Προβλήματα
Εάν, η πιο ακριβής απάντηση στην ερώτηση που τίθεται στον
τίτλο αυτού του δοκιμίου είναι κάποια παραλλαγή του «δεν μπορεί», τότε θα
πρέπει να αναρωτηθώ τι προσπάθησα να κάνω επαγγελματικά τα τελευταία πενήντα
χρόνια. Αλίμονο, το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πολύ διεισδυτικό προσωπικά
και οικουμενικό πολιτικά. Είναι, κάπως, ενοχλητικό να χρειάζεται να αναφέρω,
ακόμη και να πραγματευτώ σύντομα, τα νοήματα της στρατηγικής δημόσια. Είναι καλύτερο
να προσδιοριστούν και, ενδεχομένως, να ξεκαθαριστούν αυτά τα νοήματα, που
παρουσιάζονται ως πολλά φαινόμενα, πριν προχωρήσουμε παρακάτω.
Η στρατηγική είναι μία ιδέα που χρησιμοποιείται ευρέως με
δύο εναλλακτικές, αν και προφανώς αμοιβαίως συμβατές, σημασίες. Η πρώτη απλώς
μας παρέχεται από τον μεγαλύτερο θεωρητικό στο ζήτημα του πολέμου που έχουμε
διαθέσιμο, τον Στρατηγό Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Με τα δικά του λόγια:
«Η στρατηγική είναι η χρήση της μάχης για τον σκοπό του πολέμου. Ο
στρατηγιστής οφείλει να προσδιορίσει τον στόχο του για όλη την επιχειρησιακή
πλευρά του πολέμου, που θα ανταποκρίνεται στον σκοπό του. Με άλλα λόγια, θα
χαράξει το σχέδιο του πολέμου και ο στόχος θα προσδιορίσει τη σειρά των
ενεργειών που θα τον επιτύχουν· στην πραγματικότητα, θα σχεδιάσει κάθε
εκστρατεία, και μέσα σε αυτή θα αποφασίσει για κάθε μάχη.» [i]
Η δεύτερη σημασία απομακρύνει την προσοχή από τον σκοπό
του πολέμου, απαιτώντας αντίθετα αυτή να εστιαστεί στα σχέδια, τόσο πριν, όσο
και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Για να συνοψίσουμε, η στρατηγική είναι μία
ιδέα που χρησιμοποιείται ευρέως για να αναφερθούμε είτε σε μία ενδεχόμενη
πρόθεση μας να χρησιμοποιήσουμε βία, είτε στις επιπτώσεις αυτής. Ειρωνικά,
ίσως, όπως εξηγεί καλά η Beatrice Heuser σε μία σημαντική μελέτη της, από τις ημέρες του Πρώσου στρατηγού ο
πολιτικός σκοπός των στρατιωτικών δυνάμεων έχει αποκτήσει μεγαλύτερο βάρος στην
ιεραρχία της θεωρίας, αν και όχι πάντα της πρακτικής. [ii] Προφανώς, εάν η
νόμιμη στρατιωτική βία, δύναμη με άλλα λόγια, μπορεί να διδαχθεί ως στρατηγική,
πρέπει, επίσης, να είναι ορθό να την εξετάσουμε ως τακτική και επιχειρήσεις. Πρέπει
να είναι αρκετά ορθό να προτείνουμε μία σε βάθος αναθεώρηση της συμβατικής, αυστηρής,
εννοιολογικής ιεραρχίας. Μπορούμε να συλλάβουμε μία συστημική διόρθωση που
προέρχεται αποκλειστικά και ολιστικά από τη σχετικώς ταπεινή τακτική, ανέρχεται
μέσα από φιλόδοξες επιχειρήσεις και φτάνει στα τραχιά υψίπεδα της στρατηγικής,
απαιτώντας ένα τελευταίο άλμα για τα αιθέρια ύψη του πολιτικού σκοπού και της
πολιτικής επιλογής. [iii]
Παρά την, πιθανώς σοφή, συμβουλή να αναθεωρήσουμε την
ορθόδοξη ιεραρχία της στρατιωτικής σκέψης και προσπάθειας με κατεξοχήν ολιστικό
τρόπο, παραμένει γεγονός ότι η ορθόδοξη σοφία συνεχίζει να προτιμά αυτό που
ουσιαστικά είναι μία πυραμιδική κατασκευή, όπου η στρατηγική θεωρία έχει
συλληφθεί ως ιεραρχία. Αυτό που για πολλούς αποτελεί, πραγματικά, τρομερή
πρόκληση είναι η σκέψη ότι μεγάλο μέρος της συμβατικής σοφίας της θεωρίας
αποπροσανατολίζει, παρά εκπαιδεύει τους ανθρώπους. Καθώς το παρόν δοκίμιο
ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εκπαίδευση, είναι αναγκαίο να είναι ξεκάθαρο
πέραν πάσης αμφιβολίας το τι είναι απαραίτητο να διδάσκεται ως στρατηγική. Δεν
αρνούμαστε βέβαια ότι η προσοχή πολλών, αν όχι των περισσότερων, μαθητών είναι
τόσο εγκλωβισμένη στα άμεσα ζητήματα τους ώστε, μάλλον, να μην περισσεύει χώρος
για την ενασχόληση με τη στρατηγική. Κύριος σκοπός αυτού του δοκιμίου είναι η επιθυμία
του να πείσει, ή να θυμίσει, στους αξιωματικούς ότι αυτό που φτάσαμε να
αποκαλούμε στρατηγική δεν είναι απλώς το «κουτάκι» σε ένα ιεραρχικό
σχεδιάγραμμα πάνω από τα «κουτάκια» της τακτικής και των επιχειρήσεων. Η
στρατηγική διαφέρει σε είδος από όλες τις προγενέστερες επαγγελματικές ανησυχίες
στη ζωή ενός στρατιωτικού. Η αξιοσημείωτη πρόκληση για τον στρατιωτικό ως
στρατηγιστή είναι ότι πρέπει να ασχοληθεί τόσο με τα στρατιωτικά όσο και με τα
πολιτικά ζητήματα ταυτόχρονα. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από τον τρόπο που
είχε μάθει να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται, με επιτυχία, για πολλά χρόνια. Οι
άνθρωποι που επιλέγονται για τις ανώτατες θέσεις της διοίκησης πιθανόν δεν
κατανοούν τι μπορεί να απαιτήσει μία θέση διοίκησης τεσσάρων αστέρων.
Πραγματικά, το βάρος της προσωπικής ευθύνης μπορεί να αποδειχθεί εξουθενωτικό.
Φυσικά, η στρατηγική σκέψη μπορεί να είναι σημαντικό
χαρακτηριστικό συγκεκριμένων επιτελείων, στρατιωτικών, πολιτικών ή και των δύο,
περισσότερο ή λιγότερο συνδυασμένων. Όμως, αν και μπορεί να μην υπάρχει
έλλειμμα γνήσιας στρατηγικής λογικής, σε πολύ λίγους ανθρώπους, σε κάθε έθνος,
εμπιστεύονται πραγματική στρατηγική ευθύνη. Υπάρχει σημαντικός λόγος για τον
οποίο η στρατηγική θα πρέπει να κατανοηθεί ως η επιλογή και η συνεπακόλουθη
διαχείριση των συνεπειών της δράσης ή της αδράνειας. [iv]
Ο Κλαούζεβιτς επέμεινε, πειστικά, ότι το πρώτο πρόβλημα
που πρέπει κάποιος να μάθει είναι η κατανόηση του συγκεκριμένου ζητήματος που η
πολιτική, κάθε φορά, πιστεύει ότι χρειάζεται να λύσει. [v] Είναι, μάλλον,
απίθανο να επιλύσουμε ένα πρόβλημα που δεν καταλαβαίνουμε επαρκώς. Είναι πιο
πιθανό ότι το υπό εξέταση «πρόβλημα» δεν θα έχει σταθερά, διαρκή,
χαρακτηριστικά. Με δεδομένη την ανταγωνιστικότητα της στρατηγικής, οι απειλές
μπορούν να πάρουν άσχημη τροπή εάν ακολουθηθούν από εχθρικές ενέργειες. Θα ήταν
δύσκολο να υπερβάλουμε τη σχετική σημασία της φύσης του συγκεκριμένου προβλήματος
του στρατηγιστή. Καθώς αυτή η φύση αλλάζει, έτσι αλλάζει και ο συγκεκριμένος
χαρακτήρας των προβλημάτων. Λίγες συγκρούσεις έχουν αιώνια χαρακτηριστικά· η
αλλαγή είναι συνεχής. Η αρχή της σοφίας για τον στρατηγιστή, όπως και για όλους μας, είναι
η αυτογνωσία. Ο στρατηγιστής πρέπει να αποκτήσει στρατιωτική αυτογνωσία, που
δεν θα διανθίζεται με φαντασιώσεις ελπίδας. Δεν πρέπει να βρεθεί σε αμφιβολία
για τις διαφορές ανάμεσα στον σωστό και στον λάθος τρόπο, αλλά μία τέτοια ηθική
αξιολόγηση, που εξαρτάται ισχυρά από πολιτισμικές αξίες, όπως και θα ΄πρεπε, δεν
μπορεί να της επιτραπεί να υπερκεράσει το κύριο ενδιαφέρον του στρατηγιστή. Οι
υψηλόβαθμοι πρέπει πάντα να ανησυχούν για τις επιπτώσεις της εχθρικής
συμπεριφοράς του αντιπάλου. Πραγματικά, η ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις,
είναι εύκολα αναγνωρίσιμη ως κρίσιμη για την τέχνη του στρατηγιστή σε όλες τις
περιόδους.
Τα πιο σοβαρά προβλήματα για τον στρατηγιστή θα είναι
πάντα τα όρια του ανθρώπου, που σε κάποιο βαθμό και σε κάποια ποσότητα, μας
προβληματίζουν αιώνια όλους. Δεν έχει σημασία πόσα αστέρια απονέμονται σε
κάποιον, θα έχει πάντα φυσικούς ή διανοητικούς περιορισμούς. Ιδανικά, φυσικά,
ένα κυβερνητικό σύστημα θα καταφέρει να αποφύγει το είδος της κρίσης που
κυριολεκτικά θα χρειαστεί έναν «σωτήρα» στρατηγό ή πολιτικό για να την
επιλύσει. [vi]
Πολιτική
Ακόμη και γεροί και υγιείς αθλητές θεωρούν ουσιώδες να
ακολουθούν ένα σκληρό και αυστηρό πρόγραμμα εκγύμνασης. Η ίδια λογική έχει
νόημα και στους μεγάλους οργανισμούς του κράτους. Η εξάσκηση μπορεί να μην τους
κάνει τέλειους, αλλά πιθανόν να βελτιώσει την απόδοση τους. Αυτό μπορεί να
είναι εξαιρετικής σημασίας να το γνωρίζει ο στρατηγιστής. Άπειροι στρατηγιστές,
πρέπει να καταλάβουν, ότι λιτές, διαγραμματικές, αναπαραστάσεις της
πραγματικότητας πάντα χρειάζονται ουσιαστική βελτίωση. Τόσο τα έμψυχα όσο και
τα άψυχα μέσα, που είναι στη διάθεση του στρατηγιστή για να τα διοικήσει ή
τουλάχιστον να τα εμπνεύσει και να τα καθοδηγήσει, τείνουν να σκουριάσουν και
τελικά να ατροφήσουν εάν δεν χρησιμοποιούνται. Θα συμφωνήσουμε όλοι, ότι
μπορούμε να ισχυριστούμε με σιγουριά, ότι μαθαίνουμε από την εμπειρία και κυρίως
από τη δικιά μας. Όμως, μια δυσκολία στη στρατιωτική σφαίρα, μοναδική στο
στρατηγικό επίπεδο αξιολόγησης, είναι ότι αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο συχνά
αποτυγχάνει να παρουσιάσει ένα πλήθος προβλημάτων που συνήθως είναι, κατά
χρήσιμο τρόπο, συγκρίσιμα. Πιθανόν κάποιος δεν μπορεί να εκπαιδευτεί αποδοτικά
για να γίνει καλύτερος στρατηγιστής ή για να γίνει απλώς στρατηγιστής! Αυτή
μπορεί να είναι μια πολύ αυστηρή κρίση σε ότι αφορά τη δυνατότητα εκπαίδευσης
στη στρατηγική. Όμως, είναι αναγκαίο να μη ξεχνάμε ότι υπάρχουν λίγα, εάν
υπάρχει κάποιο, απλά στρατηγικά προβλήματα. Αν κάποιο θεωρείται ως τέτοιο
πιθανόν είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα που δεν έχει κατανοηθεί από απλά μυαλά. Δεν
χρειάζεται να ειπωθεί ότι, φυσικά, υπάρχουν κάποια στοιχειώδη προβλήματα
λογικής, αλλά η απλότητα του θέματος δεν σημαίνει μία εύκολη ή προσιτή λύση.
Το βασικό πρόβλημα, σε όλη τη στρατηγική, από τον ορισμό
της ακόμα, βρίσκεται στην απαίτηση για τον στρατηγιστή να προσπαθεί να
ικανοποιήσει τον κόσμο της πολιτικής, όπως, και του πολέμου. Κάποια βιβλία,
αθώα ίσως, επιδιώκουν να κρύψουν, ή τουλάχιστον να υποβιβάσουν, τη στενή σχέση
μεταξύ πολιτικής εξουσίας και στρατιωτικής ισχύος. Αυτή η στενή σύνδεση, η
αλληλεξάρτηση ακόμη, είναι ελάχιστα παρούσα στην τακτική και επιχειρησιακή
σφαίρα της στρατιωτικής δράσης, αλλά καθοδηγεί, και ίσως κυριαρχεί, στο επίπεδο
της στρατηγικής.
Είναι αρκετά κοινό για τους στρατιωτικούς, ακόμη και για
τους πλέον υψηλόβαθμους, να νιώθουν αρκετά άβολα για θέματα που στην
πραγματικότητα είναι ζητήματα πολιτικής επιλογής. Φυσικά, υπάρχουν και πάντα θα
υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πόσο βαθιά μπορεί να
είναι η αντιπάθεια ανάμεσα στον κόσμο της πολιτικής και του στρατού. [vii] Γενικά, οι
στρατιώτες μαθαίνουν ότι δεν τους επιτρέπεται πολιτικός ρόλος στο εσωτερικό της
χώρας τους. Μπορεί να παίξουν ζωτικούς και πιθανόν αμφιλεγόμενους ρόλους
διεθνώς, αλλά η σημασία που αποκτούν έξω δεν μπορεί να αντανακλάται στη
συμπεριφορά τους στο εσωτερικό. Ο θεμέλιος λίθος αυτής της ιδέας είναι η αρχή
ότι στον κόσμο μας, σήμερα, μόνο διεθνώς, νόμιμα, αναγνωρισμένα κράτη μπορούν
να χρησιμοποιούν φονική βία, αλλά ακόμη και η χρήση στρατιωτικής ισχύος πρέπει
να λαμβάνει την έγκριση κάποιας εσωτερικής πολιτικής διαδικασίας που να
αναγνωρίζεται ως νόμιμη. Μια τέτοια ισχύς είναι πολιτική στην πράξη, για να
θέσουμε το θέμα με κλαουζεβίτσειους όρους. Το στρατιωτικό επάγγελμα δεν θα
‘πρεπε να χρειάζεται να διδάξει και να διδαχθεί ότι υπάρχουν πολύ λόγοι για
τους οποίους θα έπρεπε να αποφεύγει έναν πολιτικό ρόλο στις εσωτερικές
αντιπαραθέσεις στη δημόσια πολιτική. Ο στρατιωτικός μπορεί να εξασκήσει το
δικαίωμα του, ακόμη και το καθήκον του, να φέρει όπλα, αλλά δεν έχει την άδεια
να χρησιμοποιήσει φονική βία, ή να απειλήσει ότι θα το κάνει, εκ μέρους των
πολιτικών του προτιμήσεων στο εσωτερικό. Φυσικά αυτή είναι μια φιλοδοξία των
δημοκρατικών διαδικασιών, χωρίς να λάβουμε υπόψη τη συνεχή ύπαρξη περισσότερο
αυταρχικών μοντέλων διακυβερνήσεως.
Γίνεται προφανές ότι ο επαγγελματίας στην τέχνη των όπλων
μπορεί ουσιαστικά να έχει άγνοια για τους τρόπους της πολιτικής, στο βαθμό που
αυτοί εισδύουν στον στρατιωτικό με φιλοδοξία να κατακτήσει τη στρατηγική
ειδημοσύνη και πιθανόν εξουσία. Η εκπαίδευση στη στρατηγική απαιτεί αναγνώριση
ότι το κοινό νόμισμα αυτού του υπέρ-στρατιωτικού κόσμου είναι, στην
πραγματικότητα, η επιρροή. Ο στρατηγιστής πρέπει να γνωρίζει ότι επιχειρήματα
μπορούν να διατυπωθούν, κυριολεκτικά, με την ισχύ των όπλων, στη θέση της
πειθούς μόνο.
Αν και η ιστορία είναι πάντα κάπως στρατηγική, είναι
επίσης πάντα πολιτική. [viii] Τόσο εσωτερικά, όσο και διεθνώς, οι
κοινότητες συνήθως οργανώνονται σε ενώσεις με τον χαρακτήρα κρατών, που
ανταγωνίζονται για ισχύ και επιρροή. Η κατάσταση αυτή είναι μόνιμη και είναι
ουσιώδες για τον επίδοξο στρατηγιστή να το γνωρίζει. Παρά τη ρητορική περί
κατάκτησης αυτού του περίεργου, αλλά βασανιστικά φευγαλέου φαινόμενου που
αποκαλείται «παγκόσμια τάξη», ο στρατηγιστής διδάσκεται και ίσως μπορεί να μάθει,
ότι η διεθνής πολιτική αιωνίως παραμένει μία ανηλεής αρένα. [ix] Η αγενής
συμπεριφορά είναι κοινός τόπος: πραγματικά η σκόπιμη ανελέητη συμπεριφορά είναι
καθιερωμένη κακή πρακτική. Οι δημόσιες αναφορές σε κάποιο περίεργο διακρατικό
πλάσμα που αποκαλείται «Διεθνής Τάξη Βασισμένη σε Κανόνες» είναι τόσο παράξενες
ώστε καταλήγουν να είναι σχεδόν προσβλητικές στην προφανή και έκδηλη ειρωνεία
τους. Όμως, αυτό το οικείο ξόρκι συνεχίζει να εκστομίζεται με τη δέουσα, αν και
ψεύτικη, σοβαρότητα. Όμως, ο δόλιος κόσμος του τυχοδιώκτη επαγγελματία
πολιτικού είναι έτη φωτός μακριά από το πολιτισμικό πλαίσιο του επαγγελματία
στρατιωτικού.
Είναι δύσκολο να το γράψουμε αυτό χωρίς την αλήθεια, ή
έστω την εμφάνιση, της ηθικής κατακραυγής για την πληρότητα των, περισσότερο ή
λιγότερο ανέντιμων, δηλώσεων που συνιστούν έναν αξιοσημείωτο πυρήνα του
πολιτικού διαλόγου. Στην επιδίωξη καλύτερης θέσης που θα εξασφαλίσει την
υψηλότερη σχετική επιρροή, οι πολιτικοί, παντού και πάντα, είναι περισσότερο ή
λιγότερο προσεκτικοί με την αλήθεια. Πράγματι, μετά από χρόνια πολιτικής
δραστηριότητας σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ευθύνης είναι περισσότερο πιθανό
η ίδια η αναφορά της αλήθειας να μεταβάλλεται ουσιαστικά στο νόημα της, από μία
εμπειρική πραγματικότητα σε μέσο αλλαγής μορφής. Η προηγούμενη ιδέα έχει
συνειδητά εκφραστεί ως υπερβολή για να θέσει το ζήτημα. Για να είμαστε απόλυτα
ακριβείς, παρά την πιθανότητα εμφάνισης ενός πραγματικά «αλητήριου» χαρακτήρα,
ο στρατιωτικός στην κορυφή της πυραμίδας, με άλλα λόγια ο μοναδικός στρατιώτης
που το επίσημο καθήκον του περιλαμβάνει την ανάγκη να σκεφτεί και να
συμπεριφερθεί στρατηγικά, είναι πιθανόν να είναι αποφασιστικά ανόμοιος στη
σκέψη και στην πράξη από τον ανώτατο πολιτικό.
Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται εδώ αφορά την άβολη,
και μερικές φορές άσχημη, ζώνη όπου η πολιτική και το στρατιωτικό επάγγελμα
συναντούνται για να εξυπηρετήσουν το συμφέρον του έθνους, κάπως ενιαία. Όμως,
υπάρχει μία συγκεκριμένη ποιότητα δυσκολίας στη σχέση μεταξύ του στρατιωτικού
ως στρατηγιστή και του (συνήθως μη προερχόμενου από τον στρατό) πολιτικού. Δεν
θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πρώτος κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε πολλά χρόνια
προετοιμασίας για το τρίτο του αστέρι και σίγουρα όχι για το τέταρτο. Ο
στρατηγός, ως στρατηγιστής, πρέπει να μάθει, αν δεν ξέρει ήδη, ότι ουσιαστικά
πρέπει να αφήσει τον κόσμο του επαγγελματία στρατιωτικού και την κουλτούρα που
κατανοεί και κατέχει και που αποδεικνύεται από τις προαγωγές του. Το θανάσιμο
μυστικό της στρατηγικής είναι ότι δεν μπορεί να διδαχθεί, μαθαίνεται μόνο μέσα
από την εμπειρία. Για τον συγγραφέα αυτού του δοκιμίου που πίστευε για
περισσότερα από πενήντα χρόνια ότι δίδασκε στρατηγική αρκετά καλά ώστε σχεδόν
οποιοσδήποτε να είναι ικανοποιημένος, αυτή η αρνητική κρίση έχει έρθει ως
σημαντική έκπληξη, πραγματικά, ως αποκάλυψη.
Δεν είναι εύκολο να προσπαθήσει να πει κανείς σε ένα
στρατιωτικό ακροατήριο, ότι ένα αγαπημένο αντικείμενο, η στρατηγική, δεν
χαρίζεται πρόθυμα μ΄ ένα χαμόγελο στη φωτογραφική μηχανή, ούτε αποτελεί μία
υπαρξιακή βεβαιότητα πέραν πάσης αμφιβολίας. Όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να
ειπωθεί στο ακροατήριο ότι το στρατηγικό νόημα αποκτάται ή δίνεται εξαιτίας,
και μόνο εξαιτίας, του πλαισίου και των συνεπειών. Φωτογραφίες, χάρτες, μοντέλα
και σχέδια δεν δείχνουν, ή επισημαίνουν, συγκεκριμένες στρατηγικές αλήθειες,
γιατί, αλίμονο, δεν μπορούν. Αυτό που η εκπαίδευση πρέπει να εξηγήσει και να
δώσει έμφαση δεν είναι ότι η ιδέα της στρατηγικής δεν έχει νόημα, αλλά ότι έχει
το υπαρξιακό μήνυμα που της αποδίδεται. Το λάθος που τόσο εύκολα γίνεται είναι
η απροβλημάτιστη υπόθεση ότι οι στρατηγικές ποιότητες είναι υπαρξιακές. Για
παράδειγμα, εάν μας ειπωθεί, από αυτούς που οφείλουν να ξέρουν καλύτερα, αλλά
μπορεί και όχι, ότι το Όρος Τρομαχτικό έχει υψηλή στρατηγική σημασία, είναι
πιθανό να μην καταλάβουμε γιατί αυτός ο ισχυρισμός διατυπώθηκε. Το μόνο νόημα
που μπορεί να εξάγουμε είναι ότι η φύση ή ο εχθρός θα καταστήσουν την
προσπάθεια μας να το διαβούμε εξαιρετικά επικίνδυνη. Το ύψος του όρους και οι
καιρικές συνθήκες μπορεί, σε ότι αφορά τις πιθανές επιπτώσεις, να είναι
παράγοντες ανάλογοι με την εχθρική δραστηριότητα πάνω ή γύρω από αυτό. Παρόλα
αυτά, η πιθανότητα εχθρικής ενεργείας στο γεωγραφικό πλαίσιο ορεινού εδάφους
μπορεί να έχει πραγματικά στρατηγικές συνέπειες. Αυτό συνέβη στην Ιταλία το
1942-43. [x] Συνολικά, η στρατιωτική κατάσταση
στη Μεσόγειο είχε στρατηγικό νόημα για την εισβολή που σχεδιάζονταν στη
γερμανοκρατούμενη Ευρώπη και για την τεράστια περιπέτεια της Γερμανίας στην
Ανατολή. Όμως, παρά τον γνήσια μνημειώδη ρυθμό και κλίμακα των εκστρατειών του
1942-3, αυτές, ως εκ του αποτελέσματος, δεν κατέστησαν στρατηγικές. Αυτό που
είχε βαθύ στρατηγικό νόημα, όμως, ήταν οι σημαντικές συνέπειες των εκστρατειών
εκείνων των ετών. Για να μην κατηγορηθώ ότι εστιάζω την προσοχή μου υπερβολικά
σε στρατιωτικά γεγονότα, που αποδέχομαι ενθουσιωδώς, πρέπει να εξηγήσω ότι η
στρατηγική λογική εφαρμόζεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, στους ηττημένους όπως
και στους νικητές της ιστορίας. Η ίδια στρατηγική λογική εφαρμόζεται σε όλα τα
μέρη μιας σύγκρουσης.
Αξιοσημείωτα, η ιδέα που χρειάζεται να διδαχθεί για τη
στρατηγική είναι ότι η ποιότητα της στρατηγικής αξίας δεν είναι φυσική, είναι
εκ της θέσεως και μπορεί να είναι ηθική ή ψυχολογική στην προέλευση της. Η
αρένα της σύγκρουσης πρέπει να είναι φυσική, αλλά η φυσική και ανθρώπινη
γεωγραφία είναι μόνο η σκηνή πάνω και μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα η
σύγκρουση. Πρέπει να αποφύγουμε τον κίνδυνο της διανοητικής παγίδευσης από την παραπλανητική
φυσική μορφή των πραγμάτων και των τόπων. Αυτό που καθιστά ένα σχέδιο
στρατηγικό είναι το ενδιαφέρον του για τις επιδιωκόμενες συνέπειες της
ενέργειας, όχι για τη γεωγραφία την ίδια.
Η όψη της στρατηγικής που τίθεται εδώ, ομολογουμένως,
είναι μάλλον απαιτητική για το στρατιωτικό αναγνωστικό κοινό, γιατί συνηγορεί
υπέρ μιας προσέγγισης που ανταμείβει τις συνέπειες μιας χρήσιμης συμπεριφοράς,
όχι τόσο την αναζήτηση οφέλους από συγκεκριμένες συμπεριφορές. Εάν μπορούσα να
αναγνωρίσω και αξιόπιστα να βάλω σε αυτές ετικέτες με γνωστές και, γι΄ αυτό,
προβλέψιμες αξίες, η ζωή θα ήταν πολύ ευκολότερη για τον στρατηγιστή. Όπως
είναι τα πράγματα σήμερα, και θα πρέπει να προσθέσω όπως ήταν πάντα, οι
αναζητήσεις της στρατηγικής πολύ συχνά είναι παρόμοιες με κυνήγι τίγρεων σε
τόπους που δεν υπάρχουν τίγρεις.
Καύσιμο για τη Στρατηγική: Τακτική και Επιχειρήσεις
Εάν οι αναζητήσεις για τη στρατηγική είναι απογοητευτικές,
όπως πρέπει να είναι η περίπτωση, είναι σημαντικό να θέσουμε βασικές ερωτήσεις
για τη φύση και τον χαρακτήρα του ζητήματος. Θα πρέπει να κυνηγάμε τη
στρατηγική ακόμη και αν διακατεχόμαστε από την αυξανόμενη υποψία ότι το πλάσμα
αυτό δεν ζει πλέον εδώ, αν έζησε και ποτέ; Θα πρέπει οι χάρτες να συνεχίσουν να
είναι αθώοι υπαρξιακών ισχυρισμών ότι αναγνωρίζουν αντικείμενα και δομές,
φυσικές ή ανθρωποποίητες, κατά ειρωνεία, έχουμε απομείνει με μία επείγουσα
προφανή ανάγκη να σηκώσουμε το παιχνίδι μας στη στρατόσφαιρα της αναλυτικής
στρατηγικής λογικής. Ο διδάσκων τη στρατηγική έχει ένα καθήκον να μεταφράσει,
που συχνά είναι μνημειωδών διαστάσεων. Υπάρχουν τρομερές δυσκολίες και με την
ύλη του θέματος και με την προοπτική του ακροατηρίου. Η πρόκληση της κατανόησης
από ένα ακροατήριο δυνητικών στρατηγιστών συχνά γεννιέται από την άγνοια
δεκαετιών επαγγελματικής ενασχόλησης με, οπωσδήποτε, μη-στρατηγικά ζητήματα.
Ικανοί στρατιωτικοί, ιδίως στον πόλεμο, έχουν ελάχιστο χρόνο ή διάθεση να
συλλογιστούν σε ζητήματα στρατηγικής. Τέτοια ζητήματα, που σχεδόν εξ ορισμού,
τείνουν να σχετίζονται με θέματα μεγάλης σημασίας, δεν πρέπει να αναπτύσσονται
είτε πραγματικά πρόχειρα είτε ως συνέπεια κάποιας θείας αποκάλυψης, που είναι
δύσκολο να ελεγχθεί εμπειρικά με κάποιον λογικό τρόπο.
Οι ανησυχίες των στρατιωτικών στον πόλεμο είναι, και
πρέπει να είναι, εστιασμένες στα δύο αλληλοεξαρτώμενα ζητήματα της επιβίωσης
και της αποτελεσματικότητας. Το πρώτο μπορεί να χρειάζεται να βγάλει το δεύτερο
έξω από την προσοχή μας, προσωρινά φυσικά. Αν και το στρατιωτικό επάγγελμα δεν
μπορεί να αποφύγει να «κάνει» στρατηγική, απλώς ως προϊόν της ύπαρξης του, έχει
το ίδιο μεγάλη ανάγκη για μία σοφή στρατηγική, καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να
αποκτήσει μία τέτοια. Αυτός είναι ο συλλογισμός που βρίσκεται πίσω από την ιδέα
αυτού του δοκιμίου. Το κυρίαρχο, σχετικό, στοιχείο της στρατιωτικής ζωής, στην
ειρήνη και κυρίως στον πόλεμο, είναι ότι η στρατηγική δεν «γίνεται» συνήθως κάτω
από το επίπεδο της διοίκησης των τεσσάρων αστέρων. Αν και δεν είναι ασύνηθες στρατηγοί
τριών αστέρων να «κάνουν» στρατηγική, είναι το ανώτατο επίπεδο των τεσσάρων
αστέρων, όπου η στρατηγική σκέψη είναι κατηγορηματικά απαίτηση της διοίκησης.
Μπορεί στρατηγοί τριών αστέρων να βρίσκονται στη θέση να αποφασίσουν και ακόμη
και να εφαρμόσουν διοικητική ευθύνη σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο των επιχειρήσεων,
για σημαντικές χρονικές περιόδους, είναι στο τέταρτο αστέρι που η στρατηγική
βρίσκεται στην περιγραφή της θέσης εργασίας.
Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία εδώ είναι η ανάγκη να
δοθεί έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στον ανώτατο στρατηγό και σε όλες τις
υπόλοιπες ένοπλες δυνάμεις. Σχεδόν κανένας από τους υπόλοιπους δεν «κάνει»
στρατηγική κατηγορηματικά. Αυτό δεν αποτελεί κατά καμία έννοια κριτική, για
λόγους που είναι εμφανέστατα προφανείς. Εάν ακολουθήσουμε την κλαουζεβίτσεια
προσέγγιση για τη δύναμη, όπως κάνει εμφατικά ο παρών συγγραφέας, η στρατηγική,
εξ ορισμού, δεν είναι ούτε πολιτική, ούτε στρατιωτική, αλλά και τα δύο. Έτσι
έχουν τα πράγματα και πρέπει να είναι σε μία πολιτεία με τάξη, μέσα σε έναν
καλοκουρδισμένο κόσμο. Μία αναπόφευκτη συνέπεια της λογικής εδώ, είναι η
βεβαιότητα ότι οι ανώτατοι αξιωματικοί, όχι μόνο αυτοί που βρίσκονται στην
παραγωγή της στρατηγικής, προσπαθούν να εξηγήσουν τη στρατιωτική προσέγγιση στη
στρατηγική σε πολιτικούς: αυτοί μπορεί να προέρχονται από οποιοδήποτε τομέα της
γνώσης που μπορεί να σχετίζεται με τα τοπικά και τα μεγάλα ζητήματα του
θεάτρου, οπουδήποτε το θέατρο μπορεί να είναι. Οι προσωπικότητες μπορεί να
διαφέρουν στους επαγγελματίες στρατιωτικούς, όπως και στα άλλα επαγγέλματα. Δεν
είναι εντελώς άγνωστο για ανώτατους στρατιωτικούς να είναι δημοφιλείς και τα
στρατεύματα τους να τους εμπιστεύονται. Τέτοιοι στρατηγοί μπορεί να αποδειχθούν
πολιτική απειλή ως αποτέλεσμα της πιθανής ευχέρειας τους με τη σκληρή γλώσσα
και, πιθανόν, των εξαίρετων πράξεων που μπορεί να έχουν τελέσει, κανένα από τα
οποία δεν παίζει ωραία στα σημερινά παγκόσμια κοινωνικά δίκτυα. Οι ευτυχισμένες
μέρες που οι στρατηγοί ανέφεραν τα κατορθώματα τους και τις αποτυχίες τους κάθε
κάποιους μήνες, έχουν περάσει προ πολλού. Το πέπλο της σιωπής καθώς ο John Jervis έψαχνε τον γαλλικό στόλο στην ανατολική Μεσόγειο δεν θα
μπορούσε να έχει μεγαλύτερη αντίθεση με το πυρετώδες πλαίσιο της εποχής μας.
Ακόμη και το βήξιμο μίας καμήλας στον Δρόμο του Μεταξιού είναι πιθανόν να
εμφανιστεί την ίδια μέρα στο δελτίο ειδήσεων του BBC.
Η στρατηγική είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να εξηγηθεί ή
να καταδειχθεί, παρά με τη βοήθεια ενός χάρτη. Όμως, η δυσκολία στη
χρησιμοποίηση χαρτών για την εκπαίδευση στη στρατηγική βρίσκεται στο γεγονός
ότι ο κόσμος διαιρείται όχι μόνο, ή ως επί το πλείστον, στη βάση της φυσικής
γεωγραφίας. Επειδή υπάρχει διακριτή ιστορική διήγηση για σχεδόν όλη τη Γη και
επειδή εμείς οι άνθρωποι έχουμε κατακτήσει το σύνολο του πλανήτη, οι στρατιώτες
δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη φυσική γεωγραφία στις διακρατικές συγκρούσεις.
Όπου και να κοιτάξουν δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πολιτική. Όπως είχε
επισημάνει ο Κλαούζεβιτς, η στρατηγική και η πολιτική ενώνονται, δεν μπορεί, κάποιος,
να αντιληφθεί την πρώτη χωρίς τη δεύτερη. [xi] Αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν
τίθεται στη διακριτική ευχέρεια κανενός, ούτε είναι σύγχρονη. Μάλλον είναι η υπαρξιακή
πραγματικότητα για την ανθρώπινη κατάσταση. [xii] Όμως, αυτό το
γεγονός, όσο αληθινό κι αν είναι, θέτει τα πιο σοβαρά ερωτήματα για τη
στρατιωτική ισχύ. Επιμένουμε ότι όλοι οι στρατιωτικοί πρέπει να υπακούουν εντολές
μέχρι να κατακτήσουν το τέταρτο άστρο, οπότε είναι σχεδόν κυριολεκτικά
υποχρεωμένοι να ενημερώνουν την πολιτική αρχή για τη στρατιωτική σκοπιμότητα ή
αλλιώς για τις πιθανές πολιτικές της προθέσεις;
Πολιτική και πόλεμος
Η αναγνώριση της υβριδικής φύσης της στρατηγικής είναι
κρίσιμη για την κατανόηση των βαθύτερων και πλέον δυσδιάκριτων λόγων για τους
οποίους είναι τόσο μυστηριώδης και δύσκολη. Μόλις αφήσουμε τους ξεκάθαρους
κόσμους του πολιτικού από τη μία πλευρά και του στρατιώτη από την άλλη, το σχετικό
πλαίσιο των στρατηγικών αποτελεσμάτων μαθαίνουμε ότι είναι ούτε αυτό του
πολέμου ούτε αυτό της πολιτικής. Μάλλον, το σχετικό πλαίσιο είναι το βασίλειο
του συγκεχυμένου, που ταυτόχρονα συγχύζει, και που συντίθεται και από την
πολιτική και από τον πόλεμο. Φυσικά, το δεύτερο είναι κατανοητό και ηθικά
ανεκτό με προσεκτική αναφορά στο πρώτο. Αναπόφευκτα, η πολιτική συμπεριφέρεται
ως αδειοδοτούσα όλων όσων γίνονται, και πιθανόν προκαλούνται, στο όνομα της.
Η λογική δομή της στρατηγικής δεν είναι περίπλοκη, αλλά
οι περιπλοκές δεν φαίνονται στις βασικές, εισαγωγικές διαφάνειες. Χωρίς έκπληξη,
βέβαια, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Δεν είναι καθόλου επαρκές απλώς
να εξηγούνται τα ουσιώδη στοιχεία της στρατηγικής, δηλαδή οι Σκοποί, οι Τρόποι
και τα Μέσα, μαζί με τις προτιμώμενες υποθέσεις. Η πλήρης κατανόηση αυτής της
δομής μπορεί να είναι επιβοηθητική, αλλά δεν μας πληροφορεί χρήσιμα για το τι ο
στρατηγιστής χρειάζεται να γνωρίζει. Ο άπειρος, φιλόδοξος, στρατηγιστής πρέπει
να κατανοήσει, όχι μόνο να μάθει, ότι η αναμφίβολη και ευρέως αποδεκτή
ικανότητα του στο τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο δεν είναι αυτομάτως σχετική
στη διεξαγωγή της στρατηγικής. Είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα μάθει ποτέ πώς να
είναι ένας ικανός, πόσο μάλλον υπέρτατος, στρατηγιστής. Αυτό που πρέπει να
μάθει είναι πώς να απειλεί με τη χρήση στρατιωτικής δύναμης και πως να
χρησιμοποιεί στρατιωτική δύναμη για να ενθαρρύνει, και αν χρειαστεί να
επιβάλει, μία συνολικά ευνοϊκή τροπή στην εξέλιξη των γεγονότων. Πρέπει να
καταλάβει ότι το στρατηγικό, δηλαδή το σημαντικό, πλεονέκτημα μπορεί να
προκύψει από μία ροή γεγονότων που πρέπει να κατανοηθούν ως εγγενώς τακτικά, αν
και πιθανόν δυνάμει επιχειρησιακά, όταν εξεταστούν στο συνδυαστικό, χρονικό
τους πλαίσιο.
Η γενική θεωρία της στρατηγικής θυμίζει στους
στρατηγιστές, που είναι πρόθυμοι να ακούσουν, ότι το καθήκον τους συχνά επηρεάζεται κρίσιμα από την πρόκληση του
χρόνου, δηλαδή από τα μελλοντικά γεγονότα. Η ποιότητα της στρατηγικής, τυπικά,
είναι σε σημαντικό βαθμό εξαρτώμενη από τον χρόνο. Στρατηγική που θα μπορούσε
να επιτύχει, μπορεί να παρέλθει γρήγορα εάν το εσωτερικό κοινό απελπιστεί ή εάν
ο εχθρός προβλέψει με επιτυχία τις επιπτώσεις που είχαμε σχεδιάσει για τις
ενέργειες του.
Υποστηρίζω ότι οι δυνητικοί στρατηγιστές πρέπει να
καταλάβουν πως η θεμελιώδης, λογική, αρχιτεκτονική του αντικειμένου τους δεν
αλλάζει, κρίσιμα σημαντικές λεπτομέρειες, όμως, αλλάζουν συνεχώς. Ίσως, εξίσου
σημαντικά, ο στρατηγιστής πρέπει να γνωρίζει ότι το εσωτερικό και το διεθνές
πλαίσιο μεταβάλλονται αενάως. Η πιο σημαντική αλλαγή συνθηκών για τον στρατηγιστή
μπορεί να είναι μία μεγάλη μετατόπιση στην εθνική πολιτική – οι Σκοποί, που η
βασική λογική της στρατηγικής είναι αδικαιολόγητα επιρρεπής να προσπεράσει
εύκολα. Υπάρχει καλός λόγος για τον οποίο ο στρατηγιστής τείνει να μην
αφιερώσει χρόνο στην κατηγορία των πολιτικών Σκοπών, καθώς, είναι σημαντικό
πάντα να θυμάται ότι το στρατιωτικό επάγγελμα δεν παίζει ρόλο στην εσωτερική
πολιτική. Αυτό δεν είναι μία ολοκληρωτική απαγόρευση εναντίον οποιασδήποτε
στρατιωτικής ενέργειας στην εσωτερική σκηνή, επειδή όλες οι χώρες θεωρούν τις
ένοπλες τους δυνάμεις την ύστατη εγγύηση εναντίον εσωτερικής αταξίας.
Η ακεραιότητα της στρατηγικής, και επομένως, και αναπόφευκτα, επίσης, και η
ακεραιότητα του στρατηγιστή, τίθενται σε δοκιμασία θεμελιωδώς, όταν πολιτικές
επιλογές θέτουν προβλήματα που δεν έχουν ρεαλιστικά εφικτές λύσεις. Η πρόσφατη ιστορία καταδεικνύει ξεκάθαρα το επιχείρημα. Δεν έχει σημασία
πόσο άξιος ο πολιτικός σκοπός μπορεί να είναι, πόσο σοβαρό το ενδιαφέρον του
έθνους ή της συμμαχίας, η θεωρία της στρατηγικής δεν θα προσφέρει αληθοφανείς
προοπτικές επιτυχίας. Ακόμη και ικανοί στρατηγιστές, με την υποστήριξη της
εσωτερικής κοινής γνώμης μπορούν να σφάλουν θανάσιμα. [xiii] Είναι καλό να μη
ξεχνάμε ότι η στρατηγική είναι ανταγωνιστική στη φύση της. Αυτό σημαίνει ότι η
ιστορική διήγηση δεν μπορεί να κατέχεται, ούτε να ελέγχεται μόνο από τη μία
πλευρά της σύγκρουσης. Γράφοντας ως Αμερικανός δεν μπορώ, υπεύθυνα, να αποφύγω
να επισημάνω ότι οι ΗΠΑ ολοφάνερα έχασαν σε κάθε πόλεμο που διεξήγαγαν από την
Κορέα (1950-53). Χωρίς να μασάμε τα λόγια μας, οι ΗΠΑ υπέστησαν στρατηγική
αποτυχία και εξ αυτού ήττα στο Βιετνάμ, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Επιπλέον, αυτή
η θλιβερή σειρά επιλέγει να αγνοήσει την αμερικανική ταπείνωση και ήττα στη
Σομαλία (1993).
Ερώτηση και Απάντηση
Έχει υποστηριχθεί σε αυτό το δοκίμιο ότι ενώ η τακτική
και οι επιχειρήσεις μπορούν να διδαχθούν αξιόπιστα, ακόμη και όταν τους
ζητείται να εκμεταλλευτούν εργαλεία και μεθόδους που αλλάζουν, κυρίως επειδή και
οι δύο κατηγορίες στρατιωτικής συμπεριφοράς στηρίζονται σε εμπειρικά
επιβεβαιωμένες ιστορίες, Εν συντομία, και οι δύο κατηγορίες συμπεριφοράς
μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από ένα αξιόπιστο στρατιωτικό δόγμα. Η
τακτική και επιχειρησιακή αριστεία στα μέσα και στις μεθόδους θα πρέπει να
ανταμείβεται με στρατιωτική επιτυχία σε αυτά τα επίπεδα του πολέμου. Είναι
απολύτως προφανές, όμως, ότι δεν μπορεί να υπάρξει δόγμα επαρκώς κατάλληλο σε
εξειδίκευση που να εφαρμόζει στις περιπτώσεις της στρατηγικής. Ειρωνικά, ίσως, το
στρατηγικό δόγμα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε
εξέλιξη που θεωρείται ότι μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο μέλλον. Στην
πράξη, βέβαια, δεν απασχολούμαστε, ούτε συνεγειρόμαστε, με όλα όσα αλλάζουν,
αλλά ο στρατηγιστής έχει την άδεια να προβλέπει και να ερμηνεύει πως ο κόσμος
αλλάζει. Αν και οι επίσημες εκδόσεις σε πολλές χώρες δεν αναγνωρίζουν το
γεγονός, υπάρχει θανάσιμη αντίθεση στην πομπώδη ιδέα «στρατηγικό δόγμα». Στην
πραγματικότητα, το ουσιαστικό και το επίθετο βρίσκονται σε δυσδιάκριτη αντίθεση
μεταξύ τους. Εάν αυτό το δοκίμιο καταφέρει να πετύχει ένα πράγμα, αυτό ας είναι
το θάψιμο της ανόητης ιδέας του στρατηγικού δόγματος. Δεν υπάρχει, ούτε μπορεί
να υπάρξει τέτοιο εννοιολογικό πλάσμα. Γιατί; Επειδή, η ίδια η ιδέα της
στρατηγικής ενθαρρύνει μία ευκαμψία που είναι ανάθεμα για την έννοια του
δόγματος. Το δόγμα είναι μία άξια αναζήτηση της καλύτερης παρούσας πρακτικής,
στηριγμένης, συνήθως, σε μία εμπειρικά εδραιωμένη πεποίθηση. Η στρατηγική,
αντίθετα, πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίσει νέες και μερικές φορές χωρίς
προηγούμενο καταστάσεις. Δεν πρέπει και δεν μπορεί να στηριχθεί με άνεση σε
εδραιωμένες αλήθειες που αφορούν την καλύτερη παρούσα πρακτική.
Η στρατηγική συμπλέκεται με πάρα πολλά ζητήματα για αν
διδαχθεί. Το μέλλον μπορεί να είναι βιαίως άτακτο και έτσι αποφασισμένο να
αντισταθεί σε άνετες προβλέψεις. Η μόνη στρατηγική που έχει κάποιο νόημα να
διδαχθεί, είναι αυτή που σέβεται τις διαχρονικές αλήθειες των Σκοπών, Τρόπων
και Μέσων, ενώ διατηρεί τον σεβασμό της στις αρετές της ευκαμψίας και της προσαρμοστικότητας,
στην ετοιμότητα για αλλαγή. Οι στρατηγικές προκλήσεις δεν είναι απλώς
επιχειρησιακά προβλήματα μεγαλύτερου σκοπού. Συγκροτούνται από ακανόνιστα
προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται με επάρκεια από ανθρώπους που διαθέτουν εκ
φύσεως μυαλά που σκέφτονται μονό συμβατικούς πολέμους και μόνο στο πλαίσιο
τους. Η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων στην εκπαίδευση για τη στρατηγική
μπορεί να βοηθηθεί από ένα πρόσφατο άρθρο του Jean-Louis Samaan. [xiv] Επειδή τα
στρατηγικά προβλήματα είναι στην ουσία τους εξ ορισμού ανορθόδοξα δεν είναι
προφανές ότι ο στρατός κατανοεί τι χρειάζεται για γνήσια στρατηγικές
διοικητικές τοποθετήσεις.
Σημειώσεις
[ι] Clausewitz, Carl von. On
War. Michael Howard και Peter Paret. μτφ (Princeton
NJ: Princeton University Press, 1976), σ. 177 (Βιβλίο
ΙΙΙ, Κεφ. 1)
[ii] Beatrice Heuser,
The Evolution of Strategy: Thinking War from Antiquity to the Present,
(Cambridge: Cambridge University Press, 2010), Κεφάλαιο 1.
[iii] Ο Στρατηγός Sir Rupert Smith συνηγορεί υπέρ μίας προσέγγισης, στο θέμα, που απαιτεί
τακτική, επιχειρησιακή και στρατηγική (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής) σκέψη
και συμπεριφορά ταυτόχρονα. Αυτή η ολιστική προσέγγιση είναι προϊόν της
πολύμορφης εμπειρίας του σε ανώτατες διοικητικές θέσεις στα Βαλκάνια, τη δεκαετία
του 1990.
[iv] Η σημασία των συνεπειών
παρουσιάζεται, με έμφαση, στο Colin S. Gray, Theory of Strategy (Oxford: Oxford University Press, 2018), σς. 61-4.
[v] Clausewitz,
On War, σ. 81 (Βιβλίο Ι,
Κεφ. 1, παρ. 11)
[vi] Δες Victor Davis Hanson, The Savior Generals: How Five Great Commanders
Saved Wars That Were Lost – from Ancient Greece to Iraq (New York: Bloomsbury
Press, 2013).
[vii] Η σύγχρονη
κλασική εξήγηση αυτής της
θέσης κατατέθηκε και εξηγήθηκε
με
έξοχο τρόπο στο
Samuel P. Huntington, The Soldier and the State: The Theory and
Politics of Civil-Military Relations (New York: Vintage Books, 1964).
[vii] Ο ισχυρισμός
αναφέρεται και εξηγείται
στο
Colin S. Gray, Strategic History, Infinity Journal, Vol. 6 Issue
2 (Καλοκαίρι 2018), σς. 4-8.
[ix] Δες Henry Kissinger, World Order: Reflections on the Character of
Nations and the Course of History (London: Allen Lane, 2014).
[x] Για την κατανόηση
της
στρατιωτικής και αναμφίβολα
της
στρατηγικής σημασίας του ορεινού
εδάφους δείτε την
εξιστόρηση της εκστρατείας
στο
rick Atkinson, The Day of Battle: The War in Sicily and Italy,
1943-1944, Vol. 2 του
The Liberation Trilogy (New York: Henry Holt, 2007).
[xi[ Το επιχείρημα στο
«Strategic History», Infinity Journal, ό.π., είναι ευθέως σχετικό εδώ.
[xii] Clausewitz, On War, σ. 607: «Με λίγα λόγια, στο ανώτατο επίπεδο η τέχνη του πολέμου γίνεται
πολιτική – αλλά μία πολιτική που διεξάγεται με μάχες αντί με την αποστολή
ρηματικών διακοινώσεων». (Βιβλίο VIIΙ, Κεφ. 6B)
[xiii] Η αμερικανική
περιπέτεια στο Βιετνάμ είναι κλασικό παράδειγμα θεμελιώδους στρατηγικού λάθους
από μία πολύ μεγάλη δύναμη. Για μία εξαιρετική, εύστοχη, εξέταση της
αμερικανικής προσπάθειας δες Gregory A. Daddis, Westmoreland’s War: Reassesing American Strategy in Vietnam (Oxford: Oxford University Press, 2014).
[xiv] Jean-Louis
Samaan, Comparative Strategy in Professional Military Education, Parameters,
Vol. 48, No.2 (Καλοκαίρι 2018), σσ. 27-37.
Σχετικές αναρτήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου