Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ο Ακήρυχτος Πόλεμος των ΗΠΑ στον Άσαντ και οι Ανεπιθύμητες Επιπτώσεις του

Ο Ακήρυχτος Πόλεμος των ΗΠΑ στον Άσαντ και οι Ανεπιθύμητες Επιπτώσεις του


Η αμερικανική παρέμβαση κλιμάκωσε τη σύγκρουση στη Συρία και προκάλεσε τη ρωσική επέμβαση. -Του Aaron Stein στο War on the Rocks


Νωρίς το πρωί της 21ης Αυγούστου 2013 οι δυνάμεις του συριακού καθεστώτος έβαλλαν με ρουκέτες εναντίον του προαστίου της Δαμασκού Ghouta, που κατέχονταν από την αντιπολίτευση, και έθεσαν έτσι σε κίνηση μία σειρά γεγονότων, που πλέον μπορούμε να τα κρίνουμε με την εκ των υστέρων γνώση. Οι ρουκέτες έφεραν κεφαλή με το αέριο νεύρων Σαρίν, που είναι όπλο μαζικής καταστροφής. Η επίθεση σκότωσε περίπου 1.400 άτομα και παραβίασε τη δηλωθείσα κόκκινη γραμμή του Προέδρου Ομπάμα για τη χρήση χημικών όπλων στον συριακό εμφύλιο, Ο Ομπάμα και οι Βρετανοί και Γάλλοι σύμμαχοι του δεσμεύτηκαν από κοινού να τιμωρήσουν τον Πρόεδρο Άσαντ, αλλά τελικώς η δέσμευση τους δεν μπόρεσε να πάρει κάποια απτή μορφή, αφού η βουλή τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις ΗΠΑ δεν τη στήριξε.

Η αποτυχία των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική δύναμη σε απάντηση της χρήσης χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ παρουσιάζεται συχνά ως σημείο καμπής στον συριακό εμφύλιο. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα απλοϊκό, αλλά αβάσιμο, επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο εάν οι ΗΠΑ είχαν παρέμβει δυναμικότερα η πορεία αυτού του πολέμου θα ήταν διαφορετική.

Το 2014 η αμερικανική απροθυμία να χτυπήσει στόχους στη Συρία συσχετίζονταν με την απόφαση της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία. Ο Marc Thiessen στην εφημερίδα «The Washington Post» υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ «πρόβαλαν αδυναμία». Είχε γράψει: «Όταν οι αντίπαλοι σου πιστεύουν ότι είσαι αδύναμος, παροτρύνονται να ενεργήσουν. Ο Πούτιν πιστεύει ότι δεν θα υπάρξει πραγματικό κόστος για την επέμβαση του στην Ουκρανία, γιατί δεν υπήρξε και στη Συρία». Νωρίτερα, εκείνη τη χρονιά ο Simon Tisdall στην εφημερίδα «The Guardian» έγραψε: «Η απόφαση του Ομπάμα να αψηφήσει τη δικιά του κόκκινη γραμμή ερμηνεύτηκε από τη Μόσχα, την Τεχεράνη, τη Δαμασκό και άλλες αραβικές πρωτεύουσες ως επιβεβαίωση μιας θεμελιώδους μετατόπισης – απόδειξη πως η ταπεινωμένη μετά το Ιράκ Αμερική αποσύρονταν από τον ρόλο της του παγκόσμιου χωροφύλακα».

Όμως, ο μύθος περί «αποτυχίας» της Αμερικής να ενεργήσει παραβλέπει το κρίσιμο γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν ήδη παρέμβει στη Συρία, όπως είχαν κάνει και η Ρωσία, και το Ιράν και η Τουρκία. Αυτός ο μύθος, επίσης, παρερμηνεύει και τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της αμερικανικής παρέμβασης. Αντίθετα προς την επικρατούσα άποψη περί αμερικανικής απάθειας, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να απομακρύνουν τον Άσαντ από την εξουσία μέσω κεκαλυμμένης υποστήριξης της συριακής ανταρσίας. Και ήταν αυτή η παρέμβαση που προκάλεσε τη Ρωσία να εισέλθει για να υποστηρίξει το καθεστώς Άσαντ, που βρίσκονταν σε δεινή θέση. Η αμερικανική πολιτική στη Συρία τελικά αποδείχτηκε μπούμερανγκ, όχι επειδή ο Ομπάμα ήταν αδύναμος, αλλά επειδή η αμερικανική επέμβαση προκάλεσε ανεπιθύμητα αποτελέσματα και ειδικότερα την απόφαση της Ρωσίας να παρέμβει για να υποστηρίξει έναν σύμμαχο στο χείλος της καταστροφής.

Η αμερικανική επέμβαση στη Συρία: Δύο εκστρατείες με δύο διαφορετικούς στόχους

Η αμερικανική απόφαση να εξοπλίσει, κεκαλυμμένα, στοιχεία της συριακής αντιπολίτευσης είναι μέρος μιας μακράς ιστορίας εμπλοκής σε συγκρούσεις στο εξωτερικό, μέσω της χρησιμοποίησης ανορθοδόξου πολέμου. Το 2012 η CIA με ιορδανική, σαουδική, καταριανή και τουρκική υποστήριξη ΔΜ άρχισε να στέλνει αεροπορικώς όπλα στην Τουρκία για να διοχετευτούν σε οργανώσεις της αντιπολίτευσης στη Συρία. Η μάχη εναντίον του Άσαντ λοιπόν ήταν πάντα δουλειά της CIA. H CIA επιδίωξε να ενισχύσει παραστρατιωτικές οργανώσεις που το υπουργείο άμυνας προσδιόριζε ως: «ομάδες διακριτές από τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις οποιασδήποτε χώρας, αλλά που τις ομοιάζουν σε οργάνωση, εξοπλισμό, εκπαίδευση ή αποστολή.». Αρχίζοντας από το 2012 η CIA επέβλεπε τον κεκαλυμμένο εξοπλισμό διάφορων ανταρτικών ομάδων, ελπίζοντας να ασκήσει αρκετή πίεση στον Άσαντ για να τον οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις, με απώτερο σκοπό να τον εξαναγκάσει, στρατιωτικά, να απομακρυνθεί από την εξουσία. Το πρόγραμμα εξοπλισμού των ανταρτών, που ονομάστηκε «Timber Sycamore», επεκτάθηκε το 2013 και το 2014 και επιλεγμένες ομάδες παρέλαβαν τα Α-Τ Κ/Β BGM-71 TOW. Ο σκοπός ήταν αφενός να αυξηθεί η αμερικανική επιρροή μέσα στην αντιπολίτευση και αφετέρου να εξαναγκαστεί το καθεστώς Άσαντ να συνθηκολογήσει.

Με την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), όμως οι ΗΠΑ επέκτειναν τις φανερές τους στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και στη Συρία, αρχίζοντας με αεροπορικές επιθέσεις και την εκπαίδευση τοπικών δυνάμεων που θα ηγούνταν της χερσαίας εκστρατείας εναντίον του. Δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων ακολούθησαν στον ρόλο συμβούλου στις ιρακινές δυνάμεις και σε δυνάμεις που έδειχναν τη δυνατότητα να αντισταθούν στο ΙΚ στη Συρία.

Αυτή η πολιτική έθεσε προκλήσεις στον «ανορθόδοξο πόλεμο» εναντίον του καθεστώτος. Ο ισχύον ορισμός του ανορθοδόξου πολέμου είναι: «δραστηριότητες διεξαγόμενες για την ενίσχυση ενός κινήματος αντίστασης ή ανταρσίας, ώστε αυτό να εξαναγκάσει, να διαταράξει ή να ανατρέψει μία κυβέρνηση ή μία δύναμη κατοχής, ενεργώντας διαμέσου ή μαζί με μία υπόγεια, βοηθητική και ανταρτική δύναμη σε απαγορευμένη περιοχή.». Οι αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις εν μέρει ταίριαζαν με αυτό τον ορισμό, αλλά, το πιο σημαντικό ήταν ότι εκείνη τη στιγμή οι τοπικές αντικαθεστωτικές δυνάμεις, που ήταν ένας μη-κρατικός δρών, μάχονταν για να νικήσουν έναν άλλο μη-κρατικό δρώντα (το ΙΚ), αφήνοντας προς το παρόν την ανατροπή του καθεστώτος στη Δαμασκό.

Εκείνη η απόφαση, επίσης, σήμαινε ότι ο αμερικανικός στρατός έπρεπε να εξεύρει και να συνεργαστεί με εκείνες τις ομάδες που θα δεσμεύονταν να πολεμήσουν το ΙΚ και όχι απαραίτητα εκείνες που θα πολεμούσαν για την ανατροπή του Άσαντ. Με άλλα λόγια, η στρατιωτική αποστολή ήταν από την αρχή σε διάσταση με την ταυτόχρονη παραστρατιωτική προσπάθεια να ανατραπεί το καθεστώς.

Το 2015 το πρόγραμμα εξοπλισμού της CIA, συνδυασμένο με ισχυρή τουρκική υποστήριξη, οδήγησε στην ήττα των καθεστωτικών δυνάμεων στην Idlib. Όμως, αυτή η υπό στενή έννοια στρατιωτική επιτυχία είχε δύο απρόσμενα αποτελέσματα. Πρώτον, η χαλαρή συμμαχία αντικαθεστωτικών που πολέμησε στην Idlib είχε πυρήνες πιστούς στην Αλ Κάιντα, καθώς και εκατοντάδες μαχητές που την έβλεπαν με συμπάθεια. Το πρόγραμμα της CIA δεν κατάφερε να περιθωριοποιήσει αυτά τα τμήματα. Αντίθετα, συγκεκριμένες ομάδες που έλαβαν αμερικανική βοήθεια ενίσχυσαν δρώντες με δεσμούς στην τρομοκρατική οργάνωση, υπονομεύοντας έτσι την αμερικανική έμφαση στο να μη δίνεται καταφύγιο σε τέτοιες ομάδες.

Δεύτερο, αλλά όχι άσχετο με το πρώτο, οι απώλειες του καθεστώτος ώθησαν τη Ρωσία να παρέμβει άμεσα στη σύγκρουση. Με λίγα λόγια, η αντιπολίτευση στην επαρχία της Idlib έγινε τόσο ισχυρή (στα μάτια της Ρωσίας) ώστε πυροδότησε την άμεση εμπλοκή της προς υποστήριξη της συριακής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τους Michael Kofman και Matthew Rojansky:

Ο ακρογωνιαίος λίθος της ρωσικής πολιτικής στη Συρία έγινε η αποτροπή των ΗΠΑ από το να διεξάγουν μία αλά-Λιβύη επέμβαση για την ανατροπή του Άσαντ… Εξίσου σημαντική ήταν και η σταθερή πίστη των ρωσικών ελίτ ότι η πτώση του Άσαντ θα είχε ως αποτέλεσμα το ΙΚ και οι συνεργάτες της Αλ Κάιντα να πάρουν την εξουσία στη χώρα, σπέρνοντας την καταστροφή στην περιοχή και δημιουργώντας τη δυνατότητα μίας λεωφόρου των σουνιτών εξτρεμιστών στην Τουρκία και στον Καύκασο.

Έτσι, η ρωσική επέμβαση δεν δρομολογήθηκε από την αμερικανική αδράνεια, αλλά, αντίθετα, από τις αμερικανικές ενέργειες, οι οποίες οδηγούσαν στην ανατροπή ενός σημαντικού συμμάχου της Μόσχας.


Δευτερογενή αποτελέσματα: Η ρωσική επέμβαση

Ενώ οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να ενισχύσουν δύο διαφορετικές δυνάμεις αντίστασης, χωρίς να έχουν σημαντική παρουσία δικών τους δυνάμεων στο έδαφος, η Ρωσία είχε το πλεονέκτημα ότι συνεργάζονταν με μία εγκαθιδρυμένη κυβέρνηση. Αυτό, από μόνο του, μείωσε τις περιπλοκές και επέτρεψε στη Μόσχα να ακολουθήσει μία ξεκάθαρη πολιτική: την υπεράσπιση του Άσαντ και την ήττα των ανταρτών. Η Μόσχα ακολούθησε μία τυπική στρατηγική παρέμβασης· σε συνεργασία με τον συριακό στρατό οργάνωσε ισχυρές επιθέσεις, υποστηριζόμενες από συντριπτική υπεροχή πυρός, για την ανακατάληψη των χαμένων εδαφών. Ο τελικός σκοπός ήταν να οδηγηθούν οι αντάρτες να διαλέξουν ανάμεσα στη συνθηκολόγηση με το καθεστώς ή στον θάνατο από τους βομβαρδισμούς και την πολιορκία. Με αυτή την προσέγγιση η Ρωσία μεθοδικά κατέστρεψε μεγάλο μέρος των ανταρτών που εξοπλίστηκαν από τις ΗΠΑ, αποστερώντας έτσι από την Αμερική τους συμμάχους της. Μπορεί η Δαμασκός και η Μόσχα να μην είναι ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση, αλλά διατηρούν μία συμβιωτική σχέση. Η Ρωσία δεν μπορεί να νικήσει στη Συρία χωρίς την υποστήριξη της Δαμασκού και το αντίστροφο.

Παρά τα σχετικά πλεονεκτήματα της η ρωσική προσέγγιση δεν υπήρξε ούτε τακτικά ευφυέστατη, ούτε παράδειγμα της ιδιοφυΐας του Πούτιν. Οι ενέργειες της Μόσχας εξαρτήθηκαν από την ύπαρξη σε αφθονία ανεπαρκώς εκπαιδευμένων χερσαίων δυνάμεων, υποστηριζόμενων, όμως, από μία αξιόπιστη αλυσίδα ανεφοδιασμού που κρατούσε τα αεροπλάνα οπλισμένα και στον αέρα. Η Ρωσία έχει πρόσβαση σε συριακά λιμάνια, έχει κατασκευάσει μία αεροπορική βάση και μπορεί να χρησιμοποιεί τον στρατό της συριακής κυβέρνησης και βοηθητικές παραστρατιωτικές δυνάμεις χωρίς φειδώ για τη ζωή τους, για να σφυροκοπήσει μία διαιρεμένη αντιπολίτευση, που όμως παραμένει ικανή να εκτοξεύει επιθέσεις από τα εδάφη που ελέγχει.

Σε ότι αφορά περισσότερο φιλόδοξες προσπάθειες της Μόσχας να επιλύσει τη σύγκρουση μέσω διεθνών διασκέψεων με τουρκική και ιρανική υποστήριξη, είναι ακόμη ασαφές τι θα μπορέσει να πετύχει η Ρωσία πολιτικά, ακόμη και αν η αντιπολίτευση ηττηθεί.

Κοιτάζοντας πίσω και κοιτάζοντας μπροστά: Προβλέψιμες αποτυχίες και η εκμάθηση νέων διδαγμάτων

Το πρόγραμμα εξοπλισμού της CIA σχεδιάστηκε για να ενισχύσει τα στοιχεία εκείνα που θα εξανάγκαζαν τον Άσαντ να αποσυρθεί. Τελικά απέτυχε γιατί πέτυχε· με την αμερικανική βοήθεια η αντιπολίτευση έγινε αρκετά ισχυρή ώστε να πυροδοτήσει την παρέμβαση της Ρωσίας. Σε ότι αφορά την αμερικανική στρατιωτική αποστολή, αφότου οι αμερικανικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στη Συρία, οι πολιτικοί αρνήθηκαν να μετατρέψουν την εκστρατεία ανορθοδόξου πολέμου στο λογικό της τέλος: την ανατροπή του Άσαντ. Οι λόγοι γι΄ αυτό είναι προφανείς: Η κατάρρευση του συριακού καθεστώτος θα τοποθετούσε στους ώμους των ΗΠΑ την ευθύνη για τη μεταπολεμική διακυβέρνηση της Συρίας και θα έδινε, ίσως, τη δυνατότητα σε τζιχαντιστικά στοιχεία μέσα στη συριακή αντιπολίτευση να σχεδιάζουν επιθέσεις στο εξωτερικό από ακυβέρνητες περιοχές. Το αποτέλεσμα ήταν μια ανακολουθία μεταξύ τρόπων και μέσων και μία, το λιγότερο, ασαφή εντύπωση για τον αμερικανικό ρόλο στον συριακό εμφύλιο.

Όμως, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του συριακού εμφύλιου φαίνεται να είναι η αλλαγή της ρωσικής θέασης των αμερικανικών επεμβάσεων σε χώρες που το Κρεμλίνο θεωρεί συμμάχους. Οι ρωσικές ενέργειες στη Συρία (αλλά και στη ρωσική περιφέρεια) δείχνουν μια νέα πραγματικότητα: Σε αντίθεση με ότι έγινε αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη για να αντιδράσει, η Μόσχα τώρα φαίνεται αποφασισμένη να διεκδικήσει από την Ουάσινγκτον την πρωτοκαθεδρία σε τρίτες χώρες. Αυτό προμηνύει έναν ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σε διεκδικούμενες χώρες και μία επιστροφή στον αμερικανοσοβιετικό ανταγωνισμό του Ψυχρού Πολέμου. Ανάμεσα στα αναρίθμητα άρθρα που γράφτηκαν για το πώς θα γινόταν η αντιπολίτευση περισσότερο φονική ή για την αποτυχία των ΗΠΑ να της παράσχουν ακόμη περισσότερα όπλα, λίγοι αναφέρθηκαν στο πως η απειλή στο συριακό καθεστώς θα οδηγούσε σε αντενέργειες τους αντιπάλους μας. Με τον πόλεμο σε τέλμα η ώρα ήταν κατάλληλη για την επανεξέταση της αμερικανικής πολιτικής, την αναγνώριση των ρωσικών συμφερόντων και την αναζήτηση τρόπων για να επιβαρυνθεί η Μόσχα με το κόστος της «νίκης» της. Και όμως, φάνηκε ότι η Αμερική δεν είχε σχεδόν κανένα κίνητρο για να αλλάξει ριζικά την πολιτική της, επειδή το πολιτικό και στρατιωτικό κόστος της πολιτικής της «στρατηγικής υπομονής» είναι τόσο χαμηλό ώστε δεν δημιουργείται κίνητρο για την αλλαγή της.

Με όλα αυτά υπόψη είναι χρήσιμο να επιστρέψουμε στα αρχικό ερώτημα, εάν μία ισχυρότερη αμερικανική αντίδραση στη χρήση χημικών όπλων από τον Άσαντ θα άλλαζε την πορεία του πολέμου. Μία κοινή Δυτική αντίδραση, όπως αυτή που επεξεργάστηκαν το 2013, θα ήταν περιορισμένου σκοπού και παρόμοια με τις επιθέσεις με πυραύλους κρουζ που εξουσιοδότησε ο Πρόεδρος Τραμπ, όταν χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα το 2017 και το 2018. Οι πυραυλικές επιθέσεις της προεδρίας Τραμπ δεν άλλαξαν την πορεία του πολέμου. Στην πραγματικότητα, αυτό που άλλαξε την πορεία του πολέμου ήταν η παραστρατιωτική προσπάθεια ανατροπής του Άσαντ, της οποίας ηγήθηκε η CIA και προκάλεσε μία σημαντική αλλαγή της ρωσικής πολιτικής, που οδήγησε στο παρόν τέλμα. Όμως, στην αρχή της σύγκρουσης, η συζήτηση στις ΗΠΑ ήταν για το πόσα όπλα θα έπρεπε να δοθούν στην αντιπολίτευση, αντί για το αν η διάθεση τόνων ελαφρών όπλων θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση με απρόβλεπτους τρόπους.

Το σημαντικότερο δίδαγμα που προέκυψε είναι η σημασία της κατανόησης της ρωσικής λογικής λήψης αποφάσεων. Αντί να αναμασούμε τσιτάτα για την αμερικανική αδυναμία, πιο επικερδές θα ήταν να διερευνήσουμε τους λόγους που οδήγησαν τη Ρωσία να παρέμβει και την αντίληψη της Μόσχας για το κίνδυνο που οι ΗΠΑ παρουσιάζουν στη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής. Καθώς η στρατηγική σκέψη στις ΗΠΑ μετατοπίζεται και εστιάζεται στον ανταγωνισμό μεταξύ ισοδύναμων αντιπάλων, είναι αναγκαίο να αξιολογήσουμε τη ρωσική αντίδραση στην παραστρατιωτική εκστρατεία που διεξαγάγαμε στη Συρία.

Κάπου, κάποτε, οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν το σετ στρατιωτικών και παραστρατιωτικών εργαλείων που χρησιμοποίησαν στη Συρία. Το ίδιο θα κάνει και η Ρωσία. Η κατανόηση του πως η αμερικανική επέμβαση στην πραγματικότητα κλιμάκωσε τον συριακό εμφύλιο και πυροδότησε τη ρωσική παρέμβαση είναι αναγκαία για να αντιμετωπίσουμε με καλύτερους όρους τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό που θα έρθει.

Σχετικές αναρτήσεις

Βάλτε τους Βαρβάρους να Πολεμήσουν τους Βαρβάρους

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου