνο τη δεκαετία του 1970 με το λεγόμενο «τρίτο κύμα» της
θεωρίας της αποτροπής, έγινε η ψυχολογία κατανοητή σε αρκετή λεπτομέρεια ώστε
να αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πως οι άνθρωποι κάνουν συστηματικά λάθη. [13] Η κρεμλινολογία, η μελέτη των
κρίσιμων προσώπων του σοβιετικού συστήματος και πως αυτά συμπεριφέρονταν και
αλληλεπιδρούσαν έγινε σημαντικό μέρος της Δυτικής προσέγγισης στην πυρηνική
αποτροπή. Οι άνθρωποι και όχι τα οπλικά συστήματα έγιναν το επίκεντρο της
Δυτικής άμυνας.
Η επιστήμη των γνωστικών προκαταλήψεων έχει προχωρήσει
σημαντικά από τότε. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι συστηματικά συμπεριφέρονται με
τρόπους που δεν ευνοούν πάντα το συμφέρον τους, σχεδόν σε κάθε πεδίο. [14] Την τελευταία δεκαετία πολλές
κυβερνήσεις συνέστησαν μονάδες που εφαρμόζουν τα πορίσματα της συμπεριφορικής για
να πετύχουν πολιτικούς στόχους, από την αύξηση των συντάξιμων εισφορών μέχρι
την επιβολή των κανόνων οδικής κυκλοφορίας. [15]
Στα στρατιωτικά ζητήματα, αν και το διακύβευμα είναι
συνήθως πολύ υψηλότερο, τα γνωστικά λάθη είναι και πάλι διαδεδομένα. Η ιστορία
είναι γεμάτη με παραδείγματα πολέμων που θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί εάν
ισχυρές γνωστικές προκαταλήψεις δεν επηρέαζαν τους λήπτες αποφάσεων. Σκεφτείτε
την Αργεντινή το 1982, μπορεί να μην είχε εισβάλει στα Φώκλαντ εάν είχε μία
λιγότερο στρεβλή εικόνα της αποφασιστικότητας και των δυνατοτήτων του Ηνωμένου
Βασιλείου να αντιδράσει. Ή τη Γαλλία το 1870, όταν η στρατιωτική ομαδική σκέψη
ώθησε τον Ναπολέοντα Γ΄ σε ένα καταστροφικό πόλεμο με την Πρωσία. Ή την Ευρώπη,
που το καλοκαίρι του 1914 ήταν ένα καζάνι γνωστικών προκαταλήψεων, καθώς η
Αυστροουγγαρία, η Σερβία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία έκριναν
λάθος την αποτρεπτική στάση των αντιπάλων τους, που με τη σειρά τους εξέπεμψαν
παραπλανητικά μηνύματα, οδηγώντας σε μια καταστροφή που εξαπλώθηκε στον κόσμο. [16]
Σύμφωνα με μία μελέτη, η πιο αδύναμη πλευρά αρχίζει τη
σύγκρουση σε περίπου το 33% των περιπτώσεων, δείχνοντας ότι η στρατιωτική
δύναμη αποτυγχάνει να αποτρέψει μία στις τρεις φορές. [17] Ίσως οι επιτιθέμενοι να υπέφεραν από την προκατάληψη της
αυτοσυγκράτησης – την τάση των ανθρώπων να υποτιμούν πόσο εύκολα υποκύπτουν
στον πειρασμό; Ίσως η ομαδική σκέψη μόλυνε τα υψηλότερα επίπεδα της πολιτικής
και στρατιωτικής ηγεσίας; Ίσως τα δύο μέρη δεν συνειδητοποίησαν τα σήματα που
εξέπεμπε ο αντίπαλος τους γιατί η προκατάληψη της επιβεβαίωσης σήμαινε ότι δεν
αναζητούσαν για τέτοια; Για όποιον λόγο, η τύχη και οι γνωστικές προκαταλήψεις
είχαν σχέση.
Αντίθετα με ότι συνέβη με τους συμβατικούς πολέμους, η
αποτροπή ήταν επιτυχής στους πολέμους με πυρηνικά όπλα. Ο πυρηνικός πόλεμος
αποτρέπεται για περισσότερο από εβδομήντα χρόνια, εν μέρει γιατί οι γνωστικές
προκαταλήψεις έχουν, σχεδόν ολοκληρωτικά, βγει έξω από αυτόν. Αυτό υποδεικνύει
ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την πυρηνική αποτροπή προστατεύεται από τις
ανθρώπινες αδυναμίες, όσο αυτό είναι δυνατό, διατηρώντας τον κόσμο μας ασφαλή.
Θα πρέπει όμως να προσέχουμε την επίδραση της προκατάληψης της κανονικότητας·
επειδή δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ατομικά όπλα από το 1945 θα ήταν πλάνη να
συμπεράνουμε ότι έτσι θα είναι πάντα.
Αν και οι γνωστικές προκαταλήψεις μπορούν να καταστήσουν
την αποτροπή δύσκολή, προσφέρουν όμως δυνατότητες, ειδικά στις χαμηλότερης
κλίμακας απειλές.
Σκεφτείτε την επίδραση της ασάφειας. Οι άνθρωποι τείνουν
να αποφύγουν να ενεργήσουν όταν δεν μπορούν εύκολα να εκτιμήσουν τα πιθανά
αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η αβεβαιότητα για τον αριθμό των ναρκών σε ένα
ναρκοπέδιο, θα κρατάει τους ανθρώπους μακριά, ακόμη και αν υποπτεύονται ότι
είναι λίγες. Αυτό δείχνει ότι η αποτροπή
είναι περισσότερο αποτελεσματική όταν παρουσιάζουμε μία γκάμα από ανταποδοτικά
πλήγματα, παρά μία σταθερή απάντηση.
Ή σκεφτείτε την προκατάληψη της αγκύρωσης. Η πρώτη
πληροφορία που οι άνθρωποι μαθαίνουν για κάτι συχνά έχει δυσανάλογα ισχυρή
επίδραση για το πώς σκεφτόμαστε γι΄ αυτό. Η αγκύρωση μπορεί να ήταν ένας λόγος
για τις προσπάθειες των Συμμάχων να φυτέψουν από νωρίς στο μυαλό του Χίτλερ την
ιδέα ότι η απόβαση θα γίνονταν στο Καλαί, πράγμα που καθυστέρησε την απάντηση
στις αποβάσεις στη Νορμανδία. [18]
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι η
επιτυχημένη αποτρεπτική στάση είναι αυτή που υιοθετείται νωρίτερα παρά αργότερα.
Ακόμη και όταν οι γνωστικές προκαταλήψεις φυσιολογικά
δυσχεραίνουν την αποτροπή, όπως σε μία κλίκα εγωπαθών σχεδιαστών που
επιβεβαιώνει τις δικές της κακές υποθέσεις, υπάρχουν ακόμη δυνατότητες. Αν αυτή
η κλίκα αντλεί από τις ίδιες πηγές πληροφόρησης, αυτό μας λέει που τα μηνύματα
της αποτροπής θα έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση. Για παράδειγμα, στην εισβολή στο
Ιράκ το 2003 οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την εξάρτηση του
Σαντάμ Χουσεΐν από συγκεκριμένα ΜΜΕ. [19]
Εάν λάβουμε υπόψη τις γνωστικές προκαταλήψεις τότε έχουμε
την ευκαιρία να σκεφτούμε πως η αποτροπή μπορεί να αντιμετωπίσει σύγχρονες
απειλές. Αυτό οδηγεί σε κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις.
Πρώτον, συνθέστε τα μηνύματα της αποτροπής ανάλογα με το
ακροατήριο. Οι γνωστικές προκαταλήψεις επιδρούν στα άτομα με μοναδικό τρόπο –
ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να είμαστε λογικοί,
υπάρχουν πολλοί τρόποι για να είμαστε παράλογοι… και ανθρώπινοι. Οι αξιόπιστες
προειδοποιήσεις δεν είναι γενικές· θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τον
αποδέκτη. Αυτό επίσης σημαίνει ότι θα αποφύγουμε την προκατάληψη της καθρεπτοποιημένης εικόνας, όπου υποθέτουμε ότι ό,τι
αποτρέπει εμάς αποτρέπει και τον αντίπαλο μας.
Δεύτερον, οι προκαταλήψεις παρέχουν ένα ιδιαίτερα
αποτελεσματικό μέσο στην ενσωμάτωση κάποιων μορφών αποτροπής. Μέσω της
προκατάληψης της πλαισίωσης οι άνθρωποι τείνουν να αποκλείουν πλευρές εάν ένα
ζήτημα περιγράφεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο και η προκατάληψη της
κανονικότητας βοηθάει να διατηρηθούν κάποιες αποφάσεις και να μην
αναθεωρούνται. Μαζί αυτές οι δύο προκαταλήψεις βοήθησαν τη Συνθήκη της Γενεύης
να διατηρήσει ισχυρές νόρμες για τη συμπεριφορά στον πόλεμο και είναι ζωτικές
τώρα στην επιβολή των διεθνών συμφωνιών εναντίον της χρήσης χημικών όπλων. Δεν
φτάνει μόνο να λέγεται ότι αυτά τα όπλα είναι παράνομα, αλλά και να
καταδεικνύεται με πειθώ ότι η χρήση τους δεν θα γίνει ανεκτή. Καθώς οι νόρμες
επεκτείνονται στον ανταγωνισμό στο διάστημα και στον κυβερνοχώρο η επίδραση των
γνωστικών προκαταλήψεων μπορεί να βοηθήσει στην εγκαθίδρυση της αποτροπής.
Τρίτον, η αξιοποίηση των προκαταλήψεων σημαίνει ότι η αποτροπή πρέπει να παραμείνει ανάλογη,
αλλά δεν μπορεί να είναι οριακή. Οι ανάλογες απαντήσεις δεν είναι μόνο
δίκαιες, αλλά και πρακτικές, αφού είναι περισσότερο πιθανό να τύχουν λαϊκής
υποστήριξης σε μία δημοκρατία, πράγμα το οποίο τις κάνει πιο αξιόπιστες. Καμιά
δημοκρατία δεν θα επέτρεπε μία πυρηνική απάντηση σε μία περιορισμένη
κυβερνοεπίθεση, έτσι μία τέτοια απειλή δεν θα ήταν αξιόπιστη και δεν θα
λειτουργούσε αποτρεπτικά. Αλλά, η απειλή δεν θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά
ισορροπημένη προς όφελος αυτού που επιδιώκει να αποτρέψει και να δημιουργεί
χώρο για λάθος. Η αποτροπή πρέπει να
είναι επαρκώς στιβαρή ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο ευσεβών πόθων σε ένα
τυχοδιώκτη αντίπαλο.
Τέταρτον, η αρχή της αμοιβαιότητας υποδεικνύει ότι και ο
αντίπαλος θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τις γνωστικές προκαταλήψεις για να
υπονομεύσει τις δικές μας στρατηγικές αποτροπής. Μπορεί να μας ενθαρρύνει να
παρανοήσουμε τις ενέργειες του ή να αμφισβητήσουμε τις δικές μας αντιδράσεις.
Μπορεί να προσπαθήσει να δείξει σύγχυση μέσω παραπληροφόρησης που υποδεικνύει
ότι κάποιες ενέργειες είναι πέραν αποτροπής. Ή μπορεί να επιδιώξει να
εκμεταλλευτεί την προκατάληψη της αισιοδοξίας μας, παίζοντας με τις ελπίδες μας
ότι μια μόνιμη παραβίαση είναι προσωρινή. Οι πρόσφατες ενημερωτικές εκστρατείες
της Ρωσίας για την Κριμαία επιδίωκαν ακριβώς αυτό. [20] Η Δύση θα πρέπει να ανησυχεί για το πώς οι γνωστικές
προκαταλήψεις επιτρέπουν μια τέτοια κατεργαριά.
Τέλος, η επίγνωση των γνωστικών προκαταλήψεων ενισχύει
την ανάγκη οι απειλές να υλοποιούνται
όταν η αποτροπή αποτυγχάνει. Η θεωρητική εργασία του Schelling εξηγεί γιατί ο αντίπαλος πρέπει να ξέρει ότι είμαστε
σοβαροί, εάν επιθυμούμε η μελλοντική μας αποτροπή να είναι αξιόπιστη. [21] Η πρόσφατη κατανόηση των γνωστικών
προκαταλήψεων υποδεικνύει ότι το ζήτημα είναι ακόμη πιο σοβαρό απ΄ όσο νόμιζε ο
Schelling. Η αξιοπιστία είναι συνδυασμός της προκατάληψης της αγκύρωσης και της
προκατάληψης της κανονικότητας· οι
αντίπαλοι, όταν κάνουν τους υπολογισμούς τους, πρέπει να καθοδηγηθούν να
υποθέτουν ότι πάντα θα υλοποιούμε τις απειλές μας. Με λίγα λόγια δεν πρέπει αν
μπλοφάρουμε ποτέ.
Σημειώσεις
[1] Η ολοκληρωμένη εξιστόρηση της εργασίας του Wald περιέχεται σε ένα άρθρο του 1984 στο Journal of the American Statistical Association. Μια απλή έρευνα στο διαδίκτυο θα αποφέρει πολλές περιγραφές του τρόπου
που χρησιμοποίησε τα μαθηματικά για να συμβάλλει στη νικηφόρα κατάληξη του
πολέμου.
[2] Η προκατάληψη της επιβιωσιμότητας είναι η πλάνη να
εξάγεται συμπέρασμα βασισμένο σε δείγμα που διαστρεβλώνεται από κριτήρια
σχετικά με το συμπέρασμα· τα παραδείγματα στο δείγμα έχουν ήδη «επιβιώσει»
κάποιας δοκιμασίας, οπότε δεν θα πρέπει να θεωρούνται αντιπροσωπευτικά.
[3] Δείτε
Daniel Kahneman (2011). Thinking, Fast and Slow. Δείτε ακόμη World Bank’s 2014 World Development Report, που εξηγεί ξεκάθαρα αυτή και άλλες γνωστικές προκαταλήψεις.
[4] W.D. Hamilton (1971). «Geometry of the Selfish Herd», Journal of Theoritical Biology.
[5] Δείτε
Daniel Kahneman (2011). Thinking, Fast and Slow. Δείτε ακόμη World Bank’s 2014 World Development Report, που εξηγεί ξεκάθαρα αυτή και άλλες γνωστικές προκαταλήψεις.
[6] Περισσότερα για τον τρόπο που οι γνωστικές προκαταλήψεις
μπορεί να έχουν εξελιχθεί μέσω της φυσικής επιλογής, δείτε Martie G. Haselton, Daniel Nettle και Paul W. Andrews (2005). «The Evolution of Cognitive Bias» στο D.M. Buss (επιμ.),
The Handbook of Evolutionary Psychology.
[7] Ο ακριβής αριθμός των γνωστικών προκαταλήψεων που
υπάρχουν αμφισβητείται, αφού κάποιες αναφέρονται ως υποσύνολο άλλων
προκαταλήψεων – το φαινόμενο της μάζας, για παράδειγμα, είναι ένα παράδειγμα
ομαδικής σκέψης, αρά δεν δικαιούται να θεωρηθεί ξεχωριστή προκατάληψη από μόνο
του. Περισσότερες από 50 είναι μία λογική εκτίμηση, αλλά μπορεί να είναι μέχρι
108. Για
μία
λίστα 58 γνωστικών προκαταλήψεων
δείτε «58 Cognitive Biases which Screw Up Everything we Do» από
το
Business Insider UK.
[8] «58 Cognitive
Biases which Screw Up Everything we Do» από το Business Insider UK, εξηγεί την υπεραισιοδοξία
και
πως
προκαταλαμβάνει τις αποφάσεις
μας.
[9] Για μία ενδιαφέρουσα εξέταση της επίδρασης της
προκατάληψης της κανονικότητας δείτε «An Insight into the Concept of Normalcy Bias», στο PsycholoGenie. Σημειώστε ότι το φαινόμενο αυτό μερικές φορές περιγράφεται ως
«στρουθοκαμηλισμός», όπου, μεταφορικά αναφέρεται στους ανθρώπους που χώνουν το
κεφάλι τους στην άμμο.
[10] «Don’t Tread on Me! Psychological Reactance as Omnipresent» στο Psychology Magazine προσφέρει μία εκτενή εξήγηση της ψυχολογικής αντίστασης.
[11] Δείτε
Emily Pronin, David Lin και Lee
Ross (2002). «The Bias Blind Spot: Perception of Bias in Self versus Others» στο Personality and Social Psychology Bulletin.
[12] Στους Financial Times υπάρχει μία
νεκρολογία για τον Thomas Schelling στο «Thomas Schelling, economist, 1921-2016», που εξηγεί κάποιες από τις καινοτομίες του στην αποτροπή. Μία
άλλη αξιόλογη νεκρολογία του υπάρχει στη Washington Post στο «Thomas Schelling, has died. His Ideas Shaped the Cold War».
[13] Ο όρος «Τρίτο Κύμα» στη θεωρία της αποτροπής αποδίδεται
στον Robert Jervis, του οποίου το άρθρο «Deterrence Theory Revisited», το 1979, στο Journal of World Politics, αποτελεί σημείο αναφοράς στην κατηγοριοποίηση των διαφορετικών
προσεγγίσεων στο θέμα.
[14] Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει αφιερώσει σημαντικούς πόρους
στις γνωστικές προκαταλήψεις αυτή τη δεκαετία, αποφαινόμενη ότι αυτές οι
προκαταλήψεις είναι σημαντικός λόγος της φτώχειας και των συγκρούσεων και ότι
εάν μετριασθούν οι επιδράσεις τους μπορεί να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη. Το
σκεπτικό της φαίνεται καθαρά και σε κατανοητή γλώσσα στο World Bank’s 2014 World Development Report.
[15] Μία τέτοια μονάδα (Nudge Unit) επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τις γνωστικές προκαταλήψεις για να πετύχει
πολιτικούς στόχους χωρίς να παραβιάζει τις προσωπικές επιλογές ανοιχτά, συχνά
δημιουργώντας το πλαίσιο για να κατευθυνθούν οι άνθρωποι υπέρ της επιλογής που έχει κάνει η κυβέρνηση
ή καθιστώντας αυτή την επιλογή τη φυσιολογική επιλογή των πολιτών.
[16] Έχει υπάρξει εκτενέστατη συζήτηση και ανάλυση για τα
αίτια του Α΄ Π.Π. και δεν έχει επικεντρωθεί όλη στον κακό υπολογισμό ή στην
προβληματική αποτροπή. Δείτε Stephen Van Evera (1984) «The Cult of the Offensive and the Origins of the First World War» για περισσότερες λεπτομέρειες στα συλλογικά συστηματικά λάθη στην αντίληψη
του πολέμου που υπήρχε και βοήθησε να προκληθεί η κρίση του 1914.
[17] Φυσικά μπορεί να επηρεάζουν και άλλες παράμετροι, που
σημαίνει ότι η στατιστική τους ενός τρίτου πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή
και το τι συνιστά ένα πιο αδύναμο κράτος είναι συζητήσιμο. Αλλά θεωρώντας,
λογικά, ότι αυτός που ηττήθηκε ήταν πιο αδύναμος έχει φανεί ότι στο ένα τρίτο
των πολέμων από το 1945 άρχισαν από την πλευρά που έχασε, ενώ το ποσοστό αυτό
ήταν ακόμη υψηλότερο πριν. Τα στοιχεία και η ανάλυση έγιναν από τους Dan Lindley και Ryan Schildkraut στο «Is War Rational?» από το Πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ.
[18] Το λάθος του Χίτλερ να προστατεύει το Καλαί, ενώ οι
Σύμμαχοι προχωρούσαν στη Νορμανδία, εξιστορείται στις περισσότερες ιστορίες του
Β΄ Π.Π. Μία επισκόπηση των λαθών των Ναζί που συνέβαλαν στην επιτυχία της D-Day στο The National Interest.
[19] Για μία συναρπαστική ανάλυση του πως το Ιράκ του Σαντάμ
Χουσεΐν απέτρεπε το Ιράν και αποτρέπονταν το ίδιο μόνο εν μέρει από τις ΗΠΑ
δείτε Amatzia Baram (2012), «Deterrence Lessons from Iraq» στο Foreign Affairs.
[20] Michael
Kofman, et al. (2017). «Lessons from Russia’s Operations in Crimea and Eastern Ukraine» στο RAND, παρέχει λεπτομέρειες για τις ρωσικές πληροφοριακές επιχειρήσεις που συνδέονταν
με την προσάρτηση της Κριμαίας.
[21] Thomas
Schelling (1960), The Strategy of Conflict, Harvard University Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου