Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία είναι
η καλύτερη δυνατή από τις υπάρχουσες επιλογές. –Του Edward Chang στο War is Boring.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε στις 19 Δεκεμβρίου
2018 ότι οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις θα αποσυρθούν από τη Συρία. Η
απόφαση αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο, δικαιολογούνταν από την ήττα του Ισλαμικού
Κράτους (ΙΚ), το οποίο έχει απομείνει με περίπου δύο χιλιάδες μαχητές και
κατέχει μία μικρή έκταση γης.
«Τα αγόρια μας, οι νέες μας, οι άντρες μας, όλοι γυρίζουν
πίσω και γυρίζουν πίσω τώρα», είπε ο Τραμπ αργότερα εκείνο το απόγευμα.
«Νικήσαμε με τον τρόπο που θέλαμε».
Η ανακοίνωση αιφνιδίασε τους περισσότερους, αλλά δέχτηκε
κριτική και από τα δύο κόμματα, από τα ΜΜΕ, από τους ανθρώπους των πληροφοριών
και της εξωτερικής πολιτικής. Προφανώς συνέβαλλε στην αιφνιδιαστική παραίτηση
του υπουργού άμυνας James Mattis δύο μέρες μετά την ανακοίνωση.
Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές περίπου δύο χιλιάδες
Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονται στη Συρία, αν και μία πηγή από τον στρατό έχει
διαρρεύσει ότι το πραγματικό νούμερο είναι πιο κοντά στις τέσσερις χιλιάδες.
Από τις 22/9/2014 αυτές οι δυνάμεις βοηθούν το SDF στη μάχη εναντίον του ΙΚ.
Η κύρια συνεισφορά των αμερικανικών δυνάμεων, μεγάλο
ποσοστό των οποίων είναι ειδικές δυνάμεις, είναι η συλλογή πληροφοριών και η
κατεύθυνση αεροπορικών επιθέσεων και πυρών πυροβολικού σε στόχους του ΙΚ. Η
αποστολή αυτή, σε μεγάλο βαθμό, υπήρξε επιτυχής.
Καθώς, όμως, οι απώλειες του ΙΚ αυξάνονταν οι πολιτικοί
επιδίωξαν να μετατρέψουν την αποστολή σε ανάσχεση της ιρανικής επιρροής στην
περιοχή. Αυτή η αποστολή είχε την εύνοια του κατεστημένου της άμυνας και της
εξωτερικής πολιτικής, παρά το γεγονός ότι θα απαιτούσε την ανοιχτή, πλέον,
εμπλοκή των αμερικανικών δυνάμεων στη Συρία, θα διέτρεχε το ρίσκο της
σύγκρουσης με τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από τη συμμαχία Συρία – Ιράν
–Ρωσία και, όπως έχει παραδεχθεί ένας από τους υποστηρικτές της παραπάνω
στρατηγικής, θα ήταν παράνομη.
Οι επικριτές της απόφασης Τραμπ πιστεύουν ότι η αποχώρηση
θα βρει τον πρόεδρο Άσαντ να έχει υπό τον έλεγχο του τη χώρα και τη Ρωσία και
το Ιράν να έχουν πετύχει μία μεγάλη στρατηγική νίκη.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από την
ανάμιξη της Τουρκίας. Η Άγκυρα θεωρεί τους Κούρδους, που συνιστούν το
μεγαλύτερο μέρος του SDF, απειλή για την εθνική
της ασφάλεια, δεδομένης της σχέσης τους με το ΡΚΚ.
Πρόσφατα, οι ΗΠΑ εργάστηκαν πυρετωδώς για να συγκρατήσουν
την Τουρκία από το να επιτεθεί στους Κούρδους· η υπομονή της Άγκυρας, όμως,
φαίνεται να εξαντλείται. Μερικοί αναλυτές πιστεύουν ότι ο κίνδυνος μιας
αμερικανοτουρκικής σύγκρουσης ήταν ένας σημαντικός παράγοντας πίσω από την απόφαση
για αποχώρηση.
Τα δύο χιλιάδες αμερικανικά στρατεύματα μπορούν να
χαρακτηριστούν ως «οδοφράγματα» που προσπαθούν ταυτόχρονα να εμποδίσουν τον
Άσαντ από να ελέγξει πλήρως τη χώρα, το Ιράν και τη Ρωσία από το να έχουν
μεγαλύτερη επιρροή και την Τουρκία από το να επιτεθεί στους Κούρδους. Τα στρατεύματα αυτά μειονεκτούν αριθμητικά και σε ισχύ πυρός και η πιθανότητα να συγκρουστούν με
τους παραστρατιωτικούς της συμμαχίας Συρία – Ιράν – Ρωσία, εάν όχι με τις ίδιες αυτές τις χώρες, αυξάνεται καθημερινά.
Επιπλέον, ο Άσαντ ελέγχει τα δύο τρίτα της χώρας και η συμμαχία
Συρία – Ιράν – Ρωσία έχει την πρωτοβουλία. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε,
εκτός και αν οι ΗΠΑ κλιμάκωναν την παρουσία τους, ότι ο Άσαντ θα σταματήσει να
επιδιώκει τον έλεγχο του υπόλοιπου ενός τρίτου ή ότι το Ιράν και η Ρωσία θα
έφευγαν από τη χώρα.
Μία σύγκρουση ΗΠΑ και Τουρκίας θα είχε ως αποτέλεσμα μία
μείζονα διεθνή κρίση, ειδικά επειδή οι αεροπορικές βάσεις στην Τουρκία είναι
κρίσιμες για την ευρύτερη Μεσανατολική πολιτική.
Οι επικριτές της απόφασης Τραμπ προβάλουν το γεγονός ότι
το ΙΚ δεν έχει πλήρως ηττηθεί και θα μπορούσε να αναγεννηθεί μόλις θα του
δίνονταν η ευκαιρία. Αυτό μπορεί να είναι σωστό και στηρίζεται στο γεγονός ότι
η πτώση του ΙΚ δεν έχει αποτρέψει τη διενέργεια τρομοκρατικών πράξεων στην περιοχή.
Το μακελειό στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Στρασβούργου,
στις 11/12/2018, απέδειξε ότι η βιωσιμότητα του ΙΚ είναι ανεξάρτητη από
τη διαιώνιση των επιθέσεων αλλού, στο όνομα του. Στο Ιράκ το ΙΚ έχει περάσει
στην αφάνεια και έχει πάρει τον δρόμο του αντάρτικου.
Αυτό που έκανε η αμερικανική δύναμη ήταν ότι κατέστρεψε
το ΙΚ ως μία τύπου Χεζμπολλά οντότητα, που μπορούσε να κατακτά και να διατηρεί
έδαφος. Η απειλή που παρουσίαζε το ΙΚ ήταν περισσότερο συμβατικού τύπου. Ο
δρόμος του αντάρτικου και της τρομοκρατίας, που μπορεί να ακολουθήσει,
παρουσιάζει άλλης φύσεως απειλή, που η αντιμετώπιση της δεν απαιτεί μόνο βία.
Αφότου το ΙΚ νικήθηκε στην παρούσα του μορφή έμειναν πολύ
λίγα για τις ΗΠΑ να κάνουν στη Συρία. «Αυτές οι νίκες επί του ΙΚ στη Συρία
δεν σημαίνουν το τέλος της Συμμαχίας ή της εκστρατείας της», είπε η εκπρόσωπος
τύπου του Λευκού Οίκου Sarah Sanders. «Έχουμε αρχίσει να επιστρέφουμε τα στρατεύματα μας, καθώς μεταβαίνουμε
στην επόμενη φάση αυτής της εκστρατείας».
Η αποχώρηση των χερσαίων στρατευμάτων σημαίνει, επίσης,
και το τέλος του αεροπορικού πολέμου. Οι αεροπορικές προσβολές με πυρομαχικά υψηλής
ακριβείας, όπως αυτές που επιδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Inherent Resolve» (OIR), απαιτούν ακριβή, σε πραγματικό χρόνο εικόνα του στόχου, κάτι το οποίο
μόνο οι χερσαίες δυνάμεις μπορούν να παράξουν. Δεν είναι πιθανό ότι οι Κούρδοι
ή άλλοι στο SDF έχουν κατακτήσει την ικανότητα να καλούν αεροπορικές
επιθέσεις από μόνοι τους.
Υπάρχει και το ερώτημα του τι θα συμβεί εάν ένα
αμερικανικό ή Συμμαχικό αεροσκάφος καταρριφθεί πάνω από τη Συρία, εάν η
αεροπορική εκστρατεία συνεχιστεί. Μέχρι τώρα η OIR δεν αντιμετώπισε σημαντική αεροπορική απειλή, αν και αυτό
μπορεί να αλλάξει μετά την αμερικανική αποχώρηση.
Με την απουσία φίλιων δυνάμεων στο έδαφος η έρευνα &
διάσωση θα πρέπει να έρθει από βάσεις σε γειτονικές χώρες: Ιράκ, Ιορδανία,
Τουρκία. Μια τέτοια αποστολή έρευνας & διάσωσης θα πρέπει να διέλθει
εχθρικό εναέριο χώρο και θα απαιτούσε υποστήριξη από μαχητικά αεροσκάφη που θα
κατέστειλαν εχθρικές αεράμυνες ή θα επιτίθονταν σε χερσαίες ομάδες που θα
επιδίωκαν να συλλάβουν το καταρριφθέν πλήρωμα.
Το ρίσκο για τους πιλότους που θα πετούν πάνω από τη
Συρία μετά από την αποχώρηση και οι δυσκολίες στην περίπτωση ανάγκης διάσωσης,
συνιστούν την πρώτη βαθμίδα μιας νέας κλίμακας εμπλοκής, που μοιραία θα ληφθεί
σοβαρά υπόψη σε κάθε απόφαση για το μέλλον της αεροπορικής εκστρατείας.
Είναι, όμως, εντελώς πιθανό ότι η υπό αμερικανική ηγεσία
Συμμαχία θα συνεχίσει τις επιχειρήσεις της στη Συρία με τη χρήση drone και πυρών πυροβολικού από το δυτικό Ιράκ. Αλλά και τα drone είναι ευάλωτα σε κατάρριψη και οι επιθέσεις πυροβολικού
παρουσιάζουν τον κίνδυνο της κλιμάκωσης, εάν οι κυβερνητικές συριακές δυνάμεις
καταλάβουν το υπόλοιπο της χώρας στα ανατολικά.
Οι αμερικανικές πυροβολαρχίες μπορεί να γίνουν στόχοι εάν
η Δαμασκός, με τη συναίνεση της Μόσχας και της Τεχεράνης, τις θεωρήσουν ως
απειλή.
Αν και η Συρία εδώ και καιρό έχει υπάρξει η εστία της
αμερικανικής επιχείρησης OIR, δεν ήταν πάντα έτσι. Ο
πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον του ΙΚ άρχισε στις 15/6/2014, όταν ο πρόεδρος Μπαράκ
Ομπάμα διέταξε την επιστροφή των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, μετά από
αίτηση της Βαγδάτης.
Μετά τη συλλογή πληροφοριών και την εκτίμηση της απειλής
κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ο Ομπάμα αποφάσισε ότι η στρατιωτική επέμβαση
ήταν αναγκαία. Οι αεροπορικές επιθέσεις ξεκίνησαν στις 8/8/2014. Μέχρι το τέλος
του 2017 οι ιρακινές δυνάμεις με αμερικανική και Συμμαχική βοήθεια νίκησαν
το ΙΚ και ανακατέλαβαν όλο το έδαφος που η Βαγδάτη είχε χάσει.
Η απόφαση του Ομπάμα να παρέμβει ήρθε τρία χρόνια μετά
την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ τον Δεκέμβριο του 2011.
Εκείνη η αποχώρηση είχε ειδωθεί από πολλούς, συμπεριλαμβανομένου και του Τραμπ,
ως πρόωρη και ως παράγοντας που επέτρεψε την άνοδο του ΙΚ.
Οι αμερικανικές δυνάμεις επέστρεψαν στο Ιράκ κατόπιν
επιθυμίας της Βαγδάτης, ενώ, αντιθέτως, η κυβέρνηση Ομπάμα πότε δεν
διαβουλεύτηκε με τη Δαμασκό, κι έτσι ποτέ δεν έλαβε την άδεια να διεξάγει
στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία. Βέβαια, η επίθεση εναντίον του ΙΚ στη
Συρία ήταν στρατιωτικά αναγκαία, καθώς αυτό συνέχισε να υπάρχει εκεί και όχι
στο Ιράκ.
Πολιτικά και στρατηγικά, όμως, ήταν ρίσκο, αν και
υπολογισμένο, καθώς οι ΗΠΑ εισέρχονταν σε έναν εμφύλιο σε εξέλιξη. Ευτυχώς,
εκείνη την εποχή, το καθεστώς Άσαντ παρέπαιε και οι Ρώσοι είχαν ακόμη μήνες
μπροστά τους πριν επέμβουν.
Από τότε η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά. Ο Άσαντ τώρα
ελέγχει τα δύο τρίτα της χώρας και η Ρωσία και το Ιράν έχουν ενισχύσει την
παρουσία τους στη Συρία, με τη Ρωσία να δηλώνει ότι η παρουσία της θα είναι
μόνιμη. Οποιοσδήποτε Αμερικανός πρόεδρος που θα σκέφτονταν μία επιστροφή στη
Συρία θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη του τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία όμως
δεν υπήρχαν το 2014.
Μία αμερικανική αποχώρηση από τη Συρία θα έχει μικρή ή
και καθόλου επίδραση στις επιχειρήσεις στο Ιράκ. Καθώς οι αμερικανικές δυνάμεις
βρίσκονται εκεί κατόπιν αιτήματος της ιρακινής κυβέρνησης, η υπό αμερικανική
ηγεσία Συμμαχία θα συνεχίσει να βοηθά στη σταθερότητα της. Αντίθετα από τη
Συρία, η Αμερική «διέλυσε» το Ιράκ και είναι υπόλογη για τις συνέπειες της
εισβολής της. Επίσης, έχει νόημα η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ,
εφόσον η κυβέρνηση Τραμπ συνεχίσει την πολιτική της ανάσχεσης του Ιράν.
Με κάποια στοιχεία να δείχνουν ότι η επιρροή της
Τεχεράνης στο αραβικό γειτονικό της κράτος φθίνει, η συνέχιση της υποστήριξης
της ιρακινής κυβέρνησης μπορεί να είναι καλύτερη επιλογή από μία χωρίς
αποφασιστικότητα στρατηγική στη Συρία, την οποία το Ιράν φαίνεται να κρατάει
από τον λαιμό.
Καμία στρατηγική δεν είναι χωρίς ρίσκο, αλλά, εκτός και
εάν οι ΗΠΑ κλιμακώσουν την παρουσία τους, ο κίνδυνος από την παραμονή στη Συρία
είναι μεγαλύτερος από τα οφέλη. Η κατάσταση θυμίζει μονομαχία στο Ελ Πάσο, μόνο
που τα περισσότερα όπλα είναι στραμμένα προς τις ΗΠΑ, από ΄τι σε οποιονδήποτε
άλλον.
Σχετικές αναρτήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου