Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Auftragstaktik: Τι Είναι και τι δεν Είναι

Auftragstaktik: Τι Είναι και τι δεν Είναι


«Auftragstaktik» ή «mission command» ή «διοίκηση διά διαταγών τύπου αποστολής»· μία αρκετά νεφελώδης έννοια, η οποία, ίσως, να χάνονταν μαζί με την ήττα της Βέρμαχτ το 1945. Όμως, τη δεκαετία του 1970, όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι δεν θα συμπτύσσονταν με ένα άλμα στον Ρήνο, αλλά θα στέκονταν στη Δυτική Γερμανία, ο αμερικανικός στρατός αναζήτησε ιδέες στον πρώην αντίπαλο του για να αντιμετωπίσει τις μάζες των σοβιετικών τεθωρακισμένων. Η «Auftragstaktik» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και έφτασε στο σημείο να γίνει «cult», σε τέτοιο βαθμό ώστε το 2009 ο Στρατηγός – Διοικητής της TRADOC Martin Dempsey διέταξε την αλλαγή του ονόματος της πολεμικής λειτουργίας «command & control» σε «mission command». Ο Ελληνικός Στρατός την υιοθέτησε το 2012, όταν ανέγραψε ότι η φιλοσοφική βάση του νέου κανονισμού επιχειρησιακής σχεδίασης που εισήγαγε είναι η «τακτική του ελιγμού» και η «διοίκηση διά της αποστολής». Κατά την άποψη μου η καλύτερη προσέγγιση της ουσίας της παραπάνω γερμανικής φιλοσοφίας στα ελληνικά βρίσκεται στην ακόλουθη ρήση του Νίκου Καζαντζάκη: "Ν΄ αγαπάς την ευθύνη να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο." 

Στο παρακάτω κείμενο ο Vandergriff πραγματοποιεί μία εμβριθή ανάλυση του όρου και παρουσιάζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός στρατός στην εφαρμογή του. –του Donald E. Vandergriff στο Small Wars Journal


Γενικά, είναι καλό κάποιος να μη διατάσσει περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία και να αποφεύγει να σχεδιάσει πέρα από την κατάσταση που μπορεί να προβλέψει. Αυτά αλλάζουν πολύ γρήγορα στον πόλεμο. Σπάνια διαταγές που προβλέπουν μακριά στο μέλλον και με λεπτομέρεια, επιτυγχάνουν στην εκτέλεση.

Όσο ψηλότερα στην ιεραρχία βρίσκεσαι τόσο συντομότερες και γενικές πρέπει να είναι οι διαταγές σου. Το επόμενο χαμηλότερο κλιμάκιο διοίκησης προσθέτει όση περισσότερη λεπτομέρεια κρίνει αναγκαία. Οι λεπτομέρειες της εκτέλεσης αφήνονται στις προφορικές διαταγές, στην επ΄ έργω διοίκηση. Έτσι, το κάθε κλιμάκιο, διατηρεί την ελευθερία ενεργείας  και απόφασης του, μέσα στο πλαίσιο της εξουσίας του.
Helmut Karl Bernhard von Moltke, Οδηγίες για τους Διοικητές Μειζόνων Σχηματισμών (1869) [ii]

«Auftragstaktik» ή «mission command»,
Δεν είναι δόγμα διοίκησης και ελέγχου.
Δεν είναι σύστημα διοίκησης και ελέγχου.
Δεν είναι τεχνολογία.
Δεν είναι εισιτήριο «ελευθέρας», για να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει.
Δεν είναι τρόπος για να γράφονται σύντομες ή καθόλου διαταγές ή να στηριζόμαστε στις προφορικές διαταγές.

Η Auftragstaktik είναι πολιτισμική φιλοσοφία. Είναι η υψηλότερη μορφή στρατιωτικού επαγγελματισμού. Η τελική πρόθεση του διοικητή είναι ο κάθε υφιστάμενος του να μοχθεί για να βελτιώσει τον επαγγελματισμό του και σε ανταπόδοση αυτού, στον υφιστάμενο δίνεται μεγαλύτερο εύρος για να εκπληρώσει την αποστολή του. Αυστηρά, αλλά δοκιμασμένα, κριτήρια θα χρησιμοποιηθούν για να εντοπίσουν αυτούς τους λίγους που είναι ικανοί να υπηρετήσουν το επάγγελμα των όπλων. Από τη στιγμή που ένα άτομο γίνεται αποδεκτό στο επάγγελμα, ένας ιδιαίτερος δεσμός δημιουργείται με τους συναδέλφους του, τέτοιος που να επιτρέπει τη συνεργασία και την εκπλήρωση περίπλοκων αποστολών. Η κουλτούρα διοίκησης αυτού του είδους δεν μπορεί με πληρότητα να αποτυπωθεί σε κάποιον υπηρεσιακό κανονισμό. Αντίθετα, η διοίκηση αυτή πρέπει να ενσωματωθεί στην εκπαίδευση, από την αρχή της βασικής εκπαίδευσης ακόμη. Πρέπει δε να ενσωματωθεί σε όλες τις εκφάνσεις της στρατιωτικής ζωής και στα στρατόπεδα και στην ειρήνη.

Η κουλτούρα διοίκησης αυτή έλαβε σάρκα και οστά μόνο μετά την έκδοση του υπηρεσιακού κανονισμού του γερμανικού στρατού, το 1888, [iv] ακριβώς επειδή η διοίκηση αυτή περιβάλει το άτομο με την εμπιστοσύνη που χρειάζεται έτσι ώστε μετά από εκτενή επαγγελματική πρόοδο να λύνει προβλήματα με τον καλύτερο τρόπο. Η διαδικασία της μεταρρύθμισης που οδήγησε στην πρώτη επίσημη αποδοχή της Auftragstaktik ξεκίνησε με τον Gerhard Johann David von Scharnhorst (1755-1813) στις αρχές του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε από τον August von Gneisenau (1760-1831) και αργότερα από τον Leopold Hermann Ludwig von Boyen (1771-1848). [iv] Ακολούθησαν δεκαετίες επαγγελματικής συζήτησης, εφαρμογής στην εξέλιξη των αξιωματικών και πραγματικής εφαρμογής σε τρεις πολέμους: στον Πόλεμο Δανίας – Πρωσίας το 1864, Αυστρίας – Πρωσίας το 1866 και Γαλλίας – Πρωσίας το 1870. [v]

Ο αμερικανικός στρατός έχει κάποια σημαντικά παραδείγματα παρόμοιων διοικητικών προσεγγίσεων. Ως θεσμός, ο αμερικανικός στρατός δεν έχει αντιμετωπίσει ακόμη την Auftragstaktik ως αυτό που πραγματικά είναι: μία κουλτούρα επαγγελματισμού. Πάρα πολλές φορές, οι Αμερικανοί, κυνηγήσαμε αριθμούς και μετρήσεις σε βάρος της ολιστικής κατανόησης. Ως μεγάλος πρακτικός της τέχνης του πολέμου ο Αντισυνταγματάρχης Chad R. Foster λέει:

Η πρόθεση πίσω από την αλλαγή της ορολογίας ήταν να ξεφύγουμε από το να βλέπουμε την εφαρμογή της διοίκησης απλώς ως τεχνικά συστήματα και έργα προς εκτέλεση. Ως συνήθως, φαίνεται ότι χάνουμε το κρίσιμο: η «mission command» είναι ένα πολιτισμικό προϊόν που δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Ακόμη, δεν μπορεί να τυποποιηθεί, τουλάχιστον με την έννοια μίας διαδικασίας βήμα – βήμα (το είδος της διαδικασίας που αγαπάμε περισσότερο). [vi]

Από το 1870, όταν ο Στρατηγός Philip Sheridan και ο Αντισυνταγματάρχης Emory Upton στάλθηκαν να μελετήσουν το πρωσικό και άλλα στρατιωτικά συστήματα, δεν καταφέραμε να κατανοήσουμε και να εφαρμόσουμε την Auftragstaktik στη δικιά μας οργανωτική κουλτούρα. Ο αμερικανικός στρατός, όπως πολλοί άλλοι, αντέγραψε τη διατύπωση της Auftragstaktik κατά λέξη, αλλά δεν κατάφερε να καταστήσει την ιδέα επιχειρησιακή. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Ο αμερικανικός στρατός πάντα ενσωμάτωνε τη «Mission Command» στη γραφειοκρατική αποτελεσματικότητα, επηρεαζόμενος από την εποχή που οι θεωρίες του Μαξ Βέμπερ αναδύονταν στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως γράφει ο Much:

Auftragstaktik. Η λέξη από μόνη της ακούγεται ωραία, ακόμη και με αμερικανική προφορά. Η σημασία της όμως διέφευγε πάντα των Αμερικανών. Η προβληματική μετάφραση αυτής της ουσιώδης γερμανικής στρατιωτικής λέξης σε «mission type orders» (διαταγές τύπου αποστολής) παραμορφώνει τη σημασία της. Η Auftragstaktik δεν υποδηλώνει κάποιο συγκεκριμένο στυλ έκδοσης διαταγών ή κάποιο συγκεκριμένο τρόπο διατύπωσης τους· είναι μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία διοίκησης. [vii]

Γερμανοί αξιωματικοί που φοίτησαν σε σχολεία του αμερικανικού στρατού και παρατήρησαν τον αμερικανικό στρατό στον πόλεμο, προσπάθησαν, κάποιες φορές, να εξηγήσουν τη διοικητική τους κουλτούρα στους Αμερικανούς συναδέλφους τους. Ο Λοχαγός Adolf von Schell, που φοίτησε στη Σχολή Πεζικού στο Fort Benning, τη δεκαετία του 1930, μετέφρασε τη λέξη Auftragstaktik σε τακτικές τύπου αποστολής:

Στον γερμανικό στρατό χρησιμοποιούμε τον όρο «τακτικές τύπου αποστολής»· οι διαταγές δεν συντάσσονται μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια, μόνο η αποστολή δίνεται στον διοικητή. Πως θα την εκτελέσει είναι πρόβλημα του. Αυτό το κάνουμε επειδή μόνο ο διοικητής στο έδαφος μπορεί να κρίνει τις συνθήκες που ισχύουν και να ενεργήσει ανάλογα εάν η κατάσταση αλλάξει. [viii]

Αν και η λέξη έχει μεταφραστεί στα αγγλικά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους είναι δύσκολο να την κατανοήσουμε, παρά μόνο εάν ερευνήσουμε την αρχική ιδέα. Η έρευνα δείχνει ότι η πρωσική/γερμανική αυτή ιδέα είναι ενδιαφέρουσα για δύο λόγους.

Πρώτον, εξηγεί πως οι Γερμανοί πίστευαν ότι μπορούσαν να επιχειρούν γρηγορότερα από τους αντιπάλους τους. Και με τη λέξη «γρηγορότερα» δεν εννοούσαν μόνο τη φυσική ταχύτητα, αλλά και τη λήψη καλύτερων αποφάσεων. Έγκαιρες και καλύτερες αποφάσεις έχουν σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη φυσική ταχύτητα σε σχέση με τον εχθρό. Ο γερμανικός στρατός το κατάφερε αυτό με την προοδευτική και καινοτόμο προσέγγιση που είχε στο ζήτημα της παραγωγής των ηγετών του. Η τεχνολογία γίνονταν αντιληπτή ως ένα μέσο που ενίσχυε τις δυνατότητες των ηγετών να παίρνουν αποτελεσματικότερες αποφάσεις. [ix]

Δεύτερο και πιο σημαντικό, καθορίζει το είδος των αξιωματικών και στρατιωτών που χρειάζεται ένας στρατός για να επιχειρεί με επιτυχία, υπό αυτή την ιδέα. Αυτό είναι κρίσιμο για να καταλάβουμε τι είδους κουλτούρα πρέπει να καλλιεργήσει ένας στρατός για να είναι επιτυχής.

Οι Αμερικανοί ιστορικοί απέδιδαν πάντα τις γερμανικές νίκες στα πρώτα χρόνια του Β΄ Π.Π. στην υπεροχή των Γερμανών σε ποιότητα υλικού και σε αριθμούς. Όπως εξηγεί ο διαπρεπής ιστορικός James Corum στην εισαγωγή της μετάφρασης, από τους Condell και Zabecki, του γερμανικού κανονισμού Truppenführung:

Για χρόνια μετά τη νίκη των Γερμανών το 1940, αυτή εξηγούνταν με τη χρησιμοποίηση μαζών αρμάτων μάχης, μηχανοκίνητων δυνάμεων και αεροσκαφών εναντίον ενός εχθρού που ήταν καθηλωμένος από τη Γραμμή Μαζινό σε μία αμυντική στρατηγική. Όμως, γνωρίζουμε τώρα ότι στο ζήτημα των αριθμών των στρατευμάτων  και των όπλων, η Βέρμαχτ το 1940 είχε πολύ λίγα πλεονεκτήματα. Στην πραγματικότητα συχνά μειονεκτούσε έναντι των Συμμάχων. [x]

Ο Δρ. James Corum απορρίπτει τη διαδεδομένη αρχή ότι μία επιτιθέμενη δύναμη πρέπει να υπερτερεί σε αναλογία 3:1 για να καταβάλει αντίπαλο που αμύνεται σε προετοιμασμένες θέσεις. Και αποδίδει τη γερμανική επιτυχία σε άυλους παράγοντες, όπως η ηγεσία και οι καλές ιδέες, παρά στον αριθμό ανδρών και υλικού. Αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν ο τρόπος που οι Γερμανοί καλλιεργούσαν και ανέπτυσσαν την ηγεσία. Και δεν ήταν το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής ύλης, αλλά το περιβάλλον μέσα στο οποίο η ηγεσία διδάσκονταν και αναπτύσσονταν. Αυτή η ιδέα ήταν ξένη στον αμερικανικό στρατό, που προτιμούσε να εστιάζει στο περιεχόμενο, στον χρόνο και στο τι διδάσκονταν, παρά στα αποτελέσματα και στην απόδοση. Για να εξασκήσει με επιτυχία την Auftragstaktik, μία στρατιωτική δύναμη, πρέπει να ενσωματώσει αυτές τις ιδέες στην καθημερινότητα της στον πόλεμο και στην ειρήνη. [xi]

Η Auftragstaktik είναι μία ευρεία ιδέα που αγκαλιάζει πλευρές της θεωρίας της φύσης του πολέμου, του χαρακτήρα και των γνωρισμάτων της ηγεσίας, της τακτικής, της διοίκησης και του ελέγχου, των σχέσεων προϊστάμενου – υφιστάμενου και της εκπαίδευσης. Είναι μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολεμικής πράξης.

Η κοινή μετάφραση της Auftragstaktik ως «διαταγές τύπου αποστολής» ή ως «διοίκηση διά της αποστολής» μπορεί να είναι παραπλανητική. Εστιάζει την προσοχή στην παράγραφο «αποστολή» της διαταγής επιχειρήσεων. Μια πραγματική κατανόηση της Auftragstaktik θα εστίαζε την προσοχή στις παραγράφους 3α (Ιδέα Ενεργείας) και 3β (Συντονιστικές Οδηγίες). [xii]

Η Auftragstaktik δίνει έμφαση στην πρόθεση του διοικητή, που παρέχει στους υφιστάμενους το πλαίσιο για να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις, σε αρμονία με το συνολικό σχέδιο. «Ο γερμανικός στρατός δήλωνε την αποστολή με τη μορφή της πρόθεσης του διοικητή. Ο διοικητής μετά ανέθετε έργα (Aufträge) στις υφιστάμενες μονάδες του για να φέρουν σε πέρας την πρόθεση του δικού του ανώτερου διοικητή. Ο υφιστάμενος διοικητής αποφάσιζε τον τρόπο ενεργείας του που γινόταν η απόφαση του (Entschluss. [xiii]


Η Auftragstaktik «εξηγεί τις βασικές αρχές της έκδοσης διαταγών στις επιχειρήσεις».

Η ενθάρρυνση αυτού του είδους της ατομικής πρωτοβουλίας ήταν η κυβερνώσα αρχή της γερμανικής στρατιωτικής εκπαίδευσης. Με λίγα λόγια οι αξιωματικοί διδάσκονταν πως να σκέφτονται, όχι τι να σκέφτονται. Οι στρατηγοί Hermann Balck και von Mellenthin, στη διάρκεια συζητήσεων με τον Σμήναρχο John Boyd και τον Pierre Sprey το 1979 είπαν ότι «θεωρούσαν την ατομικότητα του Γερμανού στρατιωτικού –την ελευθερία του να πάρει πρωτοβουλίες και το σύστημα που δημιουργεί αυτές τις πολιτικές και αυτά τα χαρακτηριστικά- το κλειδί της εξαίρετης γερμανικής απόδοσης». [xiv]

Στην κουλτούρα του γερμανικού στρατού, ο διοικητής σπάνια, εάν ποτέ, θα επιτιμούσε έναν υφιστάμενο του εάν αναλάμβανε πρωτοβουλία. Εκεί είναι το σημείο που ο όρος Selbständichkeit (να αλλάξεις μία διαταγή) γίνεται σημαντικός. Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Δρ. Rob Citino, αυτός ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, ενώ ο όρος Auftragstaktik συζητούνταν ελάχιστα ή καθόλου. Η κουλτούρα της Auftragstaktik δημιουργούσε τις συνθήκες της προσαρμοστικότητας, ενώ με τη Selbständichkeit ο ηγήτορας μπορούσε να αλλάξει τη διαταγή με βάση τις επικρατούσες συνθήκες και την πρόθεση του διοικητή. Πίστευαν ότι ήταν προτιμότερο να πάρουν μία καλή απόφαση αμέσως, παρά να περιμένουν για μία καλύτερη αργότερα και να χαθεί μία χρονικά ευαίσθητη ευκαιρία. [xv] Το ασυγχώρητο λάθος σε αυτή την κουλτούρα είναι η αδράνεια. Η απώλεια χρόνου για να αποκτηθεί η τέλεια πληροφόρηση πριν ληφθεί μία απόφαση δεν γίνονταν ανεκτή. Αυτή η στάση έφτανε μέχρι τον στρατιώτη. Όπως έχει γράψει ο Δρ. Bruce I. Gudmundsson, ο γερμανικός στρατός από την εποχή του Μεγάλου Φρειδερίκου υπήρξε ένας «από τους πιο αποκεντρωμένους στρατούς στην Ευρώπη». [xvi]

Σε καταστάσεις όπου η επαφή με τη διοίκηση είχε χαθεί οι υφιστάμενοι περιβάλλονταν ήδη με την αναγκαία εμπιστοσύνη ώστε να ενεργήσουν όπως απαιτούνταν, παρά να περιμένουν μέχρι να αποκατασταθεί ξανά η επαφή. Αυτή η ενεργητική στάση επέτρεπε στις μονάδες να εκμεταλλεύονται χρονικά ευαίσθητες ευκαιρίες και τοπικές επιτυχίες. Με λίγα λόγια, «… τίποτα από όσα είχαν δοθεί από πάνω δεν ήταν ιερά. Ένας υφιστάμενος διοικητής ήταν δικαιολογημένος να τροποποιήσει ή να αλλάξει το έργο που του ανατέθηκε» αρκεί να συνέχιζε να υποστηρίζει την πρόθεση του διοικητή του. [xvii]

Ο πυρήνας της επιτυχίας της Auftragstaktik ήταν η επίπονη διαδικασία επιλογής και ανάπτυξης των ηγετών του γερμανικού στρατού. Υπήρχαν τρεις ατομικές ποιότητες που οι Γερμανοί ξεκάθαρα εκτιμούσαν στους αξιωματικούς: γνώση, ανεξαρτησία και την επιθυμία ανάληψης ευθυνών. Η γνώση υπηρετούσε δύο τουλάχιστον σκοπούς. Η γνώση μάθαινε στον αξιωματικό αυτά που ήξερε, ήταν η θεμελιώδης βάση για τη λήψη αποφάσεων, αλλά και η θεμελιώδης βάση για να εμπιστευτούν οι υφιστάμενοι τον ηγήτορα τους. Η ανεξαρτησία συνδέονταν με τη λήψη αποφάσεων. Η ανεξαρτησία είχε σημασία καθώς κάθε αξιωματικός μπορούσε σε δεδομένο χώρο και χρόνο να είναι ο μοναδικός με την εξουσία να πάρει μία απόφαση. Δεν μπορεί κάποιος πάντα να περιμένει διαταγές που θα του λένε που και πότε να κάνει τι. Η τελευταία και πιο σημαντική προσωπική ποιότητα ήταν η επιθυμία ανάληψης ευθυνών. Αυτή η επιθυμία είναι αυτό που κρατάει τον ηγήτορα στο πεδίο της μάχης. «Ήταν αυτό που σε ανάγκαζε να μείνεις παρά τη φρίκη που βίωνες. Ήταν αυτό που σε έκανε να αντέξεις». [xviii]

Ο καλύτερος τρόπος να διακριθεί ο πολύ καλός από τον μέτριο είναι να καταστούν όλοι –από τον ανώτατο διοικητή μέχρι τον καθένα στρατιώτη- υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Αυτό οδηγεί στην εισαγωγή του όρου Verantwortungsfreudigkeit. [xix] Το εγχειρίδιο Führung und Gefecht der Verbundenen Waffen του 1921 λέει ότι η σημαντικότερη ποιότητα των ηγετών είναι η επιθυμία ανάληψης ευθυνών. Το γερμανικό δόγμα χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο από τον Α΄ Π.Π., αλλά του έδωσε έμφαση με το Truppenführung του 1933.

Το Truppenführung  εμβάθυνε διεξοδικά στην ιδέα δηλώνοντας ότι «όλοι οι ηγέτες σε όλες τις περιστάσεις πρέπει χωρίς να φοβούνται την ευθύνη να ξεδιπλώνουν την προσωπικότητα τους. Η επιθυμία ανάληψης ευθυνών είναι η πιο χαρακτηριστική ποιότητα της ηγεσίας». Από αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η σημασία με την οποία οι Γερμανοί έβλεπαν την ευθύνη. Επεδίωκαν να αναπτύσσουν αξιωματικούς που όχι μόνο αποδέχονταν την ευθύνη, αλλά αρίστευαν σε καταστάσεις όπου ξαφνικά επωμίζονταν ακόμη περισσότερες ευθύνες. [xx]

Γιατί είναι σημαντικό για έναν αξιωματικό να επιδιώκει την ανάληψη ευθυνών; Η ανεξαρτησία εξοπλίζει τον αξιωματικό να διαχειρίζεται την αβεβαιότητα και να παίρνει καλές αποφάσεις απουσία οδηγιών. Όταν έρθει αντιμέτωπος με τη φρίκη του πεδίου της μάχης, ο αξιωματικός χρειάζεται κάτι περισσότερο από την ανεξαρτησία για να φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Χρειάζεται την αίσθηση ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να καθορίσει την έκβαση της μάχης, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μοναξιά του πεδίου της μάχης. [xxi] Γι΄ αυτό η «Verantwortungsfreudigkeit» είναι αυτή που κάνει τον αξιωματικό να αντέχει στο πεδίο της μάχης και είναι η πιο σημαντική ποιότητα για έναν ηγέτη. [xxii]

Η παρούσα εξέταση της «mission command» δεν αναφέρθηκε καθόλου σε διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως ο Τζωρτζ Πάττον ή ο Οδυσσέας Γκραντ. Οι μεμονωμένες προσωπικότητες δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην Auftragstaktik. Οι Γερμανοί μπόρεσαν να τη διδάξουν σε πάρα πολλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Βρήκαν ένα τρόπο να μείνει στην κουλτούρα τους. Η κουλτούρα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις μεμονωμένες προσωπικότητες.  

Σημειώσεις

[ii] Helmut Karl Bernhard von Moltke, “Aus den Verordnungen fur die hoheren Truppenfuhrer vom 24. Juni 1869,” in Moltkes Militarische Werke, Zweiter Theil, Die Tatigkeit als Chef des Generalstabs im Frieden, Preubischer Generalstab, (Berlin, Germany: Ernst Siegfried Mittler und Sohn, 1900), 178.

[iii] Preubisches Kriegsministerium, Exerzir-Regelement fur die Infanterie (signed 1888), (Berlin, Germany: Ernst Siegfried Mittler und Sohn, 1889), 109.

[iv] Gordon A. Craig, The Politics of the Prussian Army 1640-1945, (New York: Oxford University Press, 1964), chapters 2-4.

[v] Robert M. Citino, The German Way of War, From the Thirty Years’ War to the Third Reich, (Lawrence, KS: University Press of Kansas, 2005), 116-117.

[vi] Αντισυνταγματάρχης Chad Foster USA, e-mail προς τον συγγραφέα, 27 Απριλίου 2015.

[vii] Jorg Muth, «An elusive command philosophy and a different command culture», Foreign Policy, September 9, 2011.

[viii] Adolf Von Schell, Battle Leadership, (Quantico, VA: The Marine Corps Association, 1988), 17.

[ix] Ola, Kjoerstad, German Officer Education in the Interwar Years, (Glasgow, Scotland: University of Glasgow, 2010), 2-5. (Hereinafter Germen Officer Education)

[x] James S. Corum, Condell, Zabecki (eds), On the German Art of War, Truppenfuhrung, (Colorado: Lynne Rienner Publishers, 2001), ix.

[xi] Πολλά βιβλία πάνω στο θέμα, ακόμη και το αμερικανικό δόγμα, αναφέρονται σε αυτό, αλλά πολύ λίγα φαίνεται να αντιλαμβάνονται τη σημασία του, επειδή πολύ λίγοι την εξασκούν στην περίοδο της «ειρήνης».

[xii] Richard E. Simpkin, Race to the Swift: Thoughts on Twenty-First Century Warfare, (London: Brassey’s Defense Publishers, 1985), 18.

[xiii] John T. Nelson II, “Auftragstaktik: A Case for Decentralized Battle,” Parameters, Carlisle, PA: US War College, September 1987, p. 21.

[xiv] Pierre Sprey και Franklin C. Spinney, προσωπική επικοινωνία με τον συγγραφέα, 4 Δεκεμβρίου 2007.

[xv] Dr. Rob Citino, διάλεξη, "Death of the Wehrmacht: The German Campaigns of 1942" The USAHEC. ... The German Army in 1943" by Dr. Robert Citino. Επίσκεψη 13 DEC 16. Επίσης βασισμένη σε πολλές συζητήσεις με τον Palle Rasmussen, Δανό καθηγητή, επίσκεψη 17 Δεκ 2017 στο http://vikingekamp.blogspot.com/. Αυτή είναι η διάλεξη που ο Palle δίνει για την Auftragstaktik.

[xvi] Bruce I. Gudmundsson, Stormtroop Tactics: Innovation in the German Army 1914-1918, Westport, CT: Praeger, 1995, p. 18

[xvii] Richard E. Simpkin, “Command from the Bottom,” Infantry, (Vol. 75, No. 2, March-April 1985), 34.

[xviii] H. Dv. 487 Fuhrung und Gefecht der verbundenen Waffen (F.u.G.), Neudruck der Ausgabe 1921-1924 in 3 teilen, Osnabruck, Biblio Verlag, 1994.

[xix] H.Dv. 300/1 Truppenfuhrung, p. 3.

[xx] Quote is from Ola Kjoerstad, “German Officer Education”, and p. 67. Also see, Oberleutnant Hauck, “Wissen und Konnen”, MW 1927, no 38, column 1395.

[xxi] German Officer Education, σσ. 64-69.

[xxii] Major General von Haeften,”Heerfuhrung im Weltkriege” MW 1920, no 18, column 389.

Σχετικές αναρτήσεις

Επιτελείς, Επιτελείο και Επιτελική Εκπαίδευση στον Προπολεμικό Γερμανικό Στρατό

5 σχόλια :

  1. Το απόλαυσα.
    Ιδίως αυτό :
    «Επεδίωκαν να αναπτύσσουν αξιωματικούς που όχι μόνο αποδέχονταν την ευθύνη, αλλά αρίστευαν σε καταστάσεις όπου ξαφνικά επωμίζονταν ακόμη περισσότερες ευθύνες.»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου φίλε μου! Αυτός ο Vandergriff είναι ωραίος τύπος και έχει γράψει κάποια πολύ ωραία κομμάτια.

      Διαγραφή
    2. Και ο Palle της δεύτερης προσβάσιμης παραπομπής,και εκείνος ενδιαφέρουσα περίπτωση.

      Διαγραφή
  2. Εξαιρετικό. Το άρθρο αναλύει καταστάσεις που όμως μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην υπόλοιπη διοίκηση. " Η κουλτούρα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις μεμονωμένες προσωπικότητες". Αυτό το διάβασα για πρώτη φορά στην φιλοσοφία του Φον Σέεκτ που μπορεί να ήταν ένας μικρός δικτάτορας και να βοήθησε τους Τούρκους, αλλά πέρασε την βασική φιλοσοφία στον μικρό γερμανικό Στρατό μετά το 1919. Δεν τον ενδιέφερε ο ένας μεμονωμένος και ικανός ηγέτης που μπορεί να παρουσιαστεί μια φορά στα 100 χρόνια, αλλά η κουλτούρα, το ποιοτικό υπόβαθρο των αξιωματικών (ή των ανθρώπων που ασκούν διοίκηση - διεύθυνση) γενικά στο σύνολο του και που θα αντιδρούσε πολύ καλά σε μεγάλο ποσοστό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή